Δύσκολο να είσαι η απόλυτη διάνοια, να περιφέρεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους με καθημερινή ζωή, να πρέπει να αναπνέεις τον προβλέψιμο αέρα των άλλων, να ανταποκρίνεσαι στους κανόνες που έχει επιβάλει το θέατρο της κανονικότητας. Με λίγα λόγια, μοιάζει σχεδόν αδύνατον να είσαι με σάρκα και οστά ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, μια ευφυΐα που μεγάλωσε έχοντας ως εμμονή τα φιλοσοφικά παράδοξα και το τένις και δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στις μεγάλες προσδοκίες που προκάλεσε από νωρίς στους γύρω του ο ίδιος του ο εαυτός. Εννοείται ότι αποφοίτησε με άριστα από το πανεπιστήμιο, έγινε γρήγορα δημοφιλής και περιλάλητος καθηγητής Φιλοσοφίας, ενώ η επιτυχία του περίφημου Infinite Jest τον έφερε στην πρώτη γραμμή της μυθιστορηματικής τάξης. Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος επέμενε πως το μόνο που τον βοήθησε να επιβιώσει, εκτός από τα βιβλία και τα φάρμακα, ήταν οι ρόλοι. Εξωφρενικά καταιγιστικός στις περιγραφές του (μέσα από τις συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα για τις εμμονές της Αμερικής αλλά και τα πιο δημοσιογραφικά του κείμενα για τις προεκλογικές εκστρατείες και τη βιομηχανία του πορνό), κατάφερε να επιβληθεί από νωρίς στη λογοτεχνική μετα-Αμερική.
Άλλοτε κλαις με τη μοναξιά των ηρώων, που είναι ανίκανοι ουσιαστικά όχι μόνο να επικοινωνήσουν αλλά και να αγαπήσουν, και άλλοτε γελάς, αφού «τα πράγματα είναι πελώρια και γκροτέσκα και αηδιαστικά».
Ομως, προτού καν προλάβει να φτάσει στα άκρα τα κείμενα για την ακηδία της χώρας του και όλο το ψευδεπίγραφα συγκροτημένο σύστημα με τον τελευταίο, Χλωμό Βασιλιά του, αυτοκτόνησε μια μέρα του Σεπτέμβρη, προτού καν κλείσει τα 48, αφήνοντας την εικαστικό χήρα του να χειριστεί το παρανάλωμα ενός πρόωρα στημένου μύθου. Έκτοτε, θεωρείται ο απόλυτος ροκ σταρ: ένας Τζέιμς Ντιν, που δεν ένιωσε όμως ποτέ άνετα σε ένα ανοικονόμητο σώμα, ούτε καν στην μπαντάνα που είχε μονίμως τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι του. Εννοείται ότι η μορφή του πρωταγωνίστησε, μετά τον θάνατό του, σχεδόν παντού: από επεισόδιο των Σίμπσονς έως και σε κούπες, λογοτεχνικά αφιερώματα, επιστημονικά συνέδρια – έγινε και εγχειρίδιο φιλοσοφικής κατήχησης. Παραδόξως, όλα ήταν καλοστημένα και γνώρισαν ανέλπιστη επιτυχία, ακόμα και η ταινία The end of the tour του Τζέιμς Πόνσολντ, βασισμένη στο βιβλίο του Ντέιβιντ Λίπσκι, Although of course you end up becoming yourself, το οποίο εμπνεύστηκε από μια σειρά συνεντεύξεων που έκανε με τον Γουάλας ο συγγραφέας και δημοσιογράφος. Όχι τυχαία, οι ομότεχνοί του φρόντισαν επίσης να αποτυπώσουν στις σελίδες τους το πέρασμά του: ο Λέναρντ Μπάνκχεντ στο Σενάριο Γάμου του Ευγενίδη θυμίζει