Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Juan Villoro: «Η Ελλάδα γέννησε τη δημοκρατία, αλλά σήμερα είναι μια ανεύθυνη χώρα, αναξιόπιστη στους ξένους»

Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ισπανόφωνους συγγραφείς σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία δύο βιβλίων του στα ελληνικά.

Juan Villoro: «Η Ελλάδα γέννησε τη δημοκρατία, αλλά σήμερα είναι μια ανεύθυνη χώρα, αναξιόπιστη στους ξένους»

Ο Juan Villoro θεωρείται σπουδαίος στην πατρίδα του, το Μεξικό. Πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος, έχει διδάξει μέχρι και στο Γέιλ για ένα χρονικό διάστημα και έχει ζήσει ως πολιτιστικός ακόλουθος της πρεσβείας του Μεξικού στο Βερολίνο για αρκετά χρόνια. Δεν είναι τυχαίο που τον αναγνωρίζουν ως έναν από τους σημαντικότερος σύγχρονους ισπανόφωνους συγγραφείς στο εξωτερικό. Αρθρογραφεί από μικρή ηλικία και γράφει σχεδόν για τα πάντα, από το ποδόσφαιρο και την πολιτική μέχρι τη μουσική και τον κινηματογράφο.

Το μόνο είδος που δεν μπορεί να αγγίξει, όπως δηλώνει, είναι η ποίηση. Είναι σαν απωθημένο γι' αυτόν, και το αναφέρει συνέχεια κατά τη διάρκεια της ομιλίας του αλλά και αργότερα, όταν τον συναντώ στο λόμπι ενός κεντρικού αθηναϊκού ξενοδοχείου.

«Θαυμάζω πολύ την ποίηση. Μάλιστα, έχω διαβάσει πολλή ελληνική ποίηση, Σεφέρη, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη. Όλοι ήταν σημαντικοί για τη γενιά μου. Έχω γράψει κατά καιρούς για ποιητές, αλλά είμαι ανίκανος να γράψω ποίηση, έτσι ασχολούμαι με οτιδήποτε αφορά την πρόζα. Και αυτό το κάνω για να αποφύγω την επανάληψη, επειδή ενθουσιάζομαι και βαριέμαι πολύ εύκολα» λέει.

Φέτος μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα δύο βιβλία του στην Ελλάδα: ο «Ύφαλος» από τις εκδόσεις Φιλύρα και οι «Ένοχοι» από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Ο ίδιος επισκέφτηκε την Αθήνα πρόσφατα για να παρευρεθεί στο 9ο Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις).

Οι ήρωες του Villoro είναι συνήθως άντρες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης που αναζητούν τη θέση τους σε ένα σκληρό και παράλογο περιβάλλον. Οι ιστορίες του, που διαδραματίζονται στο Μεξικό, διακρίνονται από μια μεταμοντέρνα ματιά και είναι γεμάτες ειρωνεία και μαύρο χιούμορ. Σε μία από τις πιο γαργαλιστικές από αυτές που περιλαμβάνονται στους «Ενόχους» –σε εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου–, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος πάει εκεί, θέλοντας να καλύψει «τρομερά» πράγματα, επειδή θεωρεί ότι η κανονική ζωή δεν μπορεί να του δώσει κάποιο ενδιαφέρον θέμα, και απογοητεύεται. Κάποιοι ντόπιοι φίλοι του στήνουν μια κατάσταση γι' αυτόν, έτσι ώστε να βρει κάτι παράξενο για να γράψει, αν και τίποτα δεν είναι αληθινό. Είναι όλα ένα θέατρο. Με αυτό τον τρόπο ο Villorο βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τις προσδοκίες που έχουν οι τουρίστες από το Μεξικό και τους Μεξικανούς αλλά και το αντίθετο.

Η Ελλάδα μπορεί να γέννησε τη δημοκρατία, την τραγωδία και πολλά άλλα σημαντικά, αλλά κάποια στιγμή ξεχάστηκαν και σήμερα είναι μια ανεύθυνη χώρα και κατά συνέπεια φαίνεται αναξιόπιστη στους ξένους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και μ' εμάς.

