Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Δημήτρης Λιγνάδης: «Αντί να χτίζω, προσπαθώ να δω τι δεν θα γκρεμιστεί»

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου μιλά στη LiFO για τις επιπτώσεις της πανδημίας στον κλάδο του, τα επόμενα βήματα του Εθνικού και τη σημασία του θεάτρου στη ζωή μας.

Δημήτρης Λιγνάδης: «Αντί να χτίζω, προσπαθώ να δω τι δεν θα γκρεμιστεί»

Έναν χρόνο πριν όλα για τον Δημήτρη Λιγνάδη έμοιαζαν ιδανικά φτιαγμένα: είχε συμπληρώσει 30 χρόνια στο θέατρο, όπου είχε δοκιμαστεί σε ένα ευρύ ρεπερτόριο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είχε καταθέσει διαπιστευτήρια, είχε νικήσει τα προσωπικά του φαντάσματα του παρελθόντος και στα 55 του, με όσο απόθεμα αυτοπεποίθησης είχε, αναλάμβανε το τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου.

Σήμερα, τα όνειρα έχουν κόψει ταχύτητα προσωρινά. Τα θέατρα είναι κλειστά. Η κοινωνία και ο κόσμος της τέχνης αναμετριέται με ένα δεύτερο lockdown. Κι εκείνος, σε ένα από τα λίγα γραφεία στο κτίριο Τσίλερ όπου το φως δεν σβήνει ποτέ, επανασχεδιάζει, μαζί με ελάχιστους συνεργάτες, την επόμενη μέρα.

Οι συνθήκες άλλαξαν, η στόχευση επαναπροσδιορίζεται, το ρεπερτόριο επανεξετάζεται, καραμπόλες, μεταθέσεις και απογοητεύσεις ζητούν επειγόντως ενέσεις αισιοδοξίας. Τις έχει, μαζί με ένα εφηβικό πείσμα που τον κάνει να αισιοδοξεί και να συνεχίζει να μάχεται: «Είτε live είτε διαδικτυακά, το χαραγμένο από μένα ρεπερτόριο της περιόδου 2020-2021 θα παιχτεί» λέει και αποκαλύπτει πως το προσεχές διάστημα οι προβολείς στις αίθουσες θα ανάψουν, καθώς, όσες παραστάσεις διακόπηκαν, θα γίνουν σε live streaming.

Μεταξύ αυτών, το Φεγγάρι από χαρτί των Ρέππα - Παπαθανασίου, η Κυρία του Μαξίμ του Ζορζ Φεντό, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, και, κατά πάσα πιθανότητα, το Παίζοντας το θύμα των Όλεγκ και Βλαντίμιρ Πρεσνιακόφ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, και το Σ' εσάς που με ακούτε της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά. Επίσης, οι Πέρσες, μετά το παγκόσμιο live streaming από την Επίδαυρο το καλοκαίρι, κινηματογραφηθήκαν, έχουν αποδοθεί τα δικαιώματα και θα μεταδοθούν on demand πια.

Αποφασισμένος, δε, να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην έρευνα, που φέτος θα έχει αντικείμενο το αρχαίο δράμα, μετασχηματίζει το πρώην Μικρό Εθνικό σε Εθνικό Νέων, δημιουργώντας μια στέγη που θα απευθύνεται σε ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα και θα εμπλουτίζεται διαρκώς με ποικίλες δράσεις και διαδράσεις.

Φροντίσαμε από την αρχή, σε πλήρη συνεργασία με την εποπτεύουσα αρχή, να δουλέψουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ηθοποιοί, να μην υπάρχουν αποκλεισμοί, να μην κλείσει το θέατρο και με τα οικονομικά που διαθέτουμε να δοθούν πολλαπλές ευκαιρίες. Αλίμονο αν ξεχνούσα ότι είμαι ηθοποιός και σκηνοθέτης και ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρεθώ εκεί.

«Με το που ανέλαβα, είδα ποια πράγματα θα μπορούσα να συνεχίσω και ποια θα προτιμούσα να αλλάξουν. Κρατάω ό,τι μου ταιριάζει και μετασχηματίζω ό,τι θεωρώ ότι πρέπει να έρθει πιο κοντά στην κοσμοθεωρία μου. Όπως έχω ξαναπεί, οι διευθυντές αλλάζουν, αλλά ο διευθυντής του θεάτρου παραμένει. Πρόκειται για μια αδιάλειπτη πορεία. Αν ο καθένας ερχόταν για να γκρεμίσει ό,τι χτίστηκε και να φτιάξει τα δικά του, με προοπτική να τα καταστρέψει ο επόμενος, τότε δεν θα μιλούσαμε για συνέχεια αλλά για ένα χωράφι όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένα κλάσμα: στον αριθμητή βρίσκονται οι επιθυμίες, στον παρονομαστή οι δυνατότητες. Μόνο κάποιος που δεν είναι καλλιτέχνης δεν πιστεύει στη συνέχεια στην τέχνη».

Μια μέρα πριν από το νέο lockdown τον συναντήσαμε στο γραφείο του στο Εθνικό Θέατρο, να παραδέχεται πόσο του λείπουν οι ανοιχτές, γεμάτες αίθουσες, να φοβάται ότι θα αργήσουμε ως θεατές να μπούμε στη θεατρική κανονικότητα του παρελθόντος, να επιμένει πως «ο πολιτισμός προέρχεται από την παιδεία που υπάρχει σε έναν τόπο» και να εύχεται να παγιωθεί η επιχορήγηση του οργανισμού στα 8 εκατομμύρια ευρώ, από τα 6, που είναι σήμερα. Θα καταφέρει, τελικά, ο καλλιτεχνικός διευθυντής, εν μέσω πανδημίας, να ξεδιπλώσει το όραμά του για το κορυφαίο θέατρο της χώρας και να στριμώξει έναν ολόκληρο θεατρικό κόσμο στις προσταγές του κορωνοϊού;

Η μέριμνά μου είναι να απευθυνθώ σε όλον τον κόσμο: να υπάρχει εύρος, χωρίς να χαθεί το βάθος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Πόσο απογοητευτικό είναι για έναν καλλιτεχνικό διευθυντή να αναλαμβάνει μέσα σε τόσο δυστοπική ατμόσφαιρα;

Καμιά φορά, αισθάνομαι ότι με προσέλαβαν για αρχιτέκτονα και εγώ, αντί να χτίζω, προσπαθώ να δω τι δεν θα γκρεμιστεί. Να σας θυμίσω ότι ανέλαβα Σεπτέμβρη, βρήκα ένα πρόγραμμα έτοιμο και δεν είχα χρονικό περιθώριο να αλλάξω τίποτα. Η ηθική μού επέβαλε να συνεχίσω και να διαχειριστώ το πρόγραμμα που είχε ανακοινώσει ο προηγούμενος διευθυντής. Δύο δικές μου σφήνες πρόσθεσα (Μαθήματα πολέμου ΙΙΙ και το Μακμπέθ) μέχρι τον Μάρτιο.

Εκεί μας χτύπησε την πόρτα ο κορωνοϊός, οπότε υποχρεωθήκαμε σε άλλο σχεδιασμό και προσαρμογή σε ένα εντελώς νέο τοπίο. Κορωνοϊός - ξεκορωνοϊός, θα καταφέρουμε να μείνουμε ζωντανοί και δημιουργικοί. Έχω εκπαιδευτεί από το σπίτι μου να ανθίζω στην άσφαλτο.

— Συμφωνείτε με το κλείσιμο των θεάτρων;

Πραγματικά, τα θέατρα ήταν μέχρι τώρα ένας ασφαλής, στεγανός, θωρακισμένος από τον κορωνοϊο χώρος. Από τη στιγμή που η υγειονομική επιτροπή και τα νέα πρωτόκολλα ορίζουν ότι πρέπει να διακοπούν κάποιες δραστηριότητες, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.

Όσο καιρό διευθύνω το Εθνικό Θέατρο, κατάλαβα ότι το ευκολότερο πράγμα είναι να κρίνεις και να λιθοβολείς τους θεσμούς. Σέβομαι και κατανοώ απολύτως την αγωνία του κλάδου μου και συμπάσχω με τόσους εργαζομένους. Βρισκόμαστε σε μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδο.

— Εν μέσω πανδημίας, η τεχνολογία είναι σύμμαχος της τέχνης ή συγχρόνως και κίνδυνος;

Είμαι αισιόδοξος, οπότε δεν πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να πεθάνει λόγω της εξέλιξης. Το θέατρο, ως ζωντανή συμμετοχή στο μιμείσθαι, είναι μια ζωτική ανάγκη του ανθρώπου. Άλλωστε, ένα τεχνολογικό επίτευγμα ήταν και η τηλεόραση, αλλά δεν κατάφερε να το πληγώσει. Κάποτε όλοι έλεγαν: «Αφού έχω την υποκριτική στο σπίτι, γιατί να πάω στο θέατρο;».

Η τέχνη, λοιπόν, θα επιβιώσει. Το θέμα είναι να επιβιώσει και το επάγγελμα του ηθοποιού που δοκιμάζεται μέσα στη λαίλαπα του κορωνοϊού. Ευπρόσδεκτη στη ζωή η τεχνολογία, καθώς μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά, αλλά όχι να αντικαταστήσει το θέατρο ‒ όπως το cyber sex δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φυσική παρουσία. Εγώ, τουλάχιστον, είμαι της γενιάς του live.

— Αισθανθήκατε ότι ο κορωνοϊός πολλαπλασίασε το κλίμα διχασμού και επανέφερε τον διαχωρισμό σε στρατόπεδα μεταξύ καλλιτεχνών;

Έναν καυγά τον καταλαβαίνω, μια άδικη κριτική που χρονίζει δεν τη συγχωρώ. Κατανοώ μια θυμική, αυθόρμητη αντίδραση, αλλά σε ό,τι αφορά το άτομό μου και τον οργανισμό του οποίου προΐσταμαι δεν δέχομαι την οποιαδήποτε επίθεση.

Φροντίσαμε από την αρχή, σε πλήρη συνεργασία με την εποπτεύουσα αρχή, να δουλέψουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ηθοποιοί, να μην υπάρχουν αποκλεισμοί, να μην κλείσει το θέατρο και με τα οικονομικά που διαθέτουμε να δοθούν πολλαπλές ευκαιρίες. Αλίμονο αν ξεχνούσα ότι είμαι ηθοποιός και σκηνοθέτης και ότι κάποια στιγμή θα ξαναβρεθώ εκεί.

Σήμερα έχω αρμοδιότητα να διευθύνω το Eθνικό Θέατρο, αλλά βασική μου ιδιότητα είναι αυτή του ηθοποιού και δεν θα την απολέσω ποτέ. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Νιώθετε προνομιούχος σε σχέση με τους σκηνοθέτες του ελεύθερου θεάτρου όσο έχετε την ασφάλεια της κρατικής ομπρέλας;

Σήμερα έχω αρμοδιότητα να διευθύνω το Eθνικό Θέατρο, αλλά βασική μου ιδιότητα είναι αυτή του ηθοποιού και δεν θα την απολέσω ποτέ. Αυτό δεν είναι κάτι που χρειάζεται να υπενθυμίζω στον εαυτό μου, γιατί ούτε ξεχάστηκα ούτε παρασύρθηκα από την εξουσία. Η εξουσία και η άσκησή της έχει ξενύχτια, ευθύνες, πετάγματα από το κρεβάτι. Ανάλογες αγωνίες προκαλεί, βέβαια, σε έναν βαθμό και η υποκριτική. Απλώς, τώρα πια πετάγομαι από το κρεβάτι για τις ερμηνείες των άλλων.

— Αν μπορούσαμε να πάμε μπροστά τον χρόνο, τι θα θέλατε να λένε για σας όταν αποχωρήσετε από το Εθνικό;

Επειδή όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, θα ήθελα να πουν: «Ωραίος τύπος ο Λιγνάδης». Και μετά ας σχολιάσουν αν υπήρξα καλός διευθυντής ή αν έκανα κάτι γόνιμο, αλλά ίσως όχι ευχάριστο. Έχω από μικρός μια αγωνία να αφήνω κάτι πίσω μου και όχι μόνο την ανάμνηση μιας παράστασης. Τουλάχιστον έχω μάθει να είμαι πολύ γενναίος με τα λάθη μου και, όταν χρειαστεί, ζητάω συγγνώμη.

— Σε μια επιτελική θέση η αγωνία πολλαπλασιάζεται;

Είμαι τόσο ενοχικός, που οποιοδήποτε λάθος γίνεται, το πρώτο που εξετάζω είναι σε τι έφταιξα. Σε όλη μου τη ζωή, και μάλλον φταίει μαμά μου γι' αυτό, με κατατρέχει αυτή η αγωνία. Είναι δυσβάσταχτο να ζεις θεωρώντας πως φταις για όλα τα δεινά του κόσμου. Αν αυτήν τη στιγμή που μιλάμε ακουστεί από το παράθυρο ένας κρότος, το πρώτο που θα σκεφτώ είναι ότι εγώ κάτι έκανα. Όταν μπαίνω σε έναν χώρο ή σε ένα σπίτι, αντί να παρατηρήσω τα ωραία, το πρώτο που βλέπω είναι τα λάθη στη διακόσμηση ή τι μπορώ να διορθώσω. Το ίδιο συμβαίνει με τις σκηνοθεσίες μου, και με τις ερμηνείες μου ακόμα περισσότερο.

Όμως, σε ό,τι αφορά το Εθνικό, έχω πολύ ελαφριά τη συνείδησή μου: σήκωσα αμέσως τα μανίκια, προσπάθησα να φέρω τα οικονομικά σε μια κατάσταση προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα, φρόντισα τα εργασιακά, που με απασχολούσαν, και συνεργάζομαι μια χαρά με