Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Έντουαρντ Σνόουντεν: O κατάσκοπος που γύρισε από την ποπ κουλτούρα

Συνταρακτικές λεπτομέρειες έρχονται στο φως στην αυτοβιογραφία του Σνόουντεν «Το μεγάλο φακέλωμα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός, μαζί με το προφίλ ενός new age, εντελώς ποπ κατασκόπου.

Έντουαρντ Σνόουντεν: O κατάσκοπος που γύρισε από την ποπ κουλτούρα

Παρότι περιμένει κανείς να διαβάσει την εξομολόγηση ενός τεχνοκράτη που έτυχε να μυηθεί στις υπηρεσίες παρακολούθησης, το Μεγάλο Φακέλωμα, η αυτοβιογραφία του Έντουαρντ Σνόουντεν, είναι γραμμένο με μπρίο, ζωντανή αφήγηση και αυτοσαρκασμό. Ως γνωστόν, ο 36χρονος πρώην συνεργάτης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο και μετατράπηκε σε Νο1 καταζητούμενο, μαζί με τον Ασάνζ, όταν έδωσε στη δημοσιότητα πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων που αποδεικνύουν ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες και τα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων πολιτών καταγράφονται και παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Το 2013, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Χονγκ Κονγκ, ο Σνόουντεν θα παρέδιδε τα ντοκουμέντα στην «Guardian» και στην «Washington Post», αποκαλύπτοντας, για πρώτη φορά, πως, όποτε κάποιος μπαίνει στο Διαδίκτυο ή μιλάει στο τηλέφωνο, παρακολουθείται. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, αποσφραγίζοντας τις κατηγορίες εναντίον του για κατασκοπεία και κλοπή κρατικών περιουσιακών στοιχείων, τον αναγκάζει να ζητήσει καταφύγιο στη Μόσχα, απ' όπου έφυγε πριν από δύο χρόνια. Μόλις πριν από λίγες μέρες ζήτησε και πάλι άσυλο από τη Γαλλία.


Ο 36χρονος που η Αμερική εξακολουθεί να θεωρεί τον Νο1 προδότη φαίνεται να παρακολουθεί την επικαιρότητα, έτσι στη βιογραφία του παραπέμπει σε διάφορα σίριαλ και ταινίες με ανάλογο περιεχόμενο, ενώ δηλώνει φαν του «Sesame Street», του «Family Guy» και των βιντεογκέιμ. Άλλωστε, ομολογεί πως πρώτη φορά κατάλαβε τι σημαίνει να είσαι θνητός χάρη στο Super Mario Βros. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί χωρίς τις online ταινίες ή το πορνό. Επιμένει, εξάλλου, ότι το πορνό συνιστά την πιο... ειρηνοποιό δύναμη του Ίντερνετ, καθώς «αφορά κυριολεκτικά όλους όσοι βρίσκονται online, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας, φυλής και ηλικίας, από τον αιμοσταγή τρομοκράτη μέχρι τον πιο γλυκό ηλικιωμένο πολίτη, που θα μπορούσε να είναι παππούς, γονιός ή εξάδελφος ενός τρομοκράτη». Ο ίδιος επιμένει ότι το σεξ είναι κινητήριος δύναμη των πάντων, μαζί με την αίσθηση του παιχνιδιού και την εξουσία. Και τονίζει πως η σύζυγός του Λίντσεϊ Μιλς είναι φοβερή χορεύτρια pole dancing. Την παντρεύτηκε ενώ είχε βρει άσυλο στη Μόσχα, διατηρώντας μια σχέση εξ αποστάσεως – στο βιβλίο, για να δείξει την τραγικότητα των γεγονότων, παραθέτει το δικό της προσωπικό ημερολόγιο, εκτός από τη μεταξύ τους αλληλογραφία.

Απέκτησε χρήματα, φορούσε μόνο μάρκες, άλλαζε συνέχεια κούρεμα, ένιωθε να δελεάζεται από αυτή την καινούργια εικόνα. Δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο. Μόνο τώρα, εκ των υστέρων, ομολογεί ότι το σύστημα παρακολούθησης, στο οποίο ο ίδιος πρωτοστατούσε, είχε φτάσει να «χακάρει το σύνταγμα».


Ομολογεί πως εκείνη είναι που τον βοήθησε τις δύσκολες ώρες και του συμπαραστάθηκε σε κρίσιμα ζητήματα υγείας, όπως η επιληψία, από την οποία γράφει ότι υποφέρει. Κατά τα άλλα, οι περιγραφές του είναι μάλλον σαρκαστικές, καθώς αποφεύγει τη δραματοποίηση, αν και αρθρώνει έντονο πολιτικό λόγο, ειδικά κατά της πολιτικής των ΗΠΑ. Ωστόσο, όλες οι μεταφορές του χάκερ που γεννήθηκε μόλις το 1983 είναι παρμένες σχεδόν αποκλειστικά από την ποπ κουλτούρα, με τις σκέψεις του να κατρακυλούν σαν «τουβλάκια του Tetris» ή με τα προβλήματα να «μοιάζουν σαν έναν κύβο του Ρούμπικ».

Εντάχθηκε στις πρώτες ομάδες μυστικών πληροφοριών στα 24 και δεν είναι, όπως ομολογεί, ο μικρότερος. Απέκτησε το παρατσούκλι «Κόμης» «όχι λόγω της αρχοντικής κορμοστασιάς μου, ούτε της κομψότητας που χαρακτήριζε τις ενδυματολογικές επιλογές μου, αλλά επειδή, όπως εκείνος ο τσόχινος δράκουλας από το "Sesame Street", είχα την τάση να προδίδω τη διάθεσή μου να διακόψω την τάξη, σηκώνοντας το δάκτυλό μου, σαν να ετοιμαζόμουν να πω: "Ένα, δύο, τρία, α, χα, χα, τρία πράγματα ξέχασες!"».

