Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τα Εαρινά

Μνείες σε καινούργια βιβλία.

Τα Εαρινά

 

1. Ποίηση. Πολλά τα ποιητικά πονήματα αυτό τον καιρό. Ίσως το γλυκύ μας έαρ να ευνοεί τη λυρική έκφραση. Ξεχωρίζω τρεις βετεράνους, καίτοι πάντα νέους, ποιητές. Τον στοχαστικό, και κάτοχο ακριβού χιούμορ, Αντώνη Ζέρβα, τον πάντα ορμητικό κι ασθμαίνοντα Γιώργο Κακουλίδη, τον στιλπνό και συγκινητικό Γιώργο Βέη. Πολυσέλιδος ο Καυσοκαλύβης του Ζέρβα (εκδ. Νεφέλη), πολυτονικός, πολύπτυχος. Με βαθιά γνώση των στρωμάτων της ελληνικής γλώσσας, αυτού του ορυχείου. Με χωρατατζίδικη, καίτοι εμφορούμενη από την πίκρα της σοφίας, και από τη σοφία της πίκρας, ανατρεπτικότητα. Θέσφατα κατακρημνίζονται, λοιδορούνται, κατακερματίζονται από την πληθωρική πένα του Ζέρβα. «Μ' ανήμερα ήθη και μισάνθρωπη διάθεση,/ ήγουν, μετά φανών και λαμπάδων,/ θα ξεγελιέται καίγοντας καλύβια». Και: «Η υγεία δεν καταλαβαίνει γρυ,/ το ξέρω εκ πείρας./ Η αρρώστια δίνει φτερά, καμένα,/ κι αυτό εκ συμπαθείας». Και: «Μίλα σιγά μήπως τρομάξουν / κανείς δεν θέλει τη σπηλιά μας // Όλοι τους θέλουν να διαβούν / μια κουταλιά γλυκού στο στόμα».

Ο Κακουλίδης, μετρ της άγριας ασθματικής μπαλάντας, βογκάει, βρυχάται, βουίζει στη Μακάρια Πληγή (εκδ. Γαβριηλίδης), θαρρείς οι λέξεις του σπαρταράνε και σφαδάζουν για να βγει να ουρλιάξει το νόημα: «Πούλησα αίμα / στην ακτή της παιδικής ηλικίας / όπου τα μάταια αιώνια κύματα / προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν.// Πούλησα αίμα / στα πουλιά/ στις γυναίκες // στον προφήτη // Ζήτησα ακρόαση από το αηδόνι / το μόνο που γνωρίζει πως είμαι άνεμος».


Ο Βέης ξέρει να θυμάται τους φίλους του, ξέρει να τους τιμάει. Ξεχωρίζει στο βιβλίο του με τον λιτό τίτλο Βλέπω (εκδ. ύψιλον/βιβλία) το μεγάλο του ποίημα για τον μακαρίτη σημαντικό ποιητή Μάριο Μαρκίδη («Γράφοντας τελευταία φορά στον Μάριο Μαρκίδη») και ο ψύχραιμος σπαραγμός του για τον χαμό ενός άλλου φίλου, του Γιάννη Βαρβέρη: «ΕΝΘΥΜΙΟΝ/ "Το ποίημα, καλέ μου, πρέπει να λέει μια ιστορία,/ να έχει αρχή, μέση και φινάλε, έστω έναν υποτυπώδη μύθο,/ κάτι τέλος πάντων / που ν' αφήνει τη γεύση μιας αφήγησης",/ μου έλεγε συχνά τα τελευταία χρόνια ο Γιάννης Βαρβέρης./ Κι είχε δίκιο, όπως πάντα άλλωστε./ Μήπως το κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του / δεν είναι μια περιπέτεια στο διηνεκές;/ Μια παρατεταμένη σκιαμαχία με το ανείπωτο,/ ένα οδόφραγμα στη μιζέρια;».

2. Guns without roses. Σχετικά με το βιβλίο που συζητιέται τις τελευταίες ημέρες (Δημήτρης Κουφοντίνας, Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη, εκδ. Λιβάνης): ως προς το ύφος (style), συνδυάζει ό,τι χειρότερο συναντάμε σε κάθε κακογραφία που θέλει να περνιέται για λογοτεχνία (μελό στερεότυπα, συγκινησιακές κορόνες, συναισθηματικές επικλήσεις, εγώ-είμαι-τέκνο-της-ανάγκης-κι-ώριμο-τέκνο-της-οργής). Δείγμα γραφής: «Ποια ήταν η διαδρομή που με έφερε μέχρι εδώ; Ποιος άνεμος; Ποια συγκυρία, ποιο υπόγειο ιστορικό ρεύμα; Πότε έγινα αντάρτης; Ποια ακριβώς στιγμή; Έψαχνα την απάντηση. Κι ύστερα πάλι: Ποια ήταν η 17 Νοέμβρη; Πώς έγινε, γιατί έγινε, πώς αναδύθηκε στην Ελλάδα, τι εξέφραζε, ποια ανάγκη, ποιους πόθους, ποιες ελπίδες; Τώρα το πιτσιρίκι γυρνούσε την κατηφόρα, το ποδηλατάκι κυλούσε δίχως πετάλισμα. Γελούσε ευτυχισμένο, έλαμπε. Κι αυτός ο στριγκός ήχος, κανονικός, περιοδικός, σαν από τριζόνι, σαν από τζιτζίκι, σαν λυγμός, σαν τριγμός, σαν ρολόι ξεχαρβαλωμένο» (σ. 142). Ως προς τα ιδεολογικά, συνδυάζει ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να βγει από την ελληνική Αριστερά: παλικαρισμό, εμμονή στο λαϊκό που γίνεται «πλέρια λαϊκίστικο», όπως στην αδιανόητη φράση: «Στη μικρή μας χώρα, η οργάνωση (η 17Ν) αποτέλεσε ένα γερό αγκάθι μέσα στην μπότα του Σαμ, του γελαδάρη πιστολέρο». Ως προς την περιλάλητη από την εποχή του Μαρξ αντίθεση πόλης/χωριού, βιομηχανικού προλεταριάτου/αγροτιάς και πάει λέγοντας, συναντάμε στη σελίδα. 405 την πιο διαφωτιστική παράγραφο: «Η 17Ν ήταν πια ριζωμένη βαθιά στη λαϊκή ψυχή. Οι ενέργειές της μιλούσαν πλέον την παμπάλαια γλώσσα της αντίστασης, της απόδοσης λαϊκής δικαιοσύνης. Το λαϊκό ένστικτο τις αναγνώριζε, ξεχώριζε την οικεία φωνή που μιλούσε με την υγεία του αντίλαλου του βουνού, μέσα στις φωνές του κάμπου που ήξεραν μόνο να βαυκαλίζουν με το ύπουλο μουρμουρητό της υποταγής». Τέλος, ως προς τον τίτλο: αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να αποφευχθεί το copy-paste από 'κείνη την ταινία με τον Τομ Κρουζ: Born on the 4th of July!

radiobookspotting.blogspot.gr/