Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Εναλλακτικές διακοπές

Μπουκάλα και άφραγκος και φέτος κατακαλόκαιρο, αλλά τουλάχιστον έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Σίγουρα καλύτερα από εκείνο το καλοκαίρι πριν τέσσερα χρόνια, τότε που μου είχε έρθει στο κεφάλι η μηνυτήρια αναφορά από ελεύθερους κατασκηνωτές.

Εναλλακτικές διακοπές


Και σαν να μην έφτανε τούτο είχα και τη Στέλλα με τις λόξες της. Είχε αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή καταφέρνοντας να πάρει σε ένα μικρό θίασο το ρόλο της Μπλανς από το «Λεωφορείο ο πόθος», πράγμα που αποτέλεσε και την αφορμή να χωρίσουμε. Είχε θυμώσει που δεν ήμουν Πολωνός μετανάστης και που δεν αφαιρούσα με το βίαιο χαρακτήρα μου ένα ένα τα πέπλα που κάλυπταν τα μυστήρια του παρελθόντος της. Αντιθέτως προτιμούσα να βλέπω τους προκριματικούς του μουντιάλ. Συγχυσμένη μου πέταξε τις πιτζάμες στα μούτρα κι έφυγε.
Χωρίς ρευστό άλλη λύση δεν είχα από το να βρω κάποιο νησί όπου να επιτρέπεται η ελεύθερη κατασκήνωση. Με λίγη έρευνα το νησάκι εντοπίστηκε (ένα μικρούλι κάπου στα βάθη του Αιγαίου), δανείστηκα σκηνή και φουσκωτό στρώμα και μπάλωσα το σάκο. Παρέα δεν κατάφερα να βρω γιατί ήταν ακόμα τέλη Ιούλη και κάποιοι εργάζονταν, κάποιοι είχαν τις κοπέλες τους και κάποιοι έβλεπαν το μουντιάλ σε επανάληψη. Ένα προβληματάκι προέκυψε με τις τιμές των ακτοπλοϊκών, γι' αυτό και αναγκάστηκα να προσφύγω για χρήματα στους γονείς – με τόκο μια νυφούλα το συντομότερο.

Με αφετηρία, λοιπόν, το μεγάλο λιμάνι έπλευσα με το μεγάλο καράβι μέχρι το μεγάλο νησί (Σ.Σ.: τα στοιχεία στη διάθεση της Σύνταξης) κι από εκεί πήρα ένα διάσημο μικρό καράβι για το μικρό νησί. Το καράβι αυτό, μοναδικό μέσο επικοινωνίας για πολλούς το χειμώνα, θεωρείται πλέον ιστορικό, γιατί ήδη από τα τέσσερα μποφόρ αναπολείς τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και του Τραφάλγκαρ. Με το που άνοιξαν οι μπουκαπόρτες οι επιβάτες μπήκαν κατευθείαν στο σαλόνι του πλοίου και κλειδώθηκαν. Εγώ έχοντας την ανάγκη του καθαρού αέρα προτίμησα τα μεσαία καθίσματα του καταστρώματος πιασμένος από τα κάγκελα σε στάση Εσταυρωμένου ή Προμηθέως Δεσμώτη. Ο άλλος γενναίος επιβάτης ήταν ένας μεσόκοπος κύριος πίσω μου, βορείας προελεύσεως, που επεχείρησε να διαβάσει την εφημερίδα του και που στο πρώτο κύμα έγινε ένα με το πουκάμισό του. Την αγωνία μας πλαισίωνε η παρουσία μερικών ναυτικών που σουλατσάριζαν αδιάφορα γύρω μας πίνοντας καφέ ή τρώγοντας το κολατσό τους.

Στο μικρό νησί έφτασα σούρουπο. Πάτησα στην ξηρά με κάπως ασταθές βήμα («ένα μικρό βήμα για μένα, ένα μεγάλο για την ανθρωπότητα» κλπ.) κι έσπευσα να βρω παραλία, πριν με πιάσει η νύχτα. Λίγο πιο έξω από τη Χώρα του νησιού εντόπισα μια ωραία παραλία με μπιτς μπαρ γεμάτη από σκηνές και σκύλους. Δέντρο ελεύθερο δεν υπήρχε ούτε για δείγμα. Προφανώς τα είχαν πιάσει κάποιοι κατασκηνωτές πριν τον πόλεμο και τα κληροδοτούσαν από γενιά σε γενιά. Αρκέστηκα σε ένα μέρος καθαρισμένο από αγκάθια και ελεύθερο από σκύλους και προσπάθησα να στήσω τη σκηνή μου με αντίπαλο το δυνατό αέρα. Στη μάχη αυτή έχασα πανηγυρικά. Το μόνο που κατάφερα στο τέλος ήταν να φουσκώσω το στρώμα μου και να τυλιχτώ με τα καλύμματα της σκηνής.

