ΑΡΚΕΙ ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΠΕΤΡΑ για να κινηθεί το σύμπαν, αυτή που ο Ευριπίδης αποκαλούσε «μαγνητική» και ο κόσμος «ηράκλεια», μια πέτρα που μεταδίδει μαγνητική δύναμη στα πράγματα και τους χαρίζει κίνηση. Πρόκειται για τον λόγο που κινούνται τα όντα, σύμφωνα με έναν από τους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Ίωνα, όταν ο φιλόσοφος ένιωθε ακόμα πάνω του ζεστή την ανάσα των ποιητών, των σοφιστών και αγαπούσε τις παραδοξότητες του Ηράκλειτου.
Αντίστοιχα, ο Κορτάσαρ, παίρνοντας δικαιωματικά την πέτρα που ξέρει ότι του κληροδότησε, αντί για τους πεσσούς, ο αγαπημένος του Ηράκλειτος, αποφασίζει να παίξει το δικό του κουτσό, «το παιχνίδι που παίζεται με μιαν αμάδα, που πρέπει να τη σπρώχνεις με τη μύτη του παπουτσιού. Υλικά: ένα πεζοδρόμιο, μια αμάδα, ένα παπούτσι κι ένα όμορφο σχεδιάγραμμα με κιμωλία, κατά προτίμηση ζωγραφιστή. Ψηλά είναι ο Ουρανός, χαμηλά η Γη, είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις με την αμάδα στον Ουρανό, σχεδόν πάντα κάνεις λάθος στον υπολογισμό και η αμάδα βγαίνει έξω απ' το σχεδιάγραμμα», αλλά, από την άλλη, αρκεί η επιδεξιότητα στην ισορροπία ανάμεσα στο τίποτα και τον Ουρανό, στην τυχαιότητα και τη μοίρα, για να ανακαλύψεις το δικό σου «κιμπούτς του πάθους», ένα «χάος τσέπης» ή ένα ολάκερο δίχτυ από λέξεις που ήξερε να στήνει σαν ιστό αράχνης ο Αργεντινός συγγραφέας, περιπλέκοντας κεφάλαια και ιστορίες.
Δεν απαιτεί προηγούμενες γνώσεις και βεβαιότητες από τον αναγνώστη, αφού εδώ πατάσσονται η διαλεκτική, οι επιστήμες, η πολιτειολογία αλλά και η φιλοπαίγμονα διάθεση που επιτάσσει ένα παιχνίδι σαν το κουτσό. Τι άλλο είναι η γραφή, εξάλλου; Ένα ατέρμονο παιχνίδι και μια ανοιχτή περιπέτεια, μια υπόθεση όπου «οι χαρακτήρες υπερτερούν της πλοκής» και η έκφραση αντιπαρατίθεται στη μοίρα, χωρίς την «καταναγκαστική κράτηση στις διάφορες κλίμακες του δραματικού, του ψυχολογικού, του σατιρικού ή του πολιτικού».
Τι άλλο είναι η γραφή, εξάλλου; Ένα ατέρμονο παιχνίδι και μια ανοιχτή περιπέτεια, μια υπόθεση όπου «οι χαρακτήρες υπερτερούν της πλοκής» και η έκφραση αντιπαρατίθεται στη μοίρα, χωρίς την «καταναγκαστική κράτηση στις διάφορες κλίμακες του δραματικού, του ψυχολογικού, του σατιρικού ή του πολιτικού».
Είναι, επομένως, βασικό όχι μόνο να διαβάσεις το Κουτσό αλλά να αφεθείς στο παιχνίδι: στο μπρος πίσω της ανάγνωσης ‒από 73ο κεφάλαιο στο 1ο κ.ο.κ.‒ που προτείνει ο ίδιος ο συγγραφέας και όχι χωρίς λόγο, αφού το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, το οποίο μπλέκεται, σύμφωνα με αυτή την παράδοξη ανάγνωση, με το πρώτο, ουσιαστικά συνιστά ένα τεράστιο υπερκείμενο στην κυρίως δράση, έναν διαρκή σχολιασμό του alter ego του Κορτάσαρ ‒εκτός από τον κεντρικό πρωταγωνιστή Ολιβέιρα‒, του επονομαζόμενου Μορελί, της περιπέτειας της γραφής, με ισχυρές ενδιάμεσες δόσεις από τα διαμάντια που στόλισαν το απέραντο έργο της έκφρασης (από αναφορές στον Μπέκετ και στον Σελίν μέχρι αποσπάσματα από Λόουρι και Καμπασέρες).
