Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Φερμπότεν!..»: Η ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα

Την ελευθερία έκφρασης, τα όριά και τις προβληματικές της στη νεότερη Ελλάδα «ιχνηλατεί» το συλλογικό έργο «Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα – Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση« (εκδ. Καστανιώτης) σε επιμέλεια Δημήτρη Χριστόπουλου – Πηνελόπης Πετσίνη

«Φερμπότεν!..»: Η ιστορία της λογοκρισίας στην Ελλάδα

Πόσο έχει ταλαιπωρήσει και φιμώσει το «ψαλίδι» του λογοκριτή την ελληνική πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή σε βάθος χρόνου; Με δεδομένο ότι τέτοιες πρακτικές συνδέονται συνήθως – αλλά όχι πάντα, καθώς «δεν υπάρχει εξουσία χειραφετημένη από τον λογοκριτικό πειρασμό» - με δικτατορικά, ανελεύθερα, απολυταρχικά είτε με κοινοβουλευτικό μανδύα αυταρχικά καθεστώτα (η λεγόμενη «καχεκτική δημοκρατία»), πόσο ανεκτή είναι η ελευθερία έκφρασης στην σύγχρονη Ελλάδα, μια χώρα με «πλούσιο» τέτοιο παρελθόν; Αυξήθηκαν πράγματι τα κρούσματα λογοκρισίας στην τελευταία μεγάλη κρίση και πού βρισκόμαστε σήμερα; Υπάρχει «καλή» και «κακή» λογοκρισία και τι γίνεται με την εκούσια ή ακούσια αυτολογοκρισία; Υπάρχουν, τέλος, ικανά κοινωνικά και θεσμικά αντισώματα απέναντί της και πώς εξηγούνται οι συχνά επιλεκτικές της ευαισθησίες;

Αυτά και άλλα συζητήσαμε με τον Δημήτρη Χριστόπουλο και την Πηνελόπη Πετσίνη που, δυο χρόνια αφότου επιμελήθηκαν τη συλλογική, μνημειώδη έκδοση του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ «Λογοκρισία στην Ελλάδα», ανέλαβαν το ίδιο εγχείρημα για το «Λεξικό Λογοκρισίας στην Ελλάδα» (εκδ. Καστανιώτης), μια πιο βελτιωμένη και συστηματοποιημένη συνέχεια εκείνου με τη συμμετοχή 74 συγγραφέων.

Ο λόγος για τον οποίο τα κρούσματα εντείνονται στις περιόδους πολιτικού αυταρχισμού είναι ότι τα καθεστώτα αυτά δεν νιώθουν ασφάλεια ώστε να αφήνουν τους ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα. Όμως, στην πορεία η εξουσία εθίζεται στη λογοκρισία και προσφεύγει σε αυτή ανεξάρτητα από το αν της είναι χρήσιμη ή όχι, διότι απλώς το έχει συνηθίσει.

Από το τελετουργικό κάψιμο των βιβλίων στις πλατείες επί καθεστώτος Μεταξά και τον Μαύρο Πίνακα της ΑΣΔΑΝ στη μετεμφυλιακή περίοδο, τις «λαμπρές» λογοκριτικές επιδόσεις της απριλιανής χούντας ως τις σχετικά πρόσφατες εισαγγελικές διώξεις του Ζιγκ-Ζαγκ στις Νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου και του Μν του Μίμη Ανδρουλάκη αλλά και τις «αποκαθηλώσεις» ως βλάσφημων έργων τέχνης σαν του Τιερί ντε Κορντιέ στο Outlook ή των προβολών του Stills στην Κλαυθμώνος και φυσικά τον... γέροντα Παστίτσιο – ο νόμος περί βλασφημίας, ο «τυποκτόνος» νόμος του '95 αλλά και το αμφιλεγόμενο άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νόμου αποτελούν για τους συνομιλητές μου αφορμές «θεσμικής» λογοκρισίας που οφείλουν είτε να αναθεωρηθούν, είτε να καταργηθούν – το προς μελέτη υλικό είναι εκτενέστατο.

Ενδιαφέρον έχει επίσης ο προβληματισμός αν ελευθερία έκφρασης δικαιούνται επίσης ρατσιστικές, ξενοφοβικές σεξιστικές ομοφοβικές κ.λπ. απόψεις στον δημόσιο λόγο αλλά και το κατά πόσο η ελεύθερη έκφραση μπορεί να περιορίζεται ακόμα και δίχως κάποια «άνωθεν» λογοκριτική παρέμβαση, από καθωσπρεπισμό, σεμνοτυφία ή δημοσιοσχετίστικες λογικές. Συμφωνήσαμε, πάντως, ότι σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις η αυτολογοκρισία πράγματι ενδείκνυται για λόγους σύνεσης, ευγένειας ή έστω μεγαλοψυχίας!