«Δύο χρόνια πριν, ο Σάμιουελ Κάτζενμπεργκ είχε έρθει για να κάνει το νιοστό ρεπορτάζ για τη Φρίντα Κάλο. Κάποιος του είπε πως εγώ ήμουν σεναριογράφος "σκληρών" ντοκιμαντέρ και με πλήρωσε για να τον συνοδεύσω σε μια πόλη που έκρινε πως ήταν μυθική. Ο Κάτζενμπεργκ είχε διαβάσει πολύ σχετικά με την καθηλωτική μεξικάνικη ζωγραφική. Ήξερε περισσότερα από μένα για τις τοιχογραφίες με τα καλαμπόκια των οκτώ τετραγωνικών μέτρων, το Μουσείο της Επανάστασης, την απόπειρα εναντίον του Τρότσκι και το διακριτικό ρομάντζο της Φρίντα με τον Σοβιετικό προφήτη στην εξορία του στο Κογιακάν. Με διδακτικό τόνο στη φωνή μού αποκάλυψε πόσο σημαντική ήταν η "πληγή" ως φυλομεταβατική έννοια: η παράλυτη ζωγράφος ήταν σέξι με έναν τρόπο "πολύ μεταμοντέρνο, πέρα από τον ορισμό του φύλου". Λογικά, η Μαντόνα τη θαύμαζε χωρίς να την καταλαβαίνει.

»Για να προετοιμάσει εκείνο το πρώτο ταξίδι, ο Κάτζενμπεργκ πήρε συνεντεύξεις από καθηγητές Πολιτισμικών Σπουδών του Μπράουν, του Πρίστον και του Ντιουκ. Είχε κάνει το καθήκον του. Το επόμενο βήμα ήταν να αποκτήσει τέτοια επαφή με την πραγματική χώρα της Φρίντα, που να κάνει πάταγο. Με προσέλαβε για να γίνω η επαφή του με τη γνησιότητα. Ζορίστηκα, όμως, να ικανοποιήσω την απαίτησή του για αυθεντικότητα. Αυτά που του έδειχνα εγώ τα θεωρούσε είτε ένα πολύχρωμο συνονθύλευμα για τουρίστες είτε κάτι τρομακτικό που του έλειπε το φολκλόρ. Εκείνος επιθυμούσε μια πραγματικότητα σαν τις ελαιογραφίες της Φρίντα: τρομακτική, αλλά απαράμιλλη. Δεν καταλάβαινε πως τις ξακουστές ντόπιες ενδυμασίες της ζωγράφου μπορούσες πια να τις βρεις μονάχα στον δεύτερο όροφο του Ανθρωπολογικού Μουσείου ή σε απόμακρα αγροκτήματα, όπου ποτέ δεν υπήρξαν τόσο πολυτελείς ούτε τόσο ωραία κεντημένες. Δεν καταλάβαινε, επίσης, πως οι σημερινές Μεξικανές αποτριχώνουν το ταπεινό μουστάκι που κατά τη γνώμη του μεταμόρφωνε τη Φ.Κ. (ο Κάτζενμπεργκ λατρεύει τις συντομογραφίες) σε αμφιφυλόφιλο είδωλο».

Ο κόσμος πιστεύει ότι αν είσαι από αυτήν τη χώρα, πρέπει να είσαι «κάπως». Βέβαια, υπάρχουν ορισμένοι αναγνώστες, ιδιαίτερα οι ξένοι, που θα ήθελαν να βρουν στα βιβλία μου ένα πιο τοπικό χρώμα σε σχέση με το Μεξικό. Όχι ότι δεν μιλάω γι' αυτά τα ζητήματα, απλώς προσπαθώ περισσότερο να τα κατανοήσω. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Η ματιά του Villoro είναι σαρωτική και δείχνει ένα άλλο Μεξικό που παλεύει να αποποιηθεί τη βίαιη και εξωτική εικόνα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από τις ειδήσεις και χαρακτηρίζεται από τον δυτικό τρόπο ζωής και μια νέα μορφή αποικιοκρατίας. Η θεματική αυτή είναι ακόμη πιο έντονη στον «Ύφαλο», που πραγματεύεται τη ζωή σε ένα τοπικό ξενοδοχείο βρετανικής ιδιοκτησίας και προσφέρει σε τουρίστες βίαιες εμπειρίες για να ξεφύγουν από τη μουντή καθημερινότητά τους.

