Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ένα περιοδικό και ένα πεζογράφημα

Νέο τεύχος της «Ποιητικής» και ένα ωραίο βιβλίο.

Ένα περιοδικό και ένα πεζογράφημα

  

1. Πεζογράφημα. Μεγάλος συγκλονισμός η ανακάλυψη του Μανές Σπέρμπερ (1905-1984) και της μεγαλειώδους σύνθεσής του Δάκρυ στον Ωκεανό. Η περιπλάνηση στα ψυχικά, πολιτικά, κοινωνικά τοπία που φιλοτεχνεί με οδύνη και γνώση στον δεύτερο τόμο με τίτλο Πιο βαθιά κι απ' την άβυσσο (μτφρ. Έμη Βαϊκούση, εκδ. Καστανιώτη) εξοικειώνει τον αναγνώστη με τις καμπές της Ιστορίας και τις διακυμάνσεις που επιφέρουν στον ψυχισμό των μεμονωμένων ανθρώπων. Όπως και ο δικός μας Στρατής Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, έτσι και ο Σπέρμπερ ξέρει ιδιοφυώς και οπλισμένος με εμπειρία και μνήμη να μετακινεί πελώριους όγκους ιστορικών γεγονότων και να επεξεργάζεται λεπτότατες ανθρώπινες συγκινήσεις. Από τη μία οι μηχανισμοί των κρατών και των κομμάτων, από την άλλη οι νέοι, οι μεσόκοποι, οι γέροντες που απαρτίζουν αυτούς τους μηχανισμούς ή τους πολεμούν. Ο Ντόινο Φάμπερ, ιδεολόγος και ιδαλγός, θύμα και θύτης, γρανάζι στον μηχανισμό και πολέμιός του, και εδώ, όπως και στην Καμένη Βάτο, το πρώτο μέρος της τριλογίας, συνταράζεται από τα γεγονότα στα οποία συμμετέχει, τσακίζεται από τη χυδαιότητα και την κτηνωδία αυτών που είχε για «αγγέλους της αγνότητας», χάνει φίλους και αυταπάτες, γίνεται κατά μία πενταετία και δεκάδες θανάτους λιγότερο αθώος, περισσότερο ώριμος και ένοχος. «Η κακοποίηση των ιδεών, η διαστρέβλωσή τους στην πράξη, η γραφειοκρατική ταπείνωση και η υποδούλωση των αθώων, η εξολόθρευση των μειονοτήτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – δεν υπήρχε τίποτα καινούργιο σε όλ' αυτά~ η εποχή μας ξέθαψε απλώς την ύπαρξή τους, δεν τα επινόησε. Είναι παλιό το έργο, κι υπάρχουν αποδείξεις γι' αυτό. Καινούργιο απεναντίας είναι ότι κανένα κόμμα και κανένας τύραννος δεν τόλμησε να ομολογήσει την πίστη του στην ποταπότητα του ανθρώπου». Τοιχογράφος του Μεσοπολέμου και συνάμα λεπιδοπτερολόγος της προσωπικής, υπαρξιακής αγωνίας, ο Σπέρμπερ υπερβαίνει τον κυνισμό, τη συντριβή, τον τεμαχισμό ψυχής και νου και ποντάρει, γράφοντας, συνθέτοντας την Τριλογία, στο ντουέτο γνώσης και ευαισθησίας, στη διατήρηση της αξιοπρέπειας σε συνθήκες γενικευμένης αθλιότητας, στη διάσωση της λογικής σε καιρούς παράκρουσης και παραλογισμού. Το γράψιμο, πέρα από προσωπική λύτρωση και διέξοδος, είναι και ο τρόπος του να κάνει το καθήκον του απέναντι στη διαρκώς σπαρασσόμενη ανθρωπότητα. Το ιδιαίτερο ύφος του, συγγενές πάντως με αυτό του Ρόμπερτ Μούζιλ ή του Τόμας Μαν, των ψύχραιμων παθολογοανατόμων του 20ού αιώνα που καταπιάστηκαν με τα πελώρια κοινωνικά και ιστορικά πράγματα και τις επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη ψυχή, μοιάζει ακόμη σφριγηλό, συμπαγές, στιβαρό. Ένα ύφος υψίστης ακριβείας. «Στην εποχή αυτή που ζούσαν τώρα αυτό που ήταν καινούργιο δεν ήταν η μιαρότητά της~ ήταν απλώς τα τεχνικά μέσα που έθεσε στην υπηρεσία της» επεσήμανε πριν από δεκαετίες ο Σπέρμπερ, και σήμερα άλλο δεν βλέπουμε από την ιλιγγιώδη εξάπλωση αυτής της καίριας επισήμανσης.