 
— Πώς προέκυψε η ιδέα για αυτή την έκδοση; Πόσο εύκολο ήταν να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό και να συνεργαστούν επί τούτου τόσοι άνθρωποι; Πρόκειται όντως για μια «συνέχεια» του βιβλίου Η Λογοκρισία στην Ελλάδα που είχατε επίσης επιμεληθεί το '16 για το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ;

Πηνελόπη Πετσίνη: Το 2007 ο Δημήτρης ξεκίνησε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου ένα μάθημα ελεύθερης επιλογής με τίτλο «Τέχνη, ελευθερία και λογοκρισία». Προσκαλεί ανθρώπους από διαφορετικά πεδία οι οποίοι είτε έχουν υποστεί λογοκρισία, είτε την έχουν μελετήσει –εκεί συνεργαστήκαμε αρχικά όταν με προσκάλεσε να μιλήσω για την «εκφυλισμένη τέχνη» στη ναζιστική Γερμανία. Η ανάγκη να συστηματοποιηθούν και να καταγραφούν αυτές οι εμπειρίες και αναλύσεις, οδήγησε αρχικά στο συνέδριο Λογοκρισίες στην Ελλάδα που διοργανώσαμε το 2015 με το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και το γραφείο Αθηνών του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, κι έπειτα στο βιβλίο που εκδόθηκε το 2016.

Δημήτρης Χριστόπουλος: Ναι, ωστόσο η ιδέα του λεξικού ανήκει στην Πηνελόπη και προέκυψε ως φυσική συνέχεια του βιβλίου αυτού. Το λεξικό υπηρετεί μιαν άλλη σκοπιμότητα από τον συλλογικό τόμο: αφενός περιέχει μερικά κείμενα που αναδεικνύουν την ιστορική πλαισίωση της λογοκρισίας και τις προνομιακές περιοχές στις οποίες εκδηλώνεται κι αφετέρου ταξινομεί και συγκεντρώνει με αλφαβητική σειρά τα κρούσματα λογοκρισίας. Όσοι έχουν επιμεληθεί συλλογικούς τόμους, ξέρουν ότι ένα εγχείρημα στο οποίο καλούνται να συμβάλουν 74 άνθρωποι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι'αυτό και το λεξικό είχε μια μακρά περίοδο κυοφορίας η οποία όμως έληξε αίσια με ένα, ελπίζω, εκδοτικά σημαντικό κι αισθητικά όμορφο αποτέλεσμα.

Η Πηνελόπη Πετσίνη και ο Δημήτρης Χριστόπουλος

— Πόσο συχνά είναι τα κρούσματα λογοκρισίας στην ελληνική εμπειρία; Αν ισχύει ότι παρουσιάζουν έξαρση με περιόδους πολιτικής αναταραχής και υπό ανελεύθερα, αυταρχικά καθεστώτα έστω και με μανδύα κοινοβουλευτικό (η «καχεκτική δημοκρατία» που αναφέρετε), πόσο έχουν βελτιωθεί σήμερα τα πράγματα και τι «βαθμολογία» θα έπαιρνε η Ελλάδα σε ευρωπαϊκή κλίμακα;

ΔΧ: Δεν υπάρχει εξουσία χειραφετημένη από τον λογοκριτικό πειρασμό. Ο λόγος για τον οποίο τα κρούσματα εντείνονται στις περιόδους πολιτικού αυταρχισμού είναι ότι τα καθεστώτα αυτά δεν νιώθουν ασφάλεια ώστε να αφήνουν τους ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα. Όμως, στην πορεία η εξουσία εθίζεται στη λογοκρισία και προσφεύγει σε αυτή ανεξάρτητα από το αν της είναι χρήσιμη ή όχι, διότι απλώς το έχει συνηθίσει. Από αυτόν τον κανόνα δεν ξεφεύγει η Ελλάδα. Για τη «βαθμολογία», τώρα, αν εξαιρέσει κανείς κυρίως τα λεγόμενα "εθνικά θέματα" στα οποία η λογοκρισία είναι ακόμη κανόνας, οι επιδόσεις μας στο θέμα "ελευθερία του λόγου" είναι εν γένει καλές. Απεναντίας, κοιτώντας κάθε πρωί πρωτοσέλιδα εφημερίδων σαν το Μακελειό, σκέφτομαι τι στο καλό πληρώνουμε ως κοινωνία και ένας εισαγγελέας δεν μπορεί να κάνει αυτό που πρέπει απέναντι σε έναν λόγο που συστηματικά σπέρνει την ψυχική κακοποίηση και το μίσος....