«Ήθελα να κάνω ένα καυστικό σχόλιο για τη βίαιη κατάσταση που επικρατεί στο Μεξικό και που μπορεί να φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και ελκυστική σε ανθρώπους που το επισκέπτονται. Επιλέγουν να πάνε στον τρίτο κόσμο με σκοπό να πετύχουν ενθουσιασμούς και συγκινήσεις που δεν συναντούν στις χώρες τους».

— Αυτά δεν είναι στερεότυπα που δημιουργούνται στη Δύση σχετικά με χώρες που δεν ανήκουν σε αυτήν;

Όλες οι χώρες έχουν στερεότυπα. Η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Ινδία, το Μεξικό, η Ελλάδα, όλες έχουν κάποια στερεότυπα. Ο κόσμος πιστεύει ότι αν είσαι από αυτήν τη χώρα, πρέπει να είσαι «κάπως». Βέβαια, υπάρχουν ορισμένοι αναγνώστες, ιδιαίτερα οι ξένοι, που θα ήθελαν να βρουν στα βιβλία μου ένα πιο τοπικό χρώμα σε σχέση με το Μεξικό. Όχι ότι δεν μιλάω γι' αυτά τα ζητήματα, απλώς προσπαθώ περισσότερο να τα κατανοήσω. Για παράδειγμα, στους «Ενόχους», η πρώτη ιστορία είναι για έναν μαριάτσι. Ο μαριάτσι είναι ένας τραγουδιστής παραδοσιακών τραγουδιών στο Μεξικό. Θεωρείται εθνικός ήρωας, επειδή ανήκει σε αυτήν τη φολκ παράδοση. Ο ήρωάς μου είναι πολύ διάσημος γι' αυτό που κάνει. Συμβολίζει κάτι πολύ συγκεκριμένο, αλλά προσωπικά περνάει μια κρίση ταυτότητας. Επομένως, είναι μια ιστορία γι' αυτή την αντίφαση. Αυτός ο χαρακτήρας νιώθει την πίεση ότι πρέπει να εκπροσωπήσει το μεξικανικό έθνος, ενώ την ίδια στιγμή δεν ξέρει καν ποιος είναι και στην προσωπική του ζωή όλα τού πάνε στραβά.

— Ποιο θεωρείτε, όμως, το επικρατέστερο στερεότυπο που υπάρχει για το Μεξικό;

Αυτό που λέγαμε πριν, ότι είναι μια βίαιη και ανεύθυνη, γραφική (φολκλορική) κοινωνία. Ανήκουμε όμως στον μοντέρνο κόσμο. Παρά τα άφθονα προβλήματα, το Μεξικό κρύβει μια πολύ δυνατή κουλτούρα. Καμιά φορά, τα πιο σοφιστικέ και πρωτοποριακά έργα τέχνης ή ρεύματα προέρχονται από μακρινά μέρη. Όταν είσαι σε ένα μακρινό μέρος, θέλεις να μάθεις τα πάντα για τον κόσμο και τις άλλες χώρες. Είναι φυσιολογικό για έναν Λατινοαμερικάνο συγγραφέα π.χ. να μιλάει πολλές γλώσσες. Το αντίθετο συμβαίνει αν ζεις π.χ. στη Νέα Υόρκη. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην πρωτεύουσα του κόσμου και ότι όλα θα έρθουν προς εσένα. Το να είσαι μακριά, έχει πλεονεκτήματα και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει με τη μεξικανική κουλτούρα. Έχουμε μια πολύ δυνατή παράδοση και την ίδια στιγμή είμαστε πολύ ανοιχτοί στο να μάθουμε πράγματα από άλλες χώρες.

Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό πράγμα, η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν συγγραφέα, είναι η χαρά του γραψίματος. Όλα τα υπόλοιπα έπονται.