2. Περιοδικά. Πληθαίνουν. Πλουτίζονται. Προσφέρουν. Η «Ποιητική» φτάνει στο 13ο τεύχος της και αναγγέλλει αναβάθμιση: οι λίαν εκλεκτοί Χρήστος Χρυσόπουλος, Μαρία Τοπάλη, Γιάννης Δούκας, Δημήτρης Ελευθεράκης και Γιώργος Λαμπράκος συγκροτούν συντακτική ομάδα και πλαισιώνουν τον Χάρη Βλαβιανό. Η πολύτιμη πορεία της «Ποιητικής» θα γίνει, το δίχως άλλο, ακόμα πιο πολύτιμη. Στο παρόν τεύχος ξεχώρισα κατευθείαν, παλιός στο κουρμπέτι καθώς είμαι, βετεράνος των μπαρ και της παρατήρησης των ανθρώπων υπό το πρίσμα μιας βαθιά ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συνοδοιπορεί με τη θητεία στη μέθη, το ποίημα «Κάποιοι Άγιοι» του Καναδού ποιητή Alden Nowlan (1933-1983), ηδύτατα μεταφρασμένο από τον Γιάννη Παλαβό: «Δεν είναι όλοι οι μεθύστακες Άγιοι./ Ναι, αλλά κάποιοι είναι./ Τρελαίνομαι γι' αυτούς που ξέρουν / ν' αράζουν για ώρες χαλαροί / σε δρόμους και πλατείες / γόνατα διπλωμένα στο στήθος / πλάτη κολλητά στον τοίχο / πάντοτε μακάρια σιωπηλοί./ Αυτοί μετακινούνται μόνο / στην ανάγκη,/ πεζή και σχεδόν πάντα / δυο δυο./ Για μένα είναι ιεραπόστολοι./ Στις φλέβες τους ρέει το αίμα του Χριστού,/ διψούν για τον Κύριο./ Έχουν κοιτάξει κατάματα / τον Θεό, τη λάμψη Του / δίχως στα μάτια τους μαύρα γυαλιά». Διαβάζω επίσης περιπαθώς τα μεταφρασμένα από την ποιήτρια και αοιδό Λένια Ζαφειροπούλου «45 σονέτα για τα 450ά γενέθλια» του βάρδου των βάρδων, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μια ευπρόσδεκτη shakespeariance, και το δοκίμιο του μεγάλου Harold Bloom Σαίξπηρ: Η επινόηση του ανθρώπινου (σε μετάφραση του έμπειρου Άρη Μπερλή) – απόσπασμα από το βιβλίο του Bloom που αναμένεται από τις εκδόσεις Gutenberg. Υπογραμμίζω φράσεις με νόημα στο συγκροτημένο κείμενο «Ρεμπώ, ένας επαναστάτης επαναστάτης» του Daniel Mendelsohn (μτφρ. Νίνα Μπούρη): «Πράγματι, το μυστήριο της παραίτησης του Ρεμπώ ενδέχεται να μην είναι τελικά και τόσο μεγάλο. Οι φαινομενικά ασυμβίβαστες ακραίες σκέψεις και συμπεριφορές του εξηγούνται ευκολότερα αν θυμηθούμε ότι ο ποιητής Ρεμπώ δεν ενηλικιώθηκε ποτέ: οι βίαιες ταλαντεύσεις μεταξύ λαχτάρας και περιφρόνησης, συναισθηματισμού και παραφοράς, δεν είναι ανήκουστες στους εφήβους. (Ο σουρεαλιστής Αντρέ Μπρετόν περιέγραψε τον Ρεμπώ ως "γνήσιο θεό της ήβης"). Όπως ο Τζ.Ντ. Σάλιντζερ, έτερος αγαπημένος ιερουργός της νεανικής έξαψης, πιθανόν ο Ρεμπώ να ανακάλυψε ότι, μεγαλώνοντας, χάθηκε η επιτακτικότητα του θέματός του. Δεν είχε τίποτε άλλο να πει».