ΠΠ: Υπάρχει μια εδραιωμένη πεποίθηση στον δημόσιο λόγο της χώρας πως η λογοκρισία «σταμάτησε με τη Χούντα». Ωστόσο, όπως γράφουμε και στην εισαγωγή, η λογοκρισία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μετατράπηκε μεν σταδιακά σε εξαίρεση, παρέμεινε όμως ικανή να δίνει κατά καιρούς νέες πνοές στον πάλαι ποτέ κανόνα του κράτους. Από το τελετουργικό κάψιμο των βιβλίων στις πλατείες επί καθεστώτος Μεταξά και τον Μαύρο Πίνακα της ΑΣΔΑΝ στη μετεμφυλιακή περίοδο, ως τις πρόσφατες εισαγγελικές διώξεις του Ζιγκ-Ζαγκ στις Νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου και του Μν του Μίμη Ανδρουλάκη, υπάρχει πάντως μια απόσταση. Η οποία είναι ακόμη μεγαλύτερη αν τα συγκρίνουμε με τη φετβά που εκδίδει το 1989 ο Αγιατολάχ Χομεϊνί καταδικάζοντας σε θάνατο τον Σαλμάν Ρουσντί για τους Σατανικούς Στίχους, η οποία μάλιστα ανανεώθηκε πολύ πρόσφατα...

Η Έρση Σωτηροπούλου, συγγραφέας του «Ζιγκ-Ζαγκ στις Νεραντζιές»

— Σε τι θεματικές αφορούν κυρίως οι λογοκριτικές παρεμβάσεις; Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, τόσο ιστορικά όσο κι επίκαιρα, των τελευταίων χρόνων δηλαδή;

ΠΠ: Γενικά, θα µπορούσαμε να πούμε πως η λογοκρισία ασκείται διαχρονικά για τους ίδιους λόγους: πολιτικούς, ηθικούς, θρησκευτικούς και αισθητικούς. Θύματα της πολιτικής λογοκρισίας υπήρξαν έργα που κόμιζαν αντιστασιακές ιδέες στην Κατοχή, αριστερές στη μετεμφυλιακή «καχεκτική» δημοκρατία, και αντιδικτατορικές την περίοδο της Χούντας. Μεταπολιτευτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις λογοκριτικές επεμβάσεις σε ταινίες όπως ο «Θίασος», «Η Δίκη της Χούντας», «Η Καγκελόπορτα» τη δεκαετία του '70, αλλά και τη δίκη του Αντί για το τεύχος «Κυβέρνηση Απατεώνων» το 1988 ή το κατέβασμα του έργου της Εύας Στεφανή το 2007. Η ηθική λογοκρισία αφορά τα χρηστά ήθη και διατρέχει συνολικά τον 20ο αιώνα χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις ως προς αυτό που χαρακτηρίζεται ως «άσεμνο». Κι εδώ είναι πολλά τα περιστατικά, ίσως το πιο γνωστό είναι το κόψιμο στον αέρα της ταινίας «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι» το 1984 και η πιο σοβαρή αλλά σχετικά άγνωστη καταδίκη του ζωγράφου Κλεάνθη Χατζηνίκου το 1987 με την κατάσχεση και καταστροφή του έργου του.

ΔΧ: Υπάρχουν συνέχειες και τομές στο φαινόμενο της λογοκρισίας στη χώρα μας. Οι συνέχειες αποδεικνύουν την αντοχή της λογοκρισίας σε διάφορους τομείς ανεξαρτήτως πολιτεύματος: βλασφημία, "εθνικά θέματα", μειονότητες, είναι μερικά μόνο από αυτά. Οι τομές δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν κι αλλάζουν. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν μπόρεσε να δει εν ζωή δημοσιευμένο το Μεγάλο Ανατολικό του. Ο γιος του ο Λεωνίδας πλέον μπορεί. Όταν όμως κάποιοι το 1992 τόλμησαν να πούνε ότι η γειτονική χώρα δικαιούται να ονομαστεί όπως θέλει, βρέθηκαν στον εισαγγελέα. Το 1992 όχι το 1892! Το 2014, ελληνικό δικαστήριο αποφάσισε πως η θέση του διαχειριστή της σελίδας κοινωνικής δικτύωσης "Γέρων Παστίτσιος" ήταν –ευτυχώς με αναστολή– στη φυλακή! Και δεν πρόκειται για "μεμονωμένα περιστατικά" αλλά για επαναλαμβανόμενα... Το πρόβλημα είναι εδώ και χρειάζεται επαγρύπνηση. Είναι κι αυτή μια λειτουργία που υπηρετεί το λεξικό μας.

— Ισχύει ότι η κρίση όξυνε τέτοια φαινόμενα και αν ναι, έχει άραγε το κλίμα αντιστραφεί πλέον ή διατηρείται χάρη σε έναν ανερχόμενο κοινωνικό – και πολιτικό, βεβαίως – συντηρητισμό;

ΔΧ: Αυτό που το 2010 ονομάστηκε διεθνώς "ελληνική κρίση" από το οικονομικό ή δημοσιονομικό πεδίο εκτινάχθηκε στην ηθική απονομιμοποίηση του πολιτικού εποικοδομήματος, των θεσμών, των πολιτικών ελίτ και, σε τελευταία ανάλυση, της ίδιας της δημοκρατίας. Για ένα κρίσιμο, όχι όμως μεγάλο, χρονικό διάστημα των πρώτων χρόνων της "κρίσης" ως και το 2013 περίπου, τα φαινόμενα λογοκρισίας οξύνθηκαν εξαιτίας ενός ελλείμματος συναίνεσης μεγάλου τμήματος της κοινωνίας στις πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Η επιτομή, νομίζω εδώ, είναι η απόφαση να κλείσει η δημόσια ραδιοτηλεόραση τον Ιούνη του 2013. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στ'αυλάκι και για διάφορους λόγους που δεν χωράνε εδώ, τα πράγματα ξανακύλησαν σε ένα γνώριμα εύθραυστο business as usual... Ως προς τον συντηρητισμό στον οποίο αναφέρεστε, πιστεύω ότι πρέπει, όπως οποιαδήποτε θέση, να μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα, να αποφορτίζεται, ώστε να μην οδηγείται στην βαρβαρότητα. Μεταξύ του "διαφωνώ με την συμφωνία των Πρεσπών" και "η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία" υπάρχει κρίσιμη απόσταση, ζωτικού χαρακτήρα για το πολίτευμά μας.

"Δεν υπάρχει εξουσία χειραφετημένη από τον λογοκριτικό πειρασμό. Ο λόγος για τον οποίο τα κρούσματα εντείνονται σε περιόδους πολιτικού αυταρχισμού είναι ότι τα καθεστώτα αυτά δεν νιώθουν ασφάλεια ώστε να αφήνουν τους ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα. Όμως, στην πορεία η εξουσία εθίζεται στη λογοκρισία και προσφεύγει σε αυτή ανεξάρτητα από το αν της είναι χρήσιμη ή όχι, διότι απλώς το έχει συνηθίσει".

ΠΠ: Το ερώτημα αν και πως η κρίση σχετίζεται με τα λογοκριτικά φαινόμενα μας απασχόλησε αρκετά. Υπάρχει βάση σε αυτή τη διαπίστωση, αλλά είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με ασφάλεια. Σκέφτομαι εδώ ένα παράδειγμα που αφορά τη γελοιογραφία, ένα πεδίο που μετά τη Χούντα απολάμβανε ένα προνομιακό καθεστώς ανοχής, παρέχοντας κατά κάποιον τρόπο την επιβεβαίωση μια δημοκρατικής κουλτούρας ανεκτικότητας και πλουραλισμού. Οι Έλληνες πολιτικοί (με μόνη ίσως εξαίρεση τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χρήστο Σαρτζετάκη με τη μήνυση εναντίον του Χάρυ Κλυνν) δεν επιτέθηκαν ποτέ στη σάτιρα προς το πρόσωπό τους, απεναντίας την επιδίωκαν και συχνά την πρόβαλλαν. Με τη κρίση αυτό μοιάζει να αλλάζει. Για παράδειγμα, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Γ.Α. Παπανδρέου διατηρούσε επί πενταετία στην ιστοσελίδα του ενότητα με γελοιογραφίες που τον απεικόνιζαν, η ενότητα σταμάτησε να ανανεώνεται λίγες εβδομάδες πριν την αναγγελία από το Καστελόριζο της υπαγωγής στον μηχανισμό του ΔΝΤ.