Γι' αυτό ο πρωταγωνιστής Οράσιο Ολιβέιρα περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού όχι σαν μοναχικός καταραμένος μπιτ, όπως πολλοί θα νόμιζαν, αλλά σαν ένας άλλος Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα, ένας ξεπεσμένος κυνικός πρίγκιπας, μπαρόκ νεφεληγερέτης με τζαζ ακούσματα, με μεταφυσικού τύπου εμμονές και ονειρικές ικανότητες, αναζητώντας το ανώφελο της ομορφιάς είτε στον έρωτα είτε στη λογοτεχνία.
Δεν είναι καταραμένος, εφόσον επιστρέφει, μετά το Παρίσι, ως συνεπής Οδυσσέας στην αρχική πατρίδα, την Αργεντινή, ούτε μποέμ, όπως τα υπόλοιπα μέλη της Λέσχης του Φιδιού, στην οποία ανήκει αρχικά: γιατί απέναντι σε ένα Παρίσι, όπου «οι άνθρωποι κάνουν όλη την ώρα έρωτα και μετά τηγανίζουν αυγά και βάζουν δίσκους του Βιβάλντι», εκείνος βλέπει τις «σκουριασμένες άκρες από τους σωλήνες, τα πόδια των περιστεριών, τα σύρματα με τα οποία φτιάχνει γλυπτά», όπως εξομολογείται η αγαπημένη του Μάγα σε μία από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του βιβλίου.
Σε αντίθεση, όμως, με την ερωμένη του, Μάγα, που της αρέσει να δρα αυθόρμητα, αυτοσχεδιάζοντας, και όχι να στοχάζεται, ο Οράσιο Ολιβέιρα επιζητεί με κάθε παράδοξο τρόπο την πραγματική δημιουργία, αποκωδικοποιώντας σχολαστικά ως ιδανικός voyant ‒βλέπε Ρεμπό‒ κάθε απτή, φευγαλέα λεπτομέρεια: «Όπως κάτι όνειρα όπου στο περιθώριο ενός ασήμαντου συμβάντος μαντεύουμε ένα πιο βαρύ φορτίο που δεν καταφέρνουμε πάντα να αποκρυπτογραφήσουμε».
Τα όνειρα έχουν εδώ κεντρική σημασία, με τρόπο όχι φροϊδικό αλλά εντελώς αντίθετο, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής και αποτελώντας ουσιαστικό μέρος της. Ίσως να πρόκειται για τον τρόπο που έχει ο Κορτάσαρ να δίνει σάρκα και οστά στη μεταφορά ή να γίνεται ο ιδανικός μύστης που ξέρει ότι το φανταστικό είναι το πλέον πραγματικό για τη λογοτεχνία.
Κάτι που καταφέρνει, τελικά, φτάνοντας τα όρια της ανώφελης γι' αυτόν ομορφιάς και της αποτρόπαιης έκφρασης στα άκρα, θυμίζοντας αρκετά Μπολάνιο: χαρακτηριστική η σκηνή στο Κουτσό με τον θάνατο του μικρού Ροκαμαδούρ ‒απόδειξη ότι ο Κορτάσαρ ξεμπερδεύει από νωρίς με την αθωότητα‒, την εντελώς «βρόμικη» σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης με την κλοσάρ αλλά και το εντελώς σαρκαστικό «φτύσιμο» της ομορφιάς μέσω του Φερλινγκέτι, παραφράζοντας τον Μποντλέρ: «Κι όμως έχω πλαγιάσει με την ομορφιά/ με τον δικό μου τρόπο τον αλλόκοτο/ κι είχα και μια-δυο ανεχόρταγες σκηνές μαζί της στο κρεβάτι μου/ κι έτσι χύθηκαν από μέσα μου ένα-δυο ποιήματα ακόμα/ πάνω στον κόσμο αυτόν που είναι σαν πίνακας του Μπος».
Έχοντας μπροστά του διαρκώς σκηνές από τον Μπος αλλά και την κόλαση του Μπλέικ ‒πανταχού παρών και στα διηγήματά του‒, ο Αργεντινός δεν φοβάται να αφήσει, όπως ο Αντονέν Αρτό, στα χειρόγραφά του τα καψίματα με τσιγάρα εν είδει εξορκισμού. Πόσο τον ευγνωμονούμε γι' αυτό, όπως και για το ότι μέσα από αυτή την αποδόμηση κατάφερε να φτάσει σε μια ελεατική συμφιλίωση που δεν έχουμε ξαναδεί στη λογοτεχνία:
Κοίτα, απλώς ‒θα λέγαμε εμείς‒, πώς θα αντιδράσεις, στο χέρι σου είναι το μερικό, το τέλειο ή το άπαν. Αλλά «πάμε τώρα γιατί θα μας αμολήσουν κάνα κυνηγόσκυλο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO