Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η καρδιά της κρίσης

Το χρονικό της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας μέσα από μια ενδελεχή καταγραφή της φύσης και της δομής της.

Η καρδιά της κρίσης

Μια ομολογημένη δυσκολία που έχει ο μέσος αναγνώστης για να μυηθεί στη σοβούσα κρίση και ως εκ τούτου να διαβάσει τα σχετικά βιβλία που (ευτυχώς ή δυστυχώς) εκδίδονται σωρηδόν οφείλεται ασφαλώς στο ζήτημα της οικονομίας. Ενώ με τα πολιτικά και τα ιστορικά συμπαρομαρτούντα παίρνει πάσα και παρακολουθεί την εξέλιξη των πραγμάτων, όσον αφορά την αφήγηση τα βρίσκει παλούκια καθότι υποχρεούται να ξέρει κάτι που ουδέποτε διάβασε: ήτοι τη σημερινή οικονομία. Εντούτοις, ο συγγραφέας αυτού του έξοχου δοκιμίου, παρά το νεαρόν της ηλικίας του και τη σταδιοδρόμησή του στο εξωτερικό, έχει το προσόν της άκρας σαφήνειας, την πρόθεση να μιλήσει για τη χώρα του, την παγκόσμια οικονομία και την κρίση, χωρίς γρίφους κι ένοχες αποσιωπήσεις. Ως εκ τούτου, οι πυλώνες της ανάλυσής του είναι δύο:

        α) Η κρίση και η χρεοκοπία της Ελλάδας,

       β)Οι δυσπραγίες  της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η πρώτη τοποθέτηση του Μανωλόπουλου αφορά την άποψή ότι η Ελλάδα είναι «σαν» την Αργεντινή, όπου ο πρώτος και κύριος παράγοντας αφορά το γεγονός ότι η χώρα του Περόν συνέδεσε το νόμισμά της με το αμερικανικό δολάριο, η δε Ελλάδα εγκατέλειψε τη δραχμή για χάρη του ευρώ. Τον Ιανουάριο του 1991, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας του Πινοτσέτ στη Χιλή, οι Αργεντινοί τουρίστες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο λόγος; Η αξία του νομίσματός τους, του αουστράλ, είχε σημειώσει απότομη πτώση! Έτσι, μια από τις πλέον εύπορες χώρες της Νότιας Αμερικής και μια από τις πλουσιότερες στον κόσμο κατέρρεε δραματικά.

Ποιοι ήταν οι πρωτεργάτες της κατάρρευσης; Πριν απ’ όλα, ο Περόν. Πράγματι, ο περονισμός έπλασε ένα αλλόκοτο κράμα σοσιαλδημοκρατίας, κομμουνισμού και φασισμού. Απο το 1955 έως το 1983 η Αργεντινή γνώρισε στυγνές δικτατορίες και οικονομική παρακμή. Ενώ το 1950 συναγωνιζόταν τον Καναδά, το 1973 το ΑΕΠ της, από το 84%, κατρακύλησε στο 43%. «Στην Ελλάδα μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε στα καθ’ ημάς τα γνώριμα σημαδία του περονισμού. Υπάρχει μια ομοιότητα στις μεθόδους που ακολουθούνται και μια παρόμοια αντεστραμμένη ροή του χρήματος: από τους πολιτικούς προς τις ειδικές ομάδες συμφερόντων που τυγχάνει να αποτελούν το εκάστοτε αντικείμενο εύνοιας, ενώ δεν υπάρχουν εισοδήματα από πλούτο που παράγεται με βιώσιμο τρόπο από επιχειρήσεις παγκόσμιας εμβέλειας».

Οι συγκυρίες φαίνεται πως ήταν ευνοϊκές κατά τη δεκαετία του ’90 τόσο για την Αργεντινή όσο και για την Ελλάδα. Η Αργεντινή είναι η κορυφαία παραγωγός σογιέλαιου παγκοσμίως. Επίσης, στην παραγωγή σίτου ήταν πέμπτη παγκοσμίως στις εξαγωγές και τέταρτη στην καλλιέργεια καλαμποκιού. Όσο για το εθνικό νόμισμα, το πέσο ηταν συνδεδεμένο με το δολάριο, μόνο που το τελευταίο ήταν αδύναμο τη δεκαετία του ’90.

