Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όταν κλείνει άλλο ένα μαγαζάκι.

Για τη μαμά μου την Άρτεμη - και για το πώς οι δυσκολίες είναι το (αμελητέο;) τίμημα που πληρώνεις για την ευκαιρία να είσαι ζωντανός.

Πολλά μαγαζιά κλείνουν λόγω της κρίσης. Το ίδιο είχε συμβεί και στην Άρτεμη, τη μαμά μου. 

Από τότε που γεννήθηκα θυμάμαι να γυρίζει η ζωή μας γύρω απ' το μαγαζάκι της.

Ήταν ωραίο μαγαζί: το είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη (στην Πρίγκιπος Νικολάου, νυν Αλεξάνδρου Σβώλου), το 1959 ο πατέρας της ο Κωστής Δελιαλής - γι' αυτό και λεγόταν "Κωστή". Ήταν της μόδας στους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης του '60 με τα κεραμικά του, συνεργάστηκε με τον Μποστ για συλλεκτικά πλέον κομμάτια, το ανέλαβε η μαμά μου και εμπλουτίστηκε με είδη δώρων στα '70ς και τα '80ς, έφτιαχνε ονομαστές λαμπάδες το Πάσχα και γιορτινά αντικείμενα τα Χριστούγεννα. Οι δε βιτρίνες του -τις έφτιαχνε η ίδια- ήταν κομψοτεχνήματα. 

 

Χριστούγεννα, 1984. Η πρώτη φωτογραφία που τράβηξα στη ζωή μου. 

 

Ήταν το στέκι μας - βοηθούσαμε όλοι στα πάντα. Σ' έναν οδηγό του εξωτερικού είχε αναφερθεί ως μαγαζί-έργο τέχνης, αλλά παρ' όλα αυτά με το που μπήκε η νέα χιλιετία διάφορα προβλήματα προέκυψαν, κυρίως οικονομικά. Και το 2006, μετά από πολλή σκέψη και μεγάλες στεναχώριες, η Άρτεμη αναγκάστηκε να κλείσει το Κωστή. Πενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία του. 

Με την (για άγνωστο λόγο) εκνευρισμένη αδερφή μου, 1992.

 

Έκανε εκποίηση, που θα κορυφωνόταν στις 31 Δεκεμβρίου, στόλισε για τελευταία φορά τη βιτρίνα και, σαν την κυρία του μαγαζιού της φωτογραφίας που έβαλα πάνω-πάνω, αντιμετώπισε με τρυφερή δημιουργικότητα το τέλος. Έφτιαξε ένα μεγάλο λεύκωμα, κόλλησε μέσα φωτογραφίες από διάφορες περιόδους του μαγαζιού -απ' τα '50ς μέχρι τότε, το 2006- και ζήτησε απ' τους παλιούς πελάτες και γνωστούς να γράψουν δυο λόγια, ως ενθύμιο. Έκανε κι ένα μεγάλο πάρτι εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς, και το μαγαζάκι γέμισε φίλους αγαπημένους.

Χορέψαμε, φάγαμε, μεθύσαμε, μοιραστήκαμε όσα αντικείμενα έμειναν, μοιραστήκαμε την αγάπη. Της πήρε λίγο καιρό να συνηθίσει πως δεν έπρεπε να πάει το πρωί στο μαγαζί, σύντομα όμως ένιωσε μια (καθόλου συμφέρουσα οικονομικά, αλλά παρ' όλα αυτά ευπρόσδεκτα ηδονική) ελευθερία...

Δεν το γνωρίζαμε εκείνη την παραμονή Πρωτοχρονιάς που η Άρτεμη έκλεινε για πάντα το μαγαζάκι, αλλά ο καρκίνος ήταν ήδη μέσα της και σιγά-σιγά μεγάλωνε.

Ένα χρόνο μετά το κλείσιμο (κι αφού αυτή είχε περάσει μια υπέροχη, ξεκούραστη χρονιά) έγινε η διάγνωση, ακολούθησαν δύσκολα αλλά παραδόξως τρομερά ευτυχισμένα χρόνια, και, τελικά, πέρσι το τέλος.

 

Βλέποντας τα μαγαζιά που κλείνουν, ακούγοντας για ανθρώπους που μένουν άνεργοι ή τα βγάζουν πέρα δύσκολα, μπορώ να τους νιώσω και καταλάβω (ήμουν άνεργος, χωρίς λεφτά, για χρόνια).

 

Χρειάστηκε όμως να το μάθω με τρόπο σκληρό: όσα κι αν χάσεις, όσο κι αν πέσουν έξω οι δουλειές σου, όσα όμορφα μαγαζάκια κι αν κλείσεις, μπορείς να συνεχίσεις.

 

Δύσκολα, ναι. Όμως, καλώς ή κακώς, ένα απ' τα μειονεκτήματα του να είσαι ζωντανός είναι πως θα υπάρξουν δυσκολίες.

Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα μικρό -αμελητέο σχεδόν!- τίμημα για τη ζωή που μας χάρισαν οι δικοί μας.

 

31/12/06. Η Άρτεμη αποχαιρετά το μαγαζάκι με γέλιο και χορό :):)