Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο καθηγητής φιλοσοφίας Σάιμον Κρίτσλεϊ φέρνει την αρχαία τραγωδία στο σήμερα

«Οι Αρχαίοι Έλληνες κρατούν απέναντί μας έναν καθρέφτη όπου μπορούμε να δούμε όλη την απόγνωση και τις αυταπάτες της ζωής μας καθώς και την τρομακτική ομορφιά και δύναμη της ύπαρξης» γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Η τραγωδία, Οι Έλληνες και εμείς» ο φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ, εξηγώντας γιατί οι αρχαίοι τραγικοί σήμερα είναι περισσότερο απαραίτητοι από ποτέ.

Ο καθηγητής φιλοσοφίας Σάιμον Κρίτσλεϊ φέρνει την αρχαία τραγωδία στο σήμερα

Από την πρώτη κιόλας στιγμή και την πρώτη σελίδα του βιβλίου του για τη σημασία των αρχαίων τραγικών, ο Σάιμον Κρίτσλεϊ, καθηγητής Φιλοσοφίας στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης, τακτικός αρθρογράφος των «New York Times» και μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Ωνάση, ξεκαθαρίζει πως η αρχαία τραγωδία είναι η ίδια μας η μοίρα: μας θυμίζει όλα όσα θέλουμε να ξεχνάμε, τον θάνατο, τον βαθύτατο εαυτό μας, τις αντιθέσεις μας, αλλά κυρίως το γεγονός ότι είμαστε αδιανόητα και αξεπέραστα αλληλεξαρτώμενοι.

«Τι πρέπει να κάνω;» μοιάζει να αναρωτιέται, σύμφωνα με τον Κρίτσλεϊ, κάθε τραγικός ήρωας, αποκαλύπτοντας την επιτελεστική δύναμη του ποιητικού έργου αλλά και τη «δυσκολία και την αβεβαιότητα μιας πράξης σε έναν κόσμο όπου και οι δύο πλευρές μοιάζουν να έχουν δίκιο. Αλλά, αν αυτό ισχύει, τότε ποιος είναι ο δικός μας ρόλος;» είναι το ερώτημα που διερευνά στο βιβλίο Η τραγωδία, οι Έλληνες και εμείς (Tragedy, the Greeks and us), το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη.

Στη συνάντησή μας στη Νέα Υόρκη, όπου και μας παρέδωσε το δοκίμιο του υπό έκδοση τόμου, ο δημοφιλής και στην Ελλάδα καθηγητή Φιλοσοφίας του New School δεν μπορούσε να μας κρύψει την αγωνία του για τη θέση που έχουν πια οι κλασικές σπουδές στην Αμερική του Τραμπ ή στην Ευρώπη της ανόδου της ακροδεξιάς.

Aκόμα κι ένας εραστής του καλού και της ιδέας του αγαθού, όπως ο Πλάτωνας, δεν ήταν παρά ένας ποιητής που αποφάσισε, στο όνομα της εκλογίκευσης και της δικαιοσύνης, να θάψει τους στίχους του και να εξορίσει τους ποιητές από την Πολιτεία του.

Και εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία του παρόντος τόμου: σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μελέτες, που ακόμα προσπαθούν να αποσαφηνίσουν το νόημα της εξορίας των ποιητών από την πλατωνική Πολιτεία ή την έννοια της αριστοτελικής μίμησης, ο Κρίτσλεϊ επανέρχεται σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα για να μας αποκαλύψει την αναφαίρετη ισχύ των αρχαίων λόγων σήμερα, όσο αμφίσημοι και ανοιχτοί κι αν είναι.

Ίσως, μάλιστα, να είναι ακριβώς αυτή η αμφισημία που καταδεικνύει τον αδυσώπητα μοντέρνο χαρακτήρα του αρχαίου τραγικού ποιητικού λόγου και τη δυνατότητά του να προσφέρει καίριες απαντήσεις στον πολύπλοκο και κάπως χαμένο άνθρωπο του 2019.