Το επόμενο πρωί ύστερα από προσπάθεια ωρών έφερα εις πέρας το τιτάνιο έργο του στησίματος χρησιμοποιώντας για βοήθεια μισή πεζούλα κοτρόνες. Λίγο όμως ο δυνατός αέρας, λίγο τα λαθάκια που έκανα, είχαν σαν αποτέλεσμα μια σκηνή σε περίεργο τραπέζιο σχήμα που θύμιζε περισσότερο έκθεμα της Μπιενάλε. Της έβαλα και καρτελάκι ονομάζοντάς την «Αβυσσαλέα πτήση». Λίγο πριν αναχωρήσω μάλιστα την πούλησα σε ένα Γάλλο τουρίστα που εργαζόταν στη Λε Μοντ Αρτίστ, Κουλτουρίστ, Σνομπαρίστ, κάτι τέτοιο.

Ήταν αρκετά πρωί ακόμα και η παραλία έρημη. Μερικές ώριμες γυναίκες έκαναν γιόγκα στην άμμο, ο μπάρμαν έπλενε τα ποτήρια, η σερβιτόρα διάβαζε Κούντερα και κάποιοι έβγαιναν βόλτα με τους σκύλους τους. Αναγκάστηκα να τραβήξω κατά Χώρα να πω καμιά κουβέντα στο καφενείο με τους παππούδες.

Επέστρεψα όταν πλέον είχε μεσημεριάσει. Η παραλία έσφυζε από κόσμο. Προσέγγισα μια παρέα νεαρών με τους σκύλους τους που φαίνονταν (οι νεαροί) αρκετά απασχολημένοι με την κουβέντα τους. Η συζήτηση κινούνταν γύρω από τις ενέργειες του σώματος, τα τσάκρα και το ρέικι. Λόγω άγνοιας του αντικειμένου δεν μπόρεσα να συμμετάσχω επαρκώς, κατάφερα, ωστόσο, να μάθω αρκετά καινούρια πράγματα, όπως ότι έχουμε επτά ενεργειακά κέντρα στο σώμα, από το Δόξα Πατρί μέχρι κάτω στα γεννητικά μας. Εγώ μέχρι τότε ένα ενεργειακό κέντρο ήξερα που παράγει φυσικό αέριο, αλλά αν το έλεγα, θα με απέλαυναν από το νησί. Όταν η κουβέντα έφτασε στον Καστανέδα, βούτηξα στη θάλασσα.

Η αλήθεια είναι ότι ζήλεψα όλη αυτήν την ανεμελιά των νεαρών, γιατί εμένα, ακόμα και μέσα στην απεραντοσύνη του αρχιπελάγους, με έτρωγαν οι έγνοιες. Το ενοίκιο, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, τον καημένο το γείτονα που του έκοψαν το ίντερνετ και πρέπει να βρω να κλέψω σήμα από αλλού, το σκυλί του αδερφού μου που δε λέει να ζευγαρώσει και κινδυνεύει να μείνει χωρίς απογόνους. Το ζήτημα με το σκύλο είναι σοβαρό, γιατί η ράτσα του είναι σπάνια – έχει πολύ μεγάλα όρθια αυτιά και δεν ξέρω κι εγώ με τι ζώο ζευγάρωσε η μάνα του όταν την αφήναμε λυτή στα χωράφια. Βγήκα από τη θάλασσα μουλιασμένος και αναζήτησα μάταια την προηγούμενη παρέα και τους σκύλους της, που πρέπει να αποσύρθηκαν (η παρέα) στα κέντρα διαλογισμού τους.

