Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πολύ Κακές Κριτικές: ''Δεν πίστευα στα μάτια μου μ' αυτό που έβλεπα. Σχολική παράσταση Δημοτικού!''

Ο κριτικός θεάτρου Γιώργος Σαρηγιάννης είδε τη νέα παράσταση με την Άννα Παναγιωτοπούλου, και έπαθε σοκ

Πολύ Κακές Κριτικές: ''Δεν πίστευα στα μάτια μου μ' αυτό που έβλεπα. Σχολική παράσταση Δημοτικού!''

[Ευχαριστώ τον Λάμπρο που μου έστειλε αυτήν την Πολύ Κακή Κριτική.]

Στο μπλογκ του Τέταρτο Κουδούνι, ο Γιώργος Σαρηγιάννης μίλησε για την παράσταση που παίζεται τώρα στο Θέατρο Λαμπέτη, την σατιρική βρετανική κωμωδία «Ωχ! Τι κόσμος γιαγιά!» του Μπάρι Κιφ.

Στην αρχή γράφει ενδιαφέροντα πράγματα για το ίδιο το έργο (διαβάστε εδώ) και έπειτα καταπιάνεται με την παράσταση που είδε...

ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ...

[...] Ο Βρετανός Μπάρι Κιφ διασκευάζει (1977, δεύτερη εκδοχή 1984) την ιακωβιανή κωμωδία του Τόμας Μίντλετον «Ένας τρελός κόσμος, αφέντες μου» (περί το 1605). Το έργο του _ ελληνικός τίτλος «Ωχ! Τι κόσμος γιαγιά!» _ θέλει να είναι μία τρελή κωμωδία καταστάσεων. Μόνο που οι καταστάσεις περιγράφονται, δεν συμβαίνουν, με το συγγραφέα να ρίχνει αποκλειστικά το βάρος στη βωμολοχία. Οπότε για ποια κωμωδία καταστάσεων να μιλήσουμε; Η αίσθησή μου είναι πως ο Κιφ προσπάθησε να γίνει Τζο Όρτον αλλά πέρασε και δεν ακούμπησε. Το κείμενο που άκουσα μου φάνηκε ανύπαρκτο. Άχρωμο και ανούσιο.


Η παράσταση. Δεν ξέρω, βέβαια, πόση ευθύνη έχει η σκηνοθεσία...

Η Θάλεια Ματίκα, που είχε τη φιλοδοξία να την αναλάβει _ ακουμπώντας σε μία έξυπνη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ _, μοιάζει να σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και να μην έχει ιδέα επί του πρακτέου. Ούτε ως προς τα στοιχειώδη _ πώς θα στήσει στη σκηνή τους ηθοποιούς.

 

Δεν ξέρει πώς να αρχίσει την παράσταση, δεν ξέρει πώς να την κλείσει και στο ενδιάμεσο βγάζει τους ηθοποιούς στη σκηνή, τους παρατάσσει μετωπικά, τα λένε όπως – όπως και... αυτό ήταν.

 

Δεν το πίστευα στα μάτια μου αυτό που έβλεπα. Και δεν το έχω δει πολλές φορές στη ζωή μου. Το μόνο με το οποίο θα μπορούσα να το συγκρίνω είναι κάποιες σχολικές παραστάσεις _ του Δημοτικού... Αφήστε τον αστάθμητο ήχο λόγω του οποίου χάνεις κείμενο, ειδικά από την Άννα Παναγιωτοπούλου.

 

Βρήκα αφελείς και κοινότοπες τις μουσικές επιλογές του Παναγιώτη Τσεβά και διεκπεραιωτικά τα κοστούμια της Μάρλι Αλειφέρη. Σώζονται μόνο τα ευκίνητα, λειτουργικά και καλόγουστα σκηνικά του Γκάυ Στεφάνου που, φωτισμένα από τον Μπάμπη Αρώνη, παραμένουν αναξιοποίητα σε μία παράσταση που δεν ξέρει πού πατάει και πού πηγαίνει.

Οι ηθοποιοί. Μέσα στη γαλέρα αυτή, αβοήθητοι, οι ηθοποιοί _ οι περισσότεροι ταλαντούχοι _ κάνουν ό,τι ξέρει, ό,τι μπορεί και ό,τι νομίζει ο καθένας. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, που προφανώς έχει συνείδηση του τι συμβαίνει, πλήττει αφόρητα. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης κάνει κωμωδία σαν να ντουμπλάρει κινούμενα σκίτσα. Ο Γιάννης Σαρακατσάνης κάνει κωμωδία σαν να παίζει σε κινούμενα σκίτσα. Ο σφιγμένος, σαν έτοιμος να σκάσει, Ορέστης Τζιόβας και ο σπασμωδικός Μιχάλης Τιτόπουλος φορτσάρουν μέχρις εξαντλήσεως. Η Τερέζα Γριμάνη και, κυρίως, η Σοφία Φαραζή δεν ξέρουν εντελώς τι κάνουν _ σου πριονίζουν τα νεύρα. Κάτι προσπαθούν ο Σταύρος Σβήγκος και, περισσότερο, ο Τάσος Ιορδανίδης αλλά ούτε αυτοί διασώζονται.
Το συμπέρασμα. Ένα ναυάγιο. Αύτανδρο. Κρίμα.