Σύμφωνα με τον Κρίτσλεϊ, η τραγωδία δεν είναι κατώτερη της φιλοσοφίας, όπως θα ήθελε ο Πλάτωνας, άλλα συνιστά την «ενεργοποίηση των πολλαπλών όψεων της εσωτερικής μας αποσταθεροποίησης. Και αυτό, δυνάμει, ενέχει έναν κάποιο ρεαλισμό, μια αντίθεση που βιώνουμε ανάμεσα στα ζωντανά πάθη, στο κυρίαρχο παρελθόν μας και στην κοινωνική, πολιτική και οικογενειακή μας κατάρτιση, καθώς και στην ανάγκη της εκλογίκευσης αλλά ταυτόχρονα και της ευθραυστότητας του λόγου, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις δυνάμεις αυτές».

Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τη φιλοσοφία που στοχεύει σε μία και μοναδική μεταφυσική αλήθεια, τουλάχιστον με τους πλατωνικούς όρους, η τραγωδία είναι πιο κοντά στη βιωμένη εμπειρία αλλά και στη θεωρητική ενατένιση που προκύπτει από αυτήν μέσω της αναπαραστατικής, δηλαδή της θεατρικής, πράξης.

Σε αυτό το τελευταίο στοιχείο επιμένει ιδιαίτερα ο Κρίτσλεϊ, θέλοντας να χτυπήσει την ιδεαλιστική γερμανική προσέγγιση και, συμφωνώντας σε μεγάλο βαθμό με τη νατουραλιστική εκδοχή του Αριστοτέλη, φτάνει να υιοθετεί απόλυτα τη χαϊντεγκεριανή οπτική για το αρχαίο τραγικό έργο, π.χ. την Αντιγόνη ως την «ουσία ενός ελληνικού Dasein».

Καθώς φαίνεται, η ύπαρξη είναι πανταχού παρούσα και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν όσο αδιανόητη, εκκωφαντική και «απολαυστικά δυσάρεστη», όπως επισημαίνει ο ίδιος, κι αν είναι. Δεν υποτάσσεται σε ένα απόλυτο Πνεύμα ούτε σε μια μονοσήμαντη αλήθεια που την υπερβαίνει και είναι εξίσου ανοιχτή σε προσεγγίσεις όσο η ίδια η ανθρώπινη ζωή.

«Το τραγικό αποκαλύπτει τις πληγές του πνεύματος που θα μείνουν για πάντα ανοιχτές» επισημαίνει ο συγγραφέας, συμφωνώντας στο σημείο αυτό με την ανάλυση του Χέγκελ στη Φαινομενολογία του, αλλά διαφωνώντας με την υποταγή στην κυριαρχία του Πνεύματος ή την εξελικτική του θεωρία περί προόδου.

Αντίστοιχα, πάλι, δεν καταλαβαίνει γιατί ο Μαρξ επέμενε να θεωρεί την αρχαία τραγωδία πρώτο στάδιο στην εξέλιξη της Ιστορίας, επιμένοντας σε μια άκρως αναχρονιστική εκδοχή, καταργώντας έτσι τον μοντέρνο και ασπαίροντα χαρακτήρα της.

Επίσης, δεν μπορεί να μη συμφωνήσει κανείς με τον Κρίτσλεϊ ότι δεν υπάρχει πιο ζωντανό και μοντέρνο έργο από τη Μήδεια του Ευριπίδη, που όχι μόνο δεν υποτάσσεται στην αρχή της κάθαρσης που θα ήθελε ο Αριστοτέλης αλλά στο τέλος απελευθερώνεται από τον δημιουργό της, ο οποίος την αφήνει να πετάξει με το άρμα της στους ουρανούς.

Εισάγοντας, βέβαια, κανείς μια τέτοια «τερατώδη» –και εδώ ο συγγραφέας ανατρέχει στην αρχαιοελληνική έκφανση του όρου– προσέγγιση και κατανοώντας τις άγνωστες ατραπούς στις οποίες εισέρχεται σε κρίσιμες ώρες, απελευθερώνοντας ό,τι πιο ανερμήνευτο και σκοτεινό, σημαίνει ότι αφήνεται γυμνός στο άγνωστο.

