Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Γατόπαρδος»: Μια εξαίσια νωπογραφία της παρακμής

Ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα που σημάδεψε τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία.

Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα

Στα τέλη του 1954 οι θαμώνες του μπαρ «Ματζάρα» στο Παλέρμο έβλεπαν σχεδόν σε καθημερινή βάση έναν κακοντυμένο και απόμακρο ηλικιωμένο κύριο να γεμίζει σελίδες επί σελίδων, σκυμμένος πάνω από το μικροσκοπικό τραπέζι του. Στο ίδιο μπαρ, τους επόμενους μήνες, κάποιοι προνομιούχοι φίλοι του είχαν την τύχη ν΄ ακούσουν από τα χείλη του το μεγαλύτερο μέρος όσων έγραφε.

Ο γηραιός κύριος ονομαζόταν Τζουζέπε Τομάζι. Ήταν δούκας της Πάρμας και πρίγκιπας της νήσου Λαμπεντούζα, γόνος ενός από τους πιο αριστοκρατικούς οίκους της Σικελίας. Παλιός πολεμιστής, επικεφαλής για ένα διάστημα του Ιταλικού Ερυθρού Σταυρού, ακάματος ταξιδευτής και πάνω απ’ όλα βιβλιοφάγος, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του έγραφε το μυθιστόρημα που θα σημάδευε τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, τον «Γατόπαρδο». Μια εξαίσια νωπογραφία της παρακμής, ένα έργο πολυεδρικό γεμάτο πικρία, όπου το βίωμα και η μνήμη συναντιώνται με την επινόηση και η πραγματικότητα με την αίσθηση της Ιστορίας.

Το μοναδικό μυθιστόρημα του Λαμπεντούζα –αυτό που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Λουκίνο Βισκόντι το 1963 με πρωταγωνιστές τους Μπαρτ Λάνγκαστερ, Κλαούντια Καρντινάλε και Αλέν Ντελόν–  πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1971 σε μετάφραση του Κοσμά Πολίτη (εκδ. Διογένης) και από το 1999 το βρίσκει κανείς σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση των «Bell», όπου τη μετάφραση, την εισαγωγή και το εκτενές επίμετρο υπογράφει η Μαρία Σπυριδοπούλου.

Σκηνή από τον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι.

Ο «Γατόπαρδος», με το που κυκλοφόρησε στην Ιταλία, έγινε ανάρπαστος τόσο  από …ευαίσθητες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας όσο και από οργισμένους νεολαίους ή μικροαστούς αναγνώστες λαϊκών περιοδικών.

Η δράση του «Γατόπαρδου» ξεκινά την άνοιξη του 1860 κι ολοκληρώνεται μισόν αιώνα αργότερα. Είναι η ιστορία του Ντον Φαμπρίτσιο, του πρίγκιπα ντι Σαλίνα, αρχηγού ακόμα μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της Σικελίας. Καθώς ο Γκαριμπάλντι ενώνει το νησί με την υπόλοιπη Ιταλία υπό το σκήπτρο ενός καινούριου βασιλιά, μια νέα τάξη, εύρωστη κι αχαλίνωτη, ετοιμάζεται να πάρει τη θέση της γερασμένης αριστοκρατίας.

Ο ήρωας του Λαμπεντούζα –μυθιστορηματική εκδοχή ενός αληθινού προγόνου του συγγραφέα– βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα σε αντίθετες τάσεις. Είναι ένας πλούσιος φεουδάρχης που όμως αδυνατεί να εμποδίσει τη λεηλασία της περιουσίας του από τους τοκογλύφους και τους ανερχόμενους αστούς, όντας ταυτόχρονα μάρτυρας του έρωτα που γεννιέται ανάμεσα στον αγαπημένο του ανιψιό και μια ζάμπλουτη άλλα άξεστη χωριατοπούλα.

Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, Ο Γατόπαρδος, εκδόσεις Bell

Πιστός στις παραδόσεις, υπερήφανος για την καταγωγή του αλλά και κρυφός θαυμαστής του Διαφωτισμού, αυτός ο ερασιτέχνης αστρονόμος δεν τρέφει αυταπάτες. Ξέρει ότι τα προνόμια της τάξης του δεν μπορεί να διαρκέσουν για πάντα. Ο Ντον Φαμπρίτσιο παρακολουθεί τον αργό θάνατο του κόσμου στον οποίο ανήκει και αποδέχεται την πραγματικότητα με τη φινέτσα ενός αληθινού ευγενούς, απίστευτα στωικού, είρωνα και σνομπ.

Ο Λαμπεντούζα δεν ευτύχησε να δει το έργο του τυπωμένο. Τον Ιούλιο του ΄57, λίγες μέρες αφότου έλαβε αρνητική επιστολή από τον Έλιο Βιτορίνι, συγγραφέα και στέλεχος των εκδόσεων Εϊνάουντι, άφησε την τελευταία του πνοή, στα εξήντα του, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

Ο «Γατόπαρδος» κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα από τις εκδόσεις Φελτρινέλι, καθώς εκεί, ο Τζιόρτζιο Μπασάνι που είχε μόλις στρατολογηθεί για να διευθύνει τη σειρά σύγχρονων συγγραφέων, εκτίμησε δεόντως «το εύρος της ιστορικής άποψης», τα «τέλεια, ενίοτε μαγευτικά, εκφραστικά μέσα», την «υπέροχη αίσθηση του χιούμορ» και τον «γνήσιο λυρισμό» του Λαμπεντούζα, αποφαινόμενος πως το μυθιστόρημά του «είναι από εκείνα τα έργα για τα οποία δουλεύει ή για τα οποία προετοιμάζεται κανείς μια ολόκληρη ζωή».

Ο «Γατόπαρδος», με το που κυκλοφόρησε στην Ιταλία, έγινε ανάρπαστος τόσο από… ευαίσθητες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας όσο και από οργισμένους νεολαίους ή μικροαστούς αναγνώστες λαϊκών περιοδικών. Την ίδια περίοδο, στους κόλπους των κριτικών η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από το αν πρόκειται για έργο «δεξιό» ή «αριστερό», με τους διανοούμενους να παλινδρομούν ανάμεσα στον πειρασμό να το θαυμάσουν ως αριστούργημα ή να το απορρίψουν ως παρωχημένο και αντιδραστικό.

Γεγονός είναι ότι, από την εποχή της Αναγέννησης, κανένας άλλος καρπός της ιταλικής κουλτούρας δεν είχε τόσο πλατιά απήχηση στο εξωτερικό.