Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Από τη μία άκρη της πόλης σε κάποια άλλη

Ψίθυροι και κραυγαλέες εικόνες, ακριβά και φτηνά στιγμιότυπα, στιγμές μεγαλείου στο Μετρό και μικρότητες στις εκκλησίες...

Όχι ότι έλειψε ποτέ το αθάνατο ελληνικό ταπεράκι με τον κεφτέ και την πατικωμένη τηγανιτή πατάτα από την παραλία, αλλά (εννοείται ότι) φέτος «ξεθάφτηκαν» με περισσότερη νοσταλγία από κάθε άλλο καλοκαίρι φορητά ψυγειάκια, καθισματάκια, ξαπλώστρες, σέικερ, παγωνιέρες, διαφημιστικές ομπρέλες και όλη η προίκα Ταπεργουέαρ της μαμάς.

Χάσαμε και τον τύπο που τόσα καλοκαίρια, από το χρυσό ’90 και μετά, γκάριζε στο τηλέφωνο σε έξαλλη κατάσταση «πούλα – πούλα!» και η χρυσή καδένα τσουρούφλιζε το τριχωτό του στέρνο και η κυρία με την ποικιλία σε μονοκίνι Ρομπέρτο σάμθινγκ και εξτένσιονς, φέτος μοιάζει πιο μελαγχολική από ποτέ, η σαγιονάρα (της) δεν ταιριάζει με τον λοιπό εξοπλισμό θαλάσσης, άσε που θυμήθηκε και το πάνω μέρος του μαγιώ της, ποιός ξέρει γιατί...

Φυσικά κι υπάρχουν ακόμη παραλίες καλιφορνέζικης λογικής (αυτές που ξέρουν καλά οι ρεπόρτερ του Σταρ), με «υπέροχα κορμιά – υπέροχα μαγιώ – Μύκονοοοος», αλλά τόσα χρόνια μετά, αυθόρμητο «πηδάει» το ερώτημα, πού στα τσακίδια είναι αυτοί οι παράδεισοι από τους οποίους απουσιάζει κάθε ίχνος κυτταρίτιδας, ανθρώπινης κόπωσης και μαμάς Γιαννάκη (Κωστάκη, Γιωργάκη που «όχι στα βαθιά, παιδί μου!»).

Και μετά διαπιστώνεις πόσο ρηχά κολυμπάς εσύ, πόσο δίπλα σου είναι η «άλλη πόρτα», μια πόρτα σαν κι αυτή της ντουλάπας που είχε το κοριτσάκι στη "Νάρνια".

Φεύγεις από τη Βουλιαγμένη, εκεί που έφτασες για να ρίξεις την φθηνή σου βουτιά και αν ο καύσωνας και τα ΜΜΜ στο επιτρέψουν, σε 45 λεπτά, μία ώρα το πολύ, είσαι Σύνταγμα. Βγαίνεις από την πλευρά της «Μεγάλης Βρετάνιας» κι ανεβαίνεις Κολωνάκι. Όσο περπατάς, έχεις την αίσθηση ότι σταδιακά εισέρχεσαι στο «κάπου αλλού», μιας «άλλης χώρας», όχι στην Ελλάδα της κρίσης του 2012.

Αυτό στο υπενθυμίζουν, για την ώρα, μόνο τα κλειστά λουλουδάδικα κοντά στη Βουλή συν το ότι στα περισσότερα στενάκια που οδηγούν στο Κολωνάκι, υπάρχουν επαίτες. Έξω από ισχυρά brands ενδυμάτων και υποδυμάτων, ειδικώς.

Φτάνοντας στη Μηλιώνη, έχεις ήδη κλείσει πίσω την πόρτα της "Νάρνια". Άλλος κόσμος (εξακολουθητικώς), υπάρχουν ακόμη σακούλες στα χέρια, χαμόγελα και καλημέρες. Τρεις υπέροχες 30άρες μπροστά (μου): η μία με μαρινιέρα, η άλλη σε γκρέτσιαν στυλ και η τρίτη αγαπάει τη Σανέλ και δεν το κρύβει, απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.

«...Ναι, το ‘μαθα και πολύ στενοχωρήθηκα, βάζουνε, λέει, κλιματισμό μόνο το βράδυ κι αυτό για το μπαμπά της που έχει άνια (σ.σ.: με ελαφρά αηδία στο πρόσωπο, λες κι η άνια είναι κάτι που λερώνει), μα είναι δυνατόν;», συζητούν με ύφος ανάλαφρο στην καρδιά του καύσωνα, «είναι έτος Μέριλιν φέτος ή έτος Μπριζίτ Μπαρντό; Δεν θυμάμαι!», φιλιούνται σταυρωτά και χωρίζουν, με τα ponytails να αρμενίζουν χαρούμενα.

Ο συνάδελφος φτάνει με καθυστέρηση κάθιδρος και λασπωμένος, δεν αντέχει, λέει, μόνο με τους ανεμιστήρες της Μηλιώνη, σχεδόν σε σέρνει στον «πολιτισμό», όπως τσιρίζει, σε κάποιο από τα εστιατόρια των λουξ ξενοδοχείων του Συντάγματος.

Περνώντας σε fast forward Κουμπάρη – Κανάρη – Σκουφά – Πινδάρου, προλαβαίνεις να μετρήσεις (πολλά) κλειστά καταστήματα. Δεν είναι τελικά τόσο γερή η πόρτα της «Νάρνια», άφησε να μπει κι εδώ η κρίση. Φτάνετε, μπαίνετε, η μαυροντυμένη υπάλληλος σας υποδέχεται σα να κατέφθασε ο Κάρολος της Αγγλίας, ακουμπάει τα μενού στα λουικένζ τραπεζάκια με ευλάβεια που αρμόζει σε δισκοπότηρο.

Το πιο φθηνό πράγμα που υπάρχει εδώ μέσα είναι τα «καλαθάκια αρτοποιημάτων» (sic), μόνο "14,00 ευρώ". Παραγγέλνετε δύο πράσινες σαλάτες, ένα μπουκάλι νερό και καταφθάνουν δύο πιάτα σούπας, χωρητικότητας – ωστόσο-  πιατακίου καφέ, με τρία πράσινα φύλλα, λίγη λόλα, λίγη ρόκα, αυτά. Ξέχωρα, έρχονται δύο πορτοκαλί πουγκάκια, δεμένα με κίτρινη κορδέλα (μέσα είναι το λεμόνι, αν σ’ αρέσουν τα πιο...ξινά), βουτυράκι, κριτσίνια, κρουασίνια, σκατουλίνια. Γι’ αυτά τα τρία πράγματα, ο λογαριασμός στο δερμάτινο θηκάκι γράφει 40 ευρώ...

Αποχώρηση από τη "Νάρνια", το Μετρό του Συντάγματος είναι η μαγική «πόρτα», λίγο πριν τα εκδοτήρια, μικρός χαμός. Έλεγχος εισιτηρίων από δύο κυρίες που στέλνουν τους «λαθρεπιβάτες» στα γραφεία του σταθμού για τα περαιτέρω. Δεν λένε πολλά, αλλά το υφος τους είναι λίγο αναπάντεχο, σε στυλ «ντρέπομαι για λογαριασμό σου, παλιοτζαμπατζή».

«Μη σου λέω παπαριές ότι το έχασα, δεν έχω εισιτήριο, δεν έχω ταυτότητα, πάνω μου κρατάω 7 ευρώ και είμαι και άνεργος – να και η κάρτα του ΟΑΕΔ! – αν νομίζεις ότι πρέπει να με τραβολογήσεις, τραβολόγα με», λέει στη μία κυρία, κοπελιά που συνελήφθη άνευ εισιτηρίου.

Η κυρία με τη στολή και το φρύδι – «περισπωμένη» κάνει ότι κοιτάζει αλλού, της δίνει ένα μπατσάκι στον ώμο και μέσα απ’ τα δόντια της λέει «φύγε και να προσέχεις άλλη φορά».

Πίσω στην Τρώων, στον δρόμο με τα πανό του ΚΚΕ και τα μικρά φιλικά μεζεδοπωλεία, νεαρόκοσμος με indie look, μετράει τα ψιλά για μια μπύρα ακόμη, όλοι εδώ είναι γνωστοί από τον ΟΑΕΔ στην Καλλιθέα, κουβέντες και μαζώξεις περί συλλογικότητας και «κοινωνικών παντοπωλείων», διακοπές σε οργανωμένο κάμπινγκ ή χύμα και «άκου να δεις τι είπε ο παπάς της ενορίας: ότι φέτος έμεινε η εικόνα της Μεγαλόχαρης αστόλιστη, επειδή η εκκλησία δεν έχει μία. Ποιός; Η εκκλησία! Βρε ουστ!».

Κάποιος καταβρέχει με λάστιχο, νυχτολούλουδα και γιασεμιά από τον απέναντι θερινό κινηματογράφο μυρίζουν ακόμη, αλλά λίγοι μοιάζουν συγκεντρωμένοι στην υπόθεση της ταινίας, κάποιο μωρό κλαίει, κανείς δεν λέει «σουτ», αναψυκτικά με 0,80 λ., και μετά βόλτα μέχρι το Θησείο.

Είναι παράξενη η ζωή στην πόλη αυτό το καλοκαίρι. Αν την έκανες καρτποστάλ, θα τη χώριζες στα δύο: από εδώ ένα ασπρόμαυρο τοπίο με όσους κατάλαβαν κι από εκεί θάλασσες σαν σμαραγδί σιρόπια, πολύχρωμα τόπια και κοκοφοίνικες με όσους δεν κατάλαβαν ή δεν θέλουν να καταλάβουν (υπέροχα μακάριοι!).

Η Αθήνα από τη μία άκρη της σε μία άλλη, με συμπτώματα διπολικής διαταραχής και άρνησης, «όχι, δεν θ’ αφήσω να με βάλει κάτω η κρίση, ψάχνομαι για εξωτερικό» ή «όχι, δεν θα ζήσω όπως μου επιβάλλουν, θα βάλω την πιστωτική κάτω κι ας έρθουν να με μαζέψουν!», τα τσιμέντα καίνε, το φεγγάρι σαν πρησμένο παιδικό πρόσωπο και ένα περίεργο λαχάνιασμα. Όπως όταν ξέρεις ότι σε κυνηγάνε, αλλά δεν ξέρεις ποιος...