— Τι στερεότυπα βλέπει στην Ελλάδα κάποιος που είναι από το Μεξικό;

Αυτό που παρεξηγούν οι περισσότεροι για την Ελλάδα είναι το γεγονός πως οτιδήποτε σημαντικό έχει γίνει ήδη πολλά χρόνια πριν. Πάνω-κάτω, το ίδιο συμβαίνει και με το Μεξικό, επειδή έχουμε παρελθόν λόγω των πυραμίδων, των Μάγιας και των Ατζέκων. Η Ελλάδα μπορεί να γέννησε τη δημοκρατία, την τραγωδία και πολλά άλλα σημαντικά, αλλά κάποια στιγμή ξεχάστηκαν και σήμερα είναι μια ανεύθυνη χώρα και κατά συνέπεια φαίνεται αναξιόπιστη στους ξένους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και μ' εμάς.

— Τι σας ώθησε να γίνεται συγγραφέας;

Διάβασα ένα βιβλίο όταν ήμουν 15 χρονών και με άγγιξε πολύ βαθιά. Το περίεργο ήταν ότι αφορούσε ένα παιδί που ήταν επίσης 15 χρονών και έμενε στην Πόλη του Μεξικού. Το είχε γράψει ένας Μεξικανός συγγραφέας, ο Jose Augustin, και ο τίτλος του ήταν «De Perfil». Ήταν η ιστορία κάποιου που με έναν παράδοξο τρόπο μού έμοιαζε αρκετά, ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ήταν σαν να αντικατόπτριζε όλους τους φόβους, όλες τις ψευδαισθήσεις, όλες τις ελπίδες που είχα. Για πρώτη φορά σκέφτηκα ότι ακόμη και κάποιος σαν κι εμένα μπορούσε να έχει πρόσβαση στη λογοτεχνία, σε ένα είδος που περισσότερο είχε να κάνει με τα μυστήρια της καθημερινής μου ζωής. Αμέσως αποφάσισα να γράψω. Δεν είχα ιδέα από γράψιμο ή λογοτεχνία γενικότερα, αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο με βοήθησε να βρω έναν τρόπο να κατανοήσω την περίεργη κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Κάπως έτσι ξεκίνησα.

Οι πιο δυνατοί εκδοτικοί οίκοι και οι εφημερίδες είναι στις ΗΠΑ, επομένως παγκοσμιοποιούμαστε, αλλά με έναν αμερικανικό τρόπο. Γι' αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις άλλες κουλτούρες. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία ενός βιβλίου ή ενός συγγραφέα που περνάει τα σύνορα της χώρας του;

Είναι καθαρά θέμα τύχης. Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό πράγμα, η μεγαλύτερη ανταμοιβή για έναν συγγραφέα, είναι η χαρά του γραψίματος. Όλα τα υπόλοιπα έπονται. Ήμουν πολύ καλός φίλος με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, που έγινε γνωστός μετά τον θάνατό του. Ζούσε στην Blanes, μια μικρή πόλη δίπλα στη Βαρκελώνη, και μου έστελνε μικρές ιστορίες που μου ζητούσε να πουλήσω σε μεξικανικά περιοδικά. Κανείς δεν ενδιαφερόταν να τις δημοσιεύσει. Ήταν καλές ιστορίες, αλλά τότε ακόμα δεν ήταν διάσημος. Τώρα όλοι σκοτώνονται για μια ιστορία του. Συμβαίνει αυτό, μία στο τόσο, όταν ένας συγγραφέας δεν αναγνωρίζεται για μια συγκεκριμένη περίοδο και μετά γίνεται διάσημος, ή το αντίστροφο: υπάρχουν συγγραφείς που ήταν εξαιρετικά διάσημοι πριν από 20-30 χρόνια και κανείς δεν τους θυμάται τώρα.