Αποκρυπτογραφούσε δεδομένα αλλά έκανε κάτι που ο ίδιος παρομοιάζει με βουντού, δηλαδή αναπαραγωγή οποιασδήποτε πληροφορίας εμφανιζόταν στην οθόνη του υπολογιστή, «χρησιμοποιώντας μονάχα τις ισχνές ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές που προκαλούνται από τον παλμό του ρεύματος, ο οποίος διατρέχει τα εσωτερικά του στοιχεία, που μπορεί να καταγραφούν με τη χρήση της ειδικής κεραίας, μέθοδος που ονομάζεται Υποκλοπή Βαν Εκ». Στη βιογραφία του δεν παραλείπει να αναφέρει λεπτομέρειες όπως το ηλεκτρονικό νέφος ή άλλα είδη τεχνολογικής προόδου, στα οποία φαίνεται να ήταν ο πρωταγωνιστής και παντογνώστης.


Ταξίδεψε, επίσης, παντού, όπως ομολογεί ο ίδιος, στη Χαβάη, κοντά στο Περλ Χάρμπορ, αλλά και στην Ιαπωνία, ακόμα πιο κοντά στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Απέκτησε χρήματα, φορούσε μόνο μάρκες, άλλαζε συνέχεια κούρεμα, ένιωθε να δελεάζεται από αυτή την καινούργια εικόνα. Δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο. Μόνο τώρα, εκ των υστέρων, ομολογεί ότι το σύστημα παρακολούθησης, στο οποίο ο ίδιος πρωτοστατούσε, είχε φτάσει να «χακάρει το σύνταγμα». Κατά τη γνώμη του, κάτι τέτοιο γίνεται ακόμα μέσα από τους «αλγόριθμους κρυπτογράφησης, που είναι σειρές μαθηματικών προβλημάτων σχεδιασμένες ώστε να είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλυθούν ακόμη και από υπολογιστές».

Η αυτοβιογραφία του έχει εκδοθεί ήδη σε περισσότερες από 20 χώρες και στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Χρήστου Καψάλη. Έχει ξεσηκώσει ήδη σάλο, καθώς οι ΗΠΑ διεκδικούν τα έσοδα των πωλήσεων από τον ριζοσπαστικό εκδοτικό οίκο Macmillan. Επιπλέον, ζητούν να παραδώσει στο κράτος τα χρήματα που έχει κερδίσει ο Σνόουντεν από τις βιντεοδιαλέξεις του, καθώς κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται για την ώρα.

Ο ίδιος ισχυρίζεται πως οι αποκαλύψεις του οδήγησαν στην αλλαγή της νομοθεσίας για τα πνευματικά δεδομένα, δεδομένων των υποκλοπών που γίνονταν κατά κόρον πριν από λίγα χρόνια. Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, είναι ο ίδιος που εφηύρε τον αποτελεσματικότερο και μαζικότερο τρόπο παρακολούθησης, κάνοντας τους παλιούς πράκτορες να μοιάζουν με καρικατούρες βγαλμένες από αραχνιασμένα σύμπαντα. Σε αντίθεση με το Βερολίνο, που κάποτε θεωρούνταν η πόλη των κατασκόπων, στα χρόνια του Σνόουντεν κέντρο παρακολούθησης ήταν πλέον η Γενεύη.


Εκεί είναι που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή εφαρμογής νέων τεχνικών κυβερνο-κατασκοπείας της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας, της οποίας ήταν μέλος. Στην πόλη όπου, όπως ο ίδιος επισημαίνει, εκτυλίσσεται ο «Φρανκενστάιν», ένα από τα αγαπημένα του μυθιστορήματα, σημειώθηκε η μεγαλύτερου εύρους παρακολούθηση στο πλαίσιο της επιχείρησης Human Intelligence. Και όπως γράφει χαρακτηριστικά, αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τις ΗΠΑ: «Στους κόλπους της κοινότητας των μυστικών υπηρεσιών το φαινόμενο "Φρανκενστάιν" μνημονεύεται ευρέως, αν και ο δημοφιλέστερος όρος προέρχεται από τη στρατιωτική ορολογία και είναι "ανάκρουση"». Επίσης, ισχυρίζεται πως ο όρος «Φρανκενστάιν» περιγράφει «καταστάσεις όπου διάφορες πολιτικές αποφάσεις που σκοπό είχαν την προώθηση των συμφερόντων της Αμερικής κατέληξαν να την πλήξουν ανεπανόρθωτα», όπως η σύμπραξη με τους Ταλιμπάν και τον Μπιν Λάντεν κατά των Σοβιετικών, αλλά και η απόφαση των ΗΠΑ να αναδιατάξουν τις παγκόσμιες επικοινωνίες. Αυτό που φάνηκε να είναι το κατεξοχήν πλεονέκτημά τους τώρα γύρισε μπούμερανγκ.

Στο τέλος, αν το καλοσκεφτείς, ο Φρανκενστάιν ήταν δημιούργημα του άψυχου εργαστηρίου του δημιουργού του, του οποίου έφερε και το όνομα, καταφέρνοντας να ξεπεράσει σε ικανότητες ακόμα και τη φαντασία του ίδιου. Τερατούργημα της τεχνολογίας ή απλό θύμα, όπως και να 'χει, ο Έντουαρντ Σνόουντεν είναι αναμφίβολα ο πρωταγωνιστής της πιο συναρπαστικής ιστορίας κατασκοπείας του 21ου αιώνα.

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO