Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Υπάρχει «ένας καλός λόγος» για να δείτε τη νέα παράσταση του Αργύρη Πανταζάρα

Ο ταλαντούχος ηθοποιός παρουσιάζει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων - Λεύτερη Βογιατζή έναν αμείλικτο μονόλογο βασισμένο σε κείμενα των Φίοντορ Ντοστογιέφσκι και Βασλάβ Νιζίνσκι

Υπάρχει «ένας καλός λόγος» για να δείτε τη νέα παράσταση του Αργύρη Πανταζάρα

«Η φύση είναι η ζωή. Η ζωή είναι η φύση. Η ζωή είναι υπερήφανη». Κάθεται στο κέντρο της σκηνής και μονολογεί. Ανά διαστήματα επαναλαμβάνει «είμαι Θεός, είμαι το παν». Ο τόνος της φωνής άλλοτε ανεβαίνει, άλλοτε πέφτει στον ψίθυρο.

Φορά ένα λευκό μποξεράκι και μια παλιομοδίτικη ασορτί φανέλα. Δένει με τέιπ τα πόδια σαν αθλητής ή σαν τραυματισμένος υπερήλικας. Κάνει ζέσταμα στο πρόσωπο, κοιτά στα μάτια τον κόσμο και συγχρόνως κρύβεται από αυτόν.

Σιγά σιγά στο κορμί του θα προστεθούν (από συνεργάτες που εισβάλουν στον προσωπικό του χώρο και τον ντύνουν) κάλτσες, πουκάμισο, παντελόνι και σακάκι.

Κι έτσι, στο τέλος στην γυμνή σκηνή που μεταμορφώνεται σε τηλεοπτικό πλατό θα έχει απομείνει εκείνος μέσα στην καλοσιδερωμένη στολή του, ένα μικρόφωνο, μια τηλεοπτική κάμερα και το κοινό στο οποίο πρέπει να απευθυνθεί για να ανακοινώσει την έναρξη ενός πολέμου. Το κοινό που όπως λέει «εντυπωσιάζεται εύκολα γιατί ξέρει ελάχιστα».

Οσο κρατά αυτή η βασανιστική διαδικασία θα παλεύει με φαντάσματα από το παρελθόν, θα διηγείται με σαρκαστικό τρόπο την ιστορία του, θα ψάχνει να βρει τι να κάνει με τα ιδρωμένα του χέρια, θα μιλά για τους κρετίνους γείτονές του, θα αναζητά παρηγοριά στη χημεία, θα αποκαλύπτει πόσο ευχαριστιόταν να αντιμετωπίζει τον κόσμο με αγένεια. Τελικά χαρίσματα έχει ο ήρωάς σας;

Ο Αργύρης Πανταζάρας είναι αυτός ο κυβερνητικός αξιωματούχος και από 23 Απριλίου παρουσιάζει στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων- Λευτέρης Βογιατζή την παράσταση «Ένας καλός λόγος» βασισμένο σε κείμενα των Φίοντορ Ντοστογιέφσκι και Βασλάβ Νιζίνσκι.

Έχοντας ως όχημα γραπτά και ψηφίδες από τις ζωές των δύο μεγάλων δημιουργών ετοίμασαν μαζί με την Ελίνα Μαντίδη έναν αμείλικτο μονόλογο.

«Με αφορμή τα δυο αυτά πρόσωπα και πολλά γεγονότα που προσθέτουμε πλάθουμε ένα δικό μας ήρωα. Τον ντύνουμε, τον ετοιμάζουμε και τον οδηγούμε στη σφαγή. Είναι η προετοιμασία -προσευχή ενός ανθρώπου για να πείσει τον εαυτό του να ξεκινήσει κάτι» λέει ο ηθοποιός.

Τι σχέση, όμως, έχουν οι ζωές δύο καλλιτεχνών με την πολιτική; «Για μας έχει σημασία ο χαρακτήρας πίσω από το βήμα λίγες στιγμές πριν απευθύνει δημόσιο διάγγελμα. Επιλέξαμε έναν μηδενιστή κι ένας ψυχικά άρρωστο άνθρωπο γιατί υποφέρουν από την ίδια τους την ύπαρξη.

Είναι αφοπλιστικά ειλικρινείς, βασανισμένοι και έχουν μια τρομακτική αγριότητα κι ωμότητα που ταιριάζει γάντι με την πολιτική. Είναι επίσης απομονωμένοι ο καθένας στο δικό του υπόγειο, αποκλεισμένοι από την κοινωνία, ιδρυματοποιημένοι.

Άλλωστε η δουλειά της Τέχνης δεν είναι να δημιουργεί ταυτολογίες, ντοκιμαντέρ και ακριβείς βιογραφίες. Φτιάξαμε τον πολιτικό που θα εξυπηρετήσει τα δικά μας συμφέροντα στην παράσταση».

Σιγά σιγά στο κορμί του θα προστεθούν (από συνεργάτες που εισβάλουν στον προσωπικό του χώρο και τον ντύνουν) κάλτσες, πουκάμισο, παντελόνι και σακάκι.