O Φίλιππος Λοΐζος, δημιουργός του Γέροντα Παστίτσιου. Φωτ.: Δημητρης Μαραγκόζης

— Υπάρχουν πια κοινωνικά «αντισώματα» που μπορούν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά σε λογοκριτικές απόπειρες αλλά και ικανά νομικά «όπλα» προς παρεμπόδισή τους; Αντίστοιχα, ποιοι νόμοι ευνοούν λογοκριτικές πρακτικές και πόσο εφικτό είναι να αλλάξουν;

ΔΧ: Τα κοινωνικά "αντισώματα" απέναντι στη λογοκρισία είναι η κοινωνική επαγρύπνηση και η ετοιμότητα ιδεολογικο-πολιτικής αντίστασης. Τα θεσμικά αντισώματα είναι το Σύνταγμά μας και το κράτος δικαίου. Ο αγώνας εναντίον της λογοκρισίας δεν μπορεί παρά να διεξάγεται και στα τρία επίπεδα: το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το νομικό. Η ελληνική έννομη τάξη, με κάποιες εξαιρέσεις, παρέχει ικανοποιητικά όπλα για την παρεμπόδιση της λογοκρισίας. Οι άμεσες εξαιρέσεις αφορούν στην ποινικοποίηση της βλασφημίας που πρέπει επιτέλους να φύγει από τον Ποινικό μας Κώδικα και στο λεγόμενο "τυποκτόνο νόμο" του 1995. Ακόμη κι αν αύριο αυτοί οι νομοί καταργηθούν, αυτό δε σημαίνει ότι δεν θα πάψει η λογοκρισία, αλλά ότι θα έχει λιγότερα θεσμικά ερείσματα.

— Η λογοκρισία «από την ανάποδη» (για λόγους πολιτικής ορθότητας, αποφυγής διακρίσεων, φανερής ή επιμελώς συγκαλυμμένης ρατσιστικής προπαγάνδας κ.λπ.) που κάποιοι μέμφονται εξίσου με την «κλασική», πόσο αποδεκτή είναι;

ΔΧ: Δεν είμαι σίγουρος ότι τελικά είναι "από την ανάποδη". Έτσι νόμιζα κι εγώ μέχρι πρόσφατα αλλά τελικά εντρυφώντας στην ιστορία της λογοκρισίας θα δει κανείς ότι δεν υπαγορεύεται μόνο από το συντηρητισμό και την αντίδραση αλλά κι από το πρόταγμα της ισότητας και της χειραφέτησης. Επομένως και αυτό στο οποίο αναφέρεστε είναι μια τέτοια πρακτική που απλώς σήμερα είναι πιο ηγεμονική απ' ότι παλιότερα. Νομίζω ότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν υποστηρίζει εύκολα ότι όλα λέγονται χωρίς περιορισμούς. Το ζήτημα είναι πού μπαίνει ο "κόφτης" του νόμου. Μπορεί ο ρατσιστής γελοιογράφος να προσβάλει το Ισλάμ; Μπορεί ο φασίστας να αρνείται το Ολοκαύτωμα; Η απάντηση μου είναι πως όσο η προσβολή, η ψυχική κακοποίηση ενός ανθρώπου δεν είναι εξατομικευμένη, τόσο ο νόμος δεν μπορεί να επεμβαίνει. Δεν υπάρχει ένα γενικευμένο δικαίωμα στη μη προσβολή. Μπορεί ο Αμβρόσιος να λέει ότι ο ομοφυλοφιλία είναι αρρώστια; Απαντώ: στο σπίτι του, ας λέει ό,τι θέλει. Με τους φίλους του στο καφενείο επίσης, αν κι εκεί εκτίθεται περισσότερο. Από άμβωνος όμως, αξιοποιώντας την επιρροή που του δίνει η δημόσια εξουσία του, όχι. Και κυρίως όχι, μισθοδοτούμενος από εμάς. Επομένως, περισσότερο από το περιεχόμενο το λόγου, είναι το πλαίσιο εκφοράς του που αιτιολογεί ή όχι τη λογοκρισία.