      

Αναφορικά με την Ελλάδα, ο τουρισμός ευνοήθηκε το 2000 από τον παράγοντα Αλ Κάιντα. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου ο τουρισμός προς τις μουσουλμανικές χώρες έπεσε κατακόρυφα και η Ελλάδα είδε το τουριστικό ρεύμα να φτάνει τα 17 εκατομμύρια τον χρόνο. Όσο για τη ναυτιλία, η χώρα μας ωφελήθηκε από το εξαγωγικό εμπόριο της Κίνας (μεταφορά πρώτων υλών με σκάφη Ελλήνων εφοπλιστών). Επίσης, η Ελλάδα βίωσε μιαν άνθηση στον τομέα των ακινήτων. Πώς να διαψευστούν οι καθησυχαστικοί δείχτες τόσο στην Αργεντινή όσο και στην Ελλάδα; Όταν τα πράγματα πήραν άλλη τροπή και η οικονομία έδειξε την ευάλωτη πλευρά της, τα δάνεια ακολούθησαν φυσικώ τω λόγω. Η άκρα συνέπεια για αμφότερες τις χώρες ήταν το «κατακλυσμιαίο οικονομικό κραχ». «Ό,τι ίσχυε για την Αργεντινή του 1991 ισχύει και για την Ελλάδα του 2001. Ένα δανεικό ισχυρό νόμισμα. Ένας λαός με έντονη αίσθηση ότι “μας χρωστάνε”, ευνοϊκοί όροι δανεισμού. Ολα ήταν έτοιμα για να στηθούν τα δύο μεγαλύτερα σκηνικά οικονομικής άνθησης και κατάρρευσης όλων των εποχών». Αν η Αργεντινή μοιάζει με μετωπική σύγκρουση δύο οχημάτων, η Ελλάδα μοιάζει με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου», γράφει ο Μανωλόπουλος.

Ξέρουμε ότι οι συμμαχίες και τελικά συνενώσεις πολλών χωρών μαζί (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Μπενελούξ, Ευρωπαϊκή  Ένωση, Ηνωμένο Βασίλειο, ομοσπονδιακή ΕΣΣΔ) κατά κανόνα αποτέλεσαν ισχυρούς συνασπισμούς. Ωστόσο, το «νομισματικό φίδι», που αφορά τις νομισματικές ισοτιμίες, ενώ ίσχυσε από το ’72 ίσαμε το ’79, στη συνέχεια απέταξε το φράγκο και τη λιρέτα, οδηγώντας σε μιαν ευρύτερη ζώνη του γερμανικού μάρκου, όπου μετείχαν μόνο η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και η Δανία. Ο Μανωλόπουλος έχει πολλά να πει για τον «βέλτιστο νομισματικό χώρο», όπου άλλωστε έγκειται και το ακρογωνιαίο ζήτημα της Ε.Ε. Όταν το ενιαίο νόμισμα τέθηκε σε δημοψήφισμα, άρχισε ουσιαστικά και η κρίση. Τυχαία, μήπως, η Συνθήκη του Μάαστριχτ και η ένταξη στο ενιαίο νόμισμα δεν τέθηκαν σε δημοψήφισμα στη Γερμανία; Οι έμπειροι παρατηρητές δικαιολογημένα απεφάνθησαν ότι μια νομισματική ένωση αδυνατεί να επιβιώσει άνευ πολιτικής ενώσεως. Άρα, ποιο είναι το μέλλον της Ευρώπης; Γιατί τάχα η υποστήριξη του ευρώ προσέλαβε διαστάσεις ιερού αγώνα;

      

«Από τους σκληροπυρηνικούς σκεπτικιστές ακούμε ότι η Ε.Ε. είναι ύπουλη συνωμοσία που σκοπεί στην καταστροφή του εθνικού κράτους με δόλια τεχνάσματα και στη μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας σε μια μη εκλεγμένη ελίτ κεντρικών γραφειοκρατών, αφοσιωμένων στην καταστροφή κάθε προσωπικής ελευθερίας».

«Από τους οπαδούς της ενοποίησης ακούμε ότι η Ε.Ε. δημιουργήθηκε για την αποτροπή του πολέμου: ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα με στόχο την ευρύτερη ενοποίηση. Άρα, το να αμφισβητεί κανείς τα επόμενα βήματα προς την ενοποίηση σημαίνει ότι τάσσεται υπέρ του πολέμου και του διχασμού».

     

Επ’ αυτού ο Μανωλόπουλος τοποθετείται προσωπικά, δηλώνοντας ότι δεν είναι ευρωσκεπτικιστής. Ενώ, λοιπόν, συμφωνεί με το όραμα μιας Ευρωπαϊκής Ενώσεως ελεύθερων συναλλαγών, όπου πρόσωπα και κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα, διαφωνεί καθέτως με τη νομισματική ενοποίηση. Πράγματι, από το 1993, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκε η κοινή αγορά, τα οφέλη που προέκυψαν για τις επιχειρήσεις και για τους πολίτες ήταν τεράστια. Ωστόσο, το ενιαίο νόμισμα επεβλήθη με κακό τρόπο. «Πάρα πολύ κακό τρόπο».

Αρκεί να θυμηθούμε τους κανόνες του Μάαστριχ για να καταλάβουμε την κατάσταση της Ελλάδας:

      Α) Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.

       Β) Το συνολικό δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.