εντελώς Γουάλας, όπως και ο Ρίτσαρντ Κατζ στην «Ελευθερία» του Φράνζεν, που περιφέρεται στο πανεπιστημιακό κάμπους με την μπαντάνα, υπερβολικά φιλόδοξος και γοητευτικά επαρκής. Πολυσυζητημένο είναι και το κείμενο που έγραψε ο Φράνζεν για την παράδοξη φιλία που τον έδενε με τον γοητευτικό του «αντίπαλο». Ωστόσο, αυτό που δεν αποτύπωσαν οι επιχρυσωμένες αναφορές είναι η αδιανόητη ανάγκη του Γουάλας να εκφράσει με λέξεις την αδυναμία επικοινωνίας σε ένα ντεριντιανό, σύμπαν όπου τα μηνύματα είναι διαρκή. Αλλά και μια αγωνία του να χωρέσουν όλα αυτά σε έναν τρόπο έκφρασης, που, αν και φιλόσοφος, τον βρήκε στη λογοτεχνία. Άσκοπο ίσως, αφού η κατάθλιψη τελικά τον νίκησε, αλλά θαρρώ ότι πέθανε επειδή δεν κατάφερε να ενσαρκωθεί να κατοικήσει μέσα στις λέξεις. Σάμπως το πιθάρι χρυσού που ήταν τελικά ο ίδιος να το έψαχνε μόνο διακειμενικά. Μαζί με τις λέξεις πέθανε και στο εσωτερικό τους ανέπνεε, φροντίζοντας να αφήσει, αντί για οριστικό σημείωμα, μια αναμμένη λάμπα που φώτιζε το τελευταίο του πόνημα.
Και κάπως έτσι είναι. «Το να αφηγείσαι είναι το να ζεις» λέει η ίδια η Λινόρ στον ψυχίατρό, αφού το ασυνείδητο μοιάζει με τη θρυλική έρημο Οχάιο στην άκρη του Κλίβελαντ, ενώ τα όνειρα γίνονται εμμονές, ακόμα και παραδοξότητες ποτισμένες με καντάρια καφκικού χιούμορ (νομίζω ότι ο Γουάλας είναι ο μόνος που κατάλαβε σε βάθος τον Κάφκα). Άλλοτε κλαις με τη μοναξιά των ηρώων, που είναι ανίκανοι ουσιαστικά όχι μόνο να επικοινωνήσουν αλλά και να αγαπήσουν, και άλλοτε γελάς, αφού «τα πράγματα είναι πελώρια και γκροτέσκα και αηδιαστικά». Τίποτα δεν υπάρχει έξω από τη λειτουργία κάποιου πράγματος και «τη χρήση των πραγμάτων που ονοματίζονται», διαμορφώνοντας εν τέλει το σύστημα (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που παρατίθεται στο βιβλίο με τη σκούπα που αποτελεί έμπνευση για τον τίτλο). Ιστορίες εντοπισμένες σε ένα περιβάλλον χαοτικό, αλλά ποτέ σκοτεινό, όπου οι αποσπασματικοί και διαλυμένοι εσωτερικά άνθρωποι ακτινοβολούν εκθαμβωτικά ως λογοτεχνικοί χαρακτήρες, διαμορφώνοντας μια εστία πολυπρισματικού αφηγηματικού φωτός που εκτινάσσει χρυσά βέλη στο φασματικό σύμπαν. Τρυφερός ο τρόπος που προσέγγισε μεταφραστικά το πιο ανθρωπινότερο από τους ανθρώπους σύστημα του Γουάλας ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκεί όπου η συγγραφική και υπαρξιακή αγωνία δεν είναι πόζα αλλά πραγματική ενατένιση ενός συγγραφέα που βίωσε –και όχι μόνο χρησιμοποίησε– τις λέξεις. Τα υπόλοιπα είναι απλώς σιωπή, όπως θα έλεγε ο θεόρατος Βίτγκενσταϊν, ένας αφανής κόσμος όπου ο Γουάλας θα δρασκελίζει τα ηλιόλουστα, γεμάτα λέξεις χωράφια, αβρός στο βλέμμα και επιθετικός στην έκφραση. Πρόλαβε, ωστόσο, να αφήσει πίσω του τις λέξεις και υπάρχουν πολλοί λόγοι να τις ακολουθήσουμε.