Μπορεί ο Αμβρόσιος να λέει ότι ο ομοφυλοφιλία είναι αρρώστια; Απαντώ: στο σπίτι του, ας λέει ό,τι θέλει. Με τους φίλους του στο καφενείο επίσης, αν κι εκεί εκτίθεται περισσότερο. Από άμβωνος όμως, αξιοποιώντας την επιρροή που του δίνει η δημόσια εξουσία του, όχι. Και κυρίως όχι, μισθοδοτούμενος από εμάς.

ΠΠ: Θα συμφωνήσω, να προσθέσω μόνο ότι και η ίδια η νομοθεσία μπορεί να αποδειχθεί προβληματική εκ των υστέρων. Για παράδειγμα το άρθρο 2 του λεγόμενου «αντιρατσιστικού νόμου» (4285/2015), το οποίο, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, καταλήγει να οδηγεί στην ποινική δίωξη της επιστημονικής άποψης και της ελεύθερης έκφρασης. Μάλιστα, οι μετέχοντες στο συνέδριο «Λογοκρισίες στην Ελλάδα» το 2015 εκφράσαμε με ψήφισμα την έντονη ανησυχία μας για τη δίκη που διεξαγόταν τότε στην Κρήτη με αντικείμενο θέσεις που εκφράζονταν στο βιβλίο Η Μάχη της Κρήτης του γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ –στη βάση του ότι η άποψη για την ιστορία μπορεί να κρίνεται αλλά όχι να διώκεται– απευθύνοντας έκκληση στον υπουργό Δικαιοσύνης και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο να καταργηθεί το συγκεκριμένο άρθρο.

— Πόσο εντάσσονται στην προβληματική της λογοκρισίας φαινόμενα εκούσιας ή και ακούσιας, «καθ'έξιν» αυτολογοκρισίας;

ΠΠ: Όταν η απαγόρευση εκφράζεται και εφαρμόζεται στην πράξη από ανθρώπους και χώρους που έχουν πραγματικό μονοπώλιο στο καλλιτεχνικό πεδίο (κινηματογραφικές και θεατρικές αίθουσες, γκαλερί, μουσεία, και γενικά όλο το δίκτυο διακίνησης και πώλησης ενός έργου τέχνης), η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να καταπνιγεί τόσο αποτελεσματικά όσο θα καταπνιγόταν με νομική απαγόρευση. Ο λογοκριτής μπορεί να αποσυρθεί. Σκεφτείτε πως στο πιο εμβληματικό περιστατικό λογοκρισίας των τελευταίων ετών, την περίπτωση του έργου του Τιερί ντε Κορντιέ στην έκθεση Outlook, το έργο απομακρύνθηκε από τον ίδιο τον επιμελητή μετά από σύσταση του τότε Υπουργού Πολιτισμού. Αντίστοιχα, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών απέσυρε μόνη της το έργο Stills από την πλατεία Κλαυθμώνος μετά τις αντιδράσεις του «διερχόμενου ιερέα».

ΔΧ: Δύσκολη ερώτηση... Όντως, η αυτολογοκρισία είναι η έσχατη λογοκρισία. Από την άλλη, μόνο τα μικρά παιδάκια, οι μεθυσμένοι και οι τρελοί λένε ό,τι τους έρχεται. Όλοι μέσα μας έχουμε ενσωματωμένους μηχανισμούς κοινωνικής ευπρέπειας που κατευθύνουν το λόγο μας. Δεν λέμε στη φίλη μας που πάχυνε "σαν ζώον έγινες" ούτε στον δάσκαλό μας "λες βλακείες", ακόμη κι αν έτσι νομίζουμε. Από την άλλη, είναι ανόητο να θεωρήσουμε όλα αυτά, αυτολογοκρισία. Αν όλα είναι λογοκρισία τι, στην ευχή, είναι πράγματι λογοκρισία; Αυτολογοκρισία υπάρχει όταν έχουμε μια εκούσια απόφαση αυτοπεριορισμού του λόγου, στο όνομα της άνισης κατανομής ισχύος στην κοινωνία και όχι γενικά στο όνομα της μη προσβολής του άλλου. Αυτολογοκρίνομαι όταν δε λέω τη λέξη "Μακεδονία" για το όνομα του γειτονικού κράτους όταν φοβάμαι μη με διώξει ο εκδότης. Δεν αυτολογοκρίνομαι όμως όταν απλώς προσέχω να είμαι στοιχειωδώς ευγενικός με τους ανθρώπους. Ή εν πάσει περιπτώσει και να αυτολογοκρίνομαι, δεν πειράζει!