Σε μια στιγμή σκέφτηκα να βγάλω τις ρακέτες για να προσελκύσω κόσμο. Στη θέα τους και μόνο όλη η εναλλακτική παραλία εξανέστη, κινήθηκε εναντίον μου και με έθεσε σε κατά μπιτς μπαρ περιορισμόν. Στην απορία μου για το σφάλμα που διέπραξα ο μπάρμαν μου εξήγησε ότι οι τελευταίοι που έπαιξαν ρακέτες στην παραλία ήταν κάτι τύποι με τσιγκελωτά μουστάκια και ολόσωμα μαγιό. Το νησί μάλιστα κηρύχθηκε με τη συνθήκη της Ικαρίας ελεύθερο ρακέτας. Λογικά πάντως λόγω άγνοιας θα την γλίτωνα φτηνά με μια απλή μήνυση στο ειδικό εναλλακτικό δικαστήριο.

Το τι είναι ένα ειδικό εναλλακτικό δικαστήριο μου το εξήγησε το όνειρο που είδα το ίδιο βράδυ. Ήμουν καθισμένος στο πτυσσόμενο σκαμνάκι του κατηγορουμένου, κάπου μέσα στα αρμυρίκια, και απέναντί μου έστεκαν οι εισαγγελείς με σαλβάρια και τους σκύλους τους. Στο μέσο τους δέσποζε ο δικαστής, επιβλητικός και βλοσυρός, ξαπλωμένος σε αιώρα και φορώντας περούκα με τζίβες. Αφού κατέθεσαν οι τσίτσιδοι μάρτυρες με τα παρεό, με κάλεσε ο δικαστής στην έδρα. Ορκίστηκα σε ένα βιβλίο του Κοέλιο και άρχισα την απολογία μου. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλαν φαινομενιστές συνήγοροι υπεράσπισης κουβαλώντας καρπούζια. Τα απίθωσαν σε μια γούρνα στην άμμο και ξεκίνησαν την αγόρευσή τους.

Η υπεράσπισή μου εξάντλησε όλα τα νομικά μέσα ώστε να πείσει τη δικαιοσύνη ότι οι ρακέτες δεν υφίστανται ως ύπαρξη, μονάχα ως φαινόμενα, πράγμα που επιτάσσει την αναγνώριση της συνειδησιακής εμπειρίας του πελάτη με ή χωρίς τα μπαλάκια. Οι εναλλακτικοί κατήγοροι, αφού τάισαν τους σκύλους τους, αντεπιτέθησαν ισχυριζόμενοι ότι το σύνολο των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου έχει προσληφθεί κυρίως μέσα από εμπειρικές και λογικές διεργασίες, έφεραν δε ως παράδειγμα την περίπτωση που ζουλάς δύο στήθη. Οι φαινομενιστές απάντησαν πως τα στήθη και το ζούληγμά τους θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως υποκειμενικό φαινόμενο, διότι η αίσθηση της φαντασίωσης συχνά είναι ισχυρότερη από εκείνη της πραγματικότητας. Κάπου εκεί οι ένορκοι βαρέθηκαν και αποσύρθηκαν να καπνίσουν κάτι πολύ κακό, με το οποίο θολώνεις, αποχαυνώνεσαι, αποκοιμίζεις τη λογική, κονταίνεις, βγάζεις τρίχες στα χέρια κλπ.

Με τη λήξη της ακροαματικής διαδικασίας δικαστής και εισαγγελείς αποσύρθηκαν για σύσκεψη και για καμιά τζούρα από εκείνο το κακό πράγμα, με το οποίο χαζεύεις, βγάζεις τρίχες στη μύτη κλπ. Εν συνεχεία τους πήρε ο ύπνος. Οι συνήγοροι από τη μεριά τους έβγαλαν τα καρπούζια από τη γούρνα, τα έκοψαν φέτες και τα μοίρασαν στο ακροατήριο. Έπειτα έβγαλαν χασαπόχαρτα για να στρίψουν κάτι πολύ κακό, με το οποίο αποβλακώνεσαι, παθαίνεις διανοητική κατάπτωση, βγάζεις ραδίκια στον πισινό κλπ., ντουμάνιασε ο τόπος, ξεπρόβαλε ο νωματάρχης με κορμάκι μπαλέτου και μετά έγιναν διάφορα πράγματα που δε συνάδουν με το είδος και το ύφος του παρόντος κειμένου.