Ίσως, όμως, να πρέπει να διακινδυνεύσει αν θέλει να διεκδικήσει δυναμικά το δικαίωμα της ασφαλούς, άρα ανεξάντλητης ερμηνείας και αξιολόγησης των αντιθέσεων της ανθρώπινης φύσης.

Όσο κι αν ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι το καλό και το αγαθό δεν επιδέχεται διαβαθμίσεις, οι ετερόκλητες και αμφίρροπες δυνάμεις της ανθρώπινης πράξης πρόσταζαν το αντίθετο – βλέπε Ευριπίδη αλλά και Θουκυδίδη.

Άλλωστε, ακόμα κι ένας εραστής του καλού και της ιδέας του αγαθού, όπως ο Πλάτωνας, δεν ήταν παρά ένας ποιητής που αποφάσισε, στο όνομα της εκλογίκευσης και της δικαιοσύνης, να θάψει τους στίχους του και να εξορίσει τους ποιητές από την Πολιτεία του.

Ο Κρίτσλεϊ εξηγεί αναλυτικά γιατί, παραπέμποντας ταυτόχρονα στη μεταφορική διάσταση των μύθων στους οποίους καταφεύγει ο Σωκράτης αλλά και στην ισχύ των δισσών λόγων που, όσο κι αν τους μέμφεται, είναι ολοφάνεροι στη μεθοδολογία του.

Επίσης, σε ένα από τα πιο όμορφα κεφάλαια του βιβλίου («Δεν έχω τίποτα να πω και το λέω») δεν ξεχνάει να θυμίσει πως η παραδοξολογία των σοφιστών και ο φαινομενικός σχετικισμός του Γοργία, τους οποίους πολεμάει ο σωκρατικός Πλάτων, έχουν την πηγή τους στην αναφαίρετη δύναμη της ερμηνείας και της γλώσσας.

Η «λογολογία», όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Κρίτσλεϊ, «δεν είναι ένα είδος νέας υπερ-οντολογίας αλλά ανατροπής ή ακόμα και ακύρωσης της ίδιας της γλώσσας που δεν συμβαίνει εξαιτίας ενός συνειδητοποιημένου και δυναστικού κυνισμού αλλά λόγω της έλλειψης και ανικανότητας ορισμού ενός συνεπέστερου σκεπτικισμού». Η αναλογία εύλογα φέρνει στον νου τις πιο αντιφατικές εκλάμψεις του Μπέκετ αλλά και τα αντιθετικά παιχνίδια του σύγχρονου θεάτρου μετά τον Σαίξπηρ.

«Η γλώσσα δηλώνει ταυτόχρονα την αδυναμία επικοινωνίας αλλά και την απόλυτη αποτελεσματικότητά της» τονίζει με ενάργεια ο συγγραφέας. «Πάρτε για παράδειγμα τον λόγο της Κασσάνδρας στον Αγαμέμνονα όταν βλέπει ξεκάθαρα την αλήθεια, αλλά δεν μπορεί να κάνει κανέναν να την πιστέψει. Εν προκειμένω, διαφαίνεται ένα διαρκές επιτελεστικό κενό ανάμεσα στην πειθώ και στην αλήθεια».

Σε αυτό ακριβώς το κενό στήνει ο Σάιμον Κρίτσλεϊ το βιβλίο του, παρασύροντάς μας στη δίνη των ανεξάντλητων προσεγγίσεων, τονίζοντας πως, όπως και οι Αρχαίοι, είμαστε όλοι ριγμένοι στο αρχιπέλαγος της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας, διατηρούμε ωστόσο ζωντανό το δικαίωμα του να θέλουμε στο σχέδιό μας συνενόχους τη σκέψη, την πόλη ή ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Αυτή ίσως να είναι η μία και οριστική ελπίδα μας και η δυνατότητα εξανθρωπισμού που μας προσφέρει ο αντιφατικός και γι' αυτό τόσο γοητευτικός λόγος των αρχαίων τραγικών.

Το βιβλίο κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Pantheon Books, New York και στα ελληνικά έρχεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Πατάκη.