       Γ) Το ποσοστό πληθωρισμού των κρατών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% των τριών κρατών-μελών με τον χαμηλότερο πληθωρισμό.

       Δ) Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν πρέπει να υπερβαίνουν πάνω από 2% των τριών χαμηλότερων επιτοκίων στην Ε.Ε.

        Ε) Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες πρέπει να διατηρούνται μέσα στα «φυσιολογικά» περιθώρια διακυμάνσεων του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρώπης.

Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας φιλοτεχνεί ένα ιστορικο-οικονομικό πορτρέτο της χώρας μας που λίγο πολύ είναι γνωστό, για να καταλήξει στην ιδεολογία του «μας χρωστάνε», όπερ σημαίνει στον ελληνικό περονισμό. Ο τίτλος είναι ενδεικτικός: «Σφραγίδα Δύσης, κληρονομιά Ανατολής: μια χώρα πάνω σε σεισμικό ρήγμα». Όταν ο συγγραφέας διερωτάται εμφατικά: «Μα πώς επετράπη στην Ελλάδα να δανειστεί 500 δισεκατομμύρια δολάρια;», ουσιαστικά μπαίνει στο τεχνικό μέρος της ανάλυσής του που αποτελει για κάθε νοήμονα νεοέλληνα ένα μάθημα οικονομίας, ιστορίας, ελέγχου των αγορών, ανάλυσης του δανεισμού, των τραπεζών, των πιστοληπτικών οίκων αξιολόγησης κ.λπ. Ουσιαστικά, στα επόμενα κεφάλαια παρακολουθούμε ένα θρίλερ που μόνο ένας συγκροτημένος οικονομολόγος θα μπορούσε να συλλάβει.

Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο Νουριέλ Ρουμπινί προειδοποιούσε με συνέπεια για τους κινδύνους που γεννούσε η κατάσταση της Ελλάδας και ασκούσε κριτική στα «πακέτα διάσωσης», τα οποία θεωρούσε ανεπαρκή. Τον Φεβρουάριο του 2010 προειδοποίησε: «Η Ελλάδα είναι εδώ και καιρό ένα εν δυνάμει δυστύχημα, εξαιτίας του μεγάλου δημόσιου χρέους της και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας. Αλλά τα προβλήματά της δεν είναι μοναδικά. Στην επίλυσή τους εναπόκειται και η μοίρα των γειτόνων της, της ευρωζώνης και ίσως της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Ο Γερμανός οικονομολόγος Βίλχελμ Νέλιγκ, συνεπής στις επικρίσεις του για τον τρόπο με τον οποίο στήθηκε το ενιαίο νόμισμα, ανακοίνωσε μαζί με τους συναδέλφους του τον Μάρτιο του 2010: «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει την απειλή της κρατικής χρεοκοπίας. Δεν υπάρχει καμιά ψευδαίσθηση ότι η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση της παρέχει προστασία από τη σκληρή πραγματικότητα. Από τότε που εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ, το 2001, η Ελλάδα θυσίασε την ανταγωνιστικότητά της και συσσώρευσε τεράστια ελλείμματα. Θεωρητικά, για να καλύψουν το οικονομικό έδαφος που έχασαν σε λιγότερο από μια δεκαετία, οι Ελληνες θα πρέπει να προβούν σε μια υποτίμηση της τάξης του 40%. Αλλά σε μια νομισματική ένωση αυτό είναι αδύνατο (...). Υπάρχει, δυστυχώς, μόνο μια δίοδος διαφυγής από αυτόν το φαύλο κύκλο. Οι Έλληνες θα πρέπει να εγκαταλείψουν το ευρώ, να ξαναδημιουργήσουν τη δραχμή και να επανενταχθούν στον ακόμα εν ενεργεία Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκου Νομισματικού Συστήματος, τον επονομαζόμενο ΜΣΙ-ΙΙ, από τον οποίο αποχώρησαν το 2001».

Όσο για τον Τρισέ, φέρεται να έχει δηλώσει στη βελγική εφημερίδα «Le Soir»: «Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου, αποκλείεται μια στάση πληρωμών από πλευράς της Ελλάδος».

Ο σκοπός του Ιάσωνα Μανωλόπουλου -όπως και κάθε προικισμένου αναλυτή- προφανώς ήταν να γράψει ένα βιβλίο που θα ήθελε να διαβάσει - έστω συνταγμένο από ξένα χέρια. Όντως, η απόπειρα επέτυχε.

IAΣΩΝΑΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ, Το «επαχθές» χρέος της Ελλάδας: Τα σαθρά θεμέλια της ευρωζώνης, Η ευθύνη της πολιτικής ελίτ και της επενδυτικής κοινότητας. Μτφρ.: Καρολίνα Μέρμηγκα, Σελ.: 567, τιμή: 19,17, Εκδόσεις Μελάνι