— Έχει να κάνει με τις τάσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς στη λογοτεχνία;

Σίγουρα. Πριν από μερικά χρόνια δεν ξέραμε τίποτα π.χ. για την Κίνα. Τώρα που έχει γίνει υπερδύναμη, οι Κινέζοι συγγραφείς έχουν αρχίσει να μεταφράζονται και να γίνονται γνωστοί. Πάρε για παράδειγμα αυτό που έγινε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όταν έγιναν γνωστοί συγγραφείς από την Ανατολική Ευρώπη. Λόγω κοινωνικών συνθηκών βγαίνουν στο φως άγνωστες φωνές, αλλά και λόγω της παγκοσμιοποίησης. Αυτό συμβαίνει, βέβαια, με έναν αποικιοκρατικό τρόπο. Έχουμε γίνει ένα παγκόσμιο χωριό με την Αμερική για πρωτεύουσα, και μιλάμε μια διεθνή γλώσσα που είναι τα αγγλικά. Οι πιο δυνατοί εκδοτικοί οίκοι και οι εφημερίδες είναι στις ΗΠΑ, επομένως παγκοσμιοποιούμαστε, αλλά με έναν αμερικανικό τρόπο. Γι' αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζεις άλλες κουλτούρες.

— Πόσο θα λέγατε ότι έχει επηρεάσει το έργο σας η αμερικανική κουλτούρα;

Η αμερικανική κουλτούρα νομίζω ότι επηρέασε έναν ολόκληρο κόσμο, αν σκεφτείς τις αμερικάνικες ταινίες, τη ροκ μουσική, το MTV και ένα σωρό άλλα. Σίγουρα έχουμε επηρεαστεί πολύ. Αυτή η χώρα είναι μια υπερδύναμη και ταυτόχρονα γείτονές μας, οπότε υπάρχει μια ένταση μεταξύ μας. Πριν από 150 χρόνια χάσαμε τα μισά μας εδάφη από την Αμερική. Η κουλτούρα τους είναι πολύ δυνατή και ταυτόχρονα επικριτική. Πάρε τη μουσική, για παράδειγμα, με τα μηνύματα του Bob Dylan, τους Doors και άλλα γκρουπ. Η γενιά μου μεγάλωσε με αυτά, αλλά είχαμε και υποκουλτούρες. Όσα γράφω έχουν επηρεαστεί ως έναν βαθμό από τους Αμερικανούς συγγραφείς που μπορούσαν να απεικονίσουν τον κόσμο των νέων, από μπιτ συγγραφείς σαν τον Τζακ Κέρουακ, που έγραψαν για το Μεξικό και ήταν πολύ σημαντικοί. Από την άλλη, υπάρχει μια ανταγωνιστική σχέση με τις ΗΠΑ, μια σχέση αγάπης-μίσους. Θαυμάζουμε αρκετές πλευρές της κουλτούρας τους και την ίδια στιγμή αισθανόμαστε να απειλούμαστε από αυτές, ειδικά τώρα, με τον Ντόναλντ Τραμπ.

— Πώς είναι η κατάσταση μετά την εκλογή του; Έχουν δυσκολέψει τα πράγματα;

Πάντα ήταν δύσκολα, επειδή υπάρχουν εκατομμύρια Μεξικανοί που δουλεύουν εκεί. Ορισμένοι δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω γιατί δεν υπάρχουν δουλειές. Επίσης, θα αυξηθούν οι φόροι σε διάφορα μεξικανικά προϊόντα και υπάρχει μεγάλος φόβος για το τι μπορεί να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Το πρόβλημα, όμως, είναι κυρίως δομικό. Ο Τραμπ είναι η χειρότερη πλευρά μιας παμπάλαιας ιστορίας. Για παράδειγμα, ο Μπαράκ Ομπάμα, που εμφανιζόταν ως ο πιο καλός, πιο ευγενικός και συνέχεια χαμογελαστός, απέλασε περισσότερους από 3 εκατομμύρια Μεξικανούς από τις ΗΠΑ, σημειώνοντας αριθμό-ρεκόρ. Κανένας Πρόεδρος δεν είχε απελάσει τόσο κόσμο μέχρι τότε. Από κάτι τέτοια βλέπεις ότι είναι ένα πρόβλημα που διαιωνίζεται, απλώς, κάθε φορά, σου λένε αυτό που τους συμφέρει. Αν έβγαινε η Χίλαρι Πρόεδρος, αρκετός κόσμος θα σκεφτόταν ότι οι Αμερικανοί έπραξαν λογικά, διάλεξαν τον πιο έξυπνο και υπεύθυνο χαρακτήρα. Ως έναν βαθμό, αυτό αληθεύει, αλλά ακόμη κι αν έβγαινε εκείνη Πρόεδρος, η κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών θα συνέχιζε να είναι χάλια. Υπάρχουν εκατομμύρια δουλειές στις ΗΠΑ στις οποίες μπορούν να απορροφηθούν οι Μεξικανοί: στις κουζίνες των εστιατορίων, στα νοσοκομεία, που χρειάζονται ανθρώπους να πλένουν και να φροντίζουν τους αρρώστους, στις καλλιέργειες φράουλας και στα αμπέλια, σε οικοδομές. Όλοι αυτοί όμως αναγκάζονται να περάσουν παράνομα τα σύνορα, επειδή δεν τους δίνουν άδειες. Αντί να νομιμοποιήσουν αυτή την κατάσταση, οι ΗΠΑ διάλεξαν την πιο ασύμφορη λύση. Αν ένας Μεξικανός επιλέξει να πάει εκεί, πρέπει να ρισκάρει τις ζωή του για να περάσει τα σύνορα και αν τα καταφέρει, αργότερα πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, επειδή δεν έχει χαρτιά και θα αναγκαστεί να δεχτεί χαμηλότερο μισθό. Η Αμερική επωφελείται από την κατάσταση. Όταν δεν χρειάζεται πια αυτούς τους εργάτες, τους απελαύνει και τους πετάει στο Μεξικό. Αυτό είναι απαίσιο και απάνθρωπο.

— Πιστεύετε ότι αυτά γίνονται λόγω ξενοφοβίας;

Έχει να κάνει πολύ με την ελληνική έννοια των «βαρβάρων», των ανθρώπων που δεν γνωρίζεις και φοβάσαι τις συνήθειές τους επειδή δεν είσαι συνηθισμένος σε αυτές. Έτσι, οι άλλοι είναι πάντοτε απειλή για σένα. Χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν χτίσει την ιδέα της δύναμής τους στην έννοια ενός «έξωθεν εχθρού». Αυτή είναι η βάση της εξωτερικής τους πολιτικής. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν οι ναζί, στον Ψυχρό Πόλεμο οι κομμουνιστές, μετά οι ισλαμιστές τρομοκράτες ή οι νονοί των ναρκωτικών και τώρα είναι οι Μεξικανοί και οι μουσουλμάνοι. Επομένως, έχουν αυτούς τους πλασματικούς και σε ορισμένες περιπτώσεις αληθινούς εχθρούς, αλλά πάντοτε από άλλες χώρες. Δεν είναι ποτέ εσωτερικοί και με αυτό τον τρόπο λειτουργεί η εξωτερική τους πολιτική. Τώρα είμαστε οι υποτιθέμενοι εχθροί των ΗΠΑ και δεν είναι αλήθεια αυτό, επειδή είμαστε σύμμαχοί τους και τους χρειαζόμαστε τόσο, όσο κι εκείνοι εμάς. Είναι παράλογο που αυτά τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν.

— Έχετε ξανάρθει στην Ελλάδα;

Ήμουν εδώ 5 χρόνια πριν για διακοπές με την οικογένειά μου. Όταν είχα έρθει εδώ, η κρίση μόλις είχε αρχίσει. Ήξερα ότι θα είναι δύσκολα τα πράγματα για την Ελλάδα. Η παγκοσμιοποίηση έχει να κάνει και με την αδικία –δεν μπορούν όλοι να δυτικοποιηθούν με τον ίδιο τρόπο. Πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ ενδιαφέρουσα ως έννοια, αλλά στην πράξη δεν βρίσκονται όλες οι χώρες στο ίδιο επίπεδο, δεν έχουν τα ίδια προνόμια. Κατά τη γνώμη μου, η Ευρώπη ζητάει πολλά από την Ελλάδα. Αν πιέζουν την Ελλάδα μόνο λόγω του χρέους, αυτό θα είναι καταστροφικό, επειδή είναι σαν να της ζητούν νοίκι για να παραμείνει στην ίδια της τη χώρα και κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να πετύχει. Είναι κάτι με το οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε στο Μεξικό, επειδή οφείλουμε ένα τεράστιο ποσό στις ΗΠΑ και ο ρόλος της είναι παρόμοιος με αυτόν της Γερμανίας.