Στην πραγματικότητα είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, ολίγον τεμπέλης, λίγο περισσότερο φτωχοδιάβολος που κληρονομεί ένα μεγάλο ποσό και αποφασίζει με ασχοληθεί με την πολιτική μπας και ταϊσει λίγο την προσωπική του ματαίωσή.

«Είναι μια κλασική περίπτωση κτηματία, επιχειρηματία, δικηγόρου, ηθοποιού, αθλητή, βιβλιοπώλη που μπαίνει στον πολιτικό στίβο αυτό χρηματοδοτώντας τον εαυτό του. Πλέον όλοι μπορούν να βαφτιστούν πολιτικοί κι αυτοί είναι μια βασική έλλειψη ευθύνης της κοινωνίας μας. Δίνουν το κομπόδεμά τους για να αγοράσουν καριέρα, αξίωμα, εξουσία» λέει και μοιάζει σχεδόν να τον λυπάται.

«Η δουλειά του ηθοποιού είναι να δικαιώνει πάντα τον ήρωα που υποδύεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να τον αγαπάω αλλά οφείλω να φροντίσω τον ρόλο».

Οσο κρατά αυτή η βασανιστική διαδικασία θα παλεύει με φαντάσματα από το παρελθόν, θα διηγείται με σαρκαστικό τρόπο την ιστορία του, θα ψάχνει να βρει τι να κάνει με τα ιδρωμένα του χέρια, θα μιλά για τους κρετίνους γείτονές του, θα αναζητά παρηγοριά στη χημεία, θα αποκαλύπτει πόσο ευχαριστιόταν να αντιμετωπίζει τον κόσμο με αγένεια. Τελικά χαρίσματα έχει ο ήρωάς σας; «Υποφέρει από συνείδηση».

Μέσα από το πρίσμα της προετοιμασίας προβαίνει σε εξομολόγηση, σε παραδοχή της σκοτεινής, της διεφθαρμένης, της μπερδεμένης, της οργισμένης, της ανθρώπινης εν τέλει φύσης.

Έτσι η πορεία μετατροπής του σε πολιτικό ον αποδεικνύεται μια πολύ γνώριμη σε όλους μας διαδικασία με πρόσωπα τραγικά οικεία. «Πόσο θα ήθελα μια πολιτική ομιλία που θα περιείχε τις λέξεις "συγγνώμη, αναλαμβάνω την ευθύνη, κάναμε λάθη". Λείπει πάντα η συναίσθηση, η αυτοκριτική, η εκτίμηση έργου» λέει ο Α.Πανταζάρας ενώ παραδέχεται πως έγινε ηθοποιός γιατί ήθελε «να κατανοήσει τον άνθρωπο θέτοντας ως πειραματόζωο τον εαυτό του».

Στην πραγματικότητα είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, ολίγον τεμπέλης, λίγο περισσότερο φτωχοδιάβολος που κληρονομεί ένα μεγάλο ποσό και αποφασίζει με ασχοληθεί με την πολιτική μπας και ταϊσει λίγο την προσωπική του ματαίωσή.

Και πολιτικές τοποθετήσεις γιατί νιώθετε την ανάγκη να κάνετε τόσο συχνά; «Δεν μπορείς να απασχολείς την κοινωνία χωρίς να είσαι μέρος αυτής. Κάνω πολιτικές δηλώσεις γιατί είμαι ενεργός πολίτης. Δεν θέλω να κάνω ψυχαγωγία αλλά πολιτισμό».

Το θέατρο δηλαδή είναι ένας παρθένος τόπος; Δεν υπάρχει εκεί πολιτική; «Από την στιγμή που υπάρχουν παραγωγοί στις παραστάσεις υπάρχει και πολιτική. Ωστόσο παλεύουμε να το κρατήσουμε όσο πιο ελεύθερο γίνεται. Περάσαμε μια εποχή που οι ηθοποιοί που είχαν στην κατοχή τους χώρους κατάφεραν να απελευθερωθούν από τον σκηνοθέτη και δημιούργησαν μια ελεύθερη συνθήκη.

Τώρα πια οι καλλιτέχνες είναι ένα βήμα πριν απελευθερωθούν και από τους παραγωγούς. Εμείς εδώ για παράδειγμα δεν έχουμε ούτε κρατική χρηματοδότηση ούτε και κανέναν να μας ορίζει το μπάτζετ. Φτιάχνω ένα σύστημα κοινωνίας που λέγεται ελευθερία».

Ναι μόνο που για να κατακτήσετε αυτή την ελευθερία έχετε συμμετάσχει κι εσείς στο σύστημα δουλεύοντας με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στους μεγαλύτερους θεατρικούς οργανισμούς της χώρας. «Από αυτούς έμαθα ότι ο καθένας πρέπει να διεκδικεί έναν τόπο προνομιακό για το έργο του και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας για τους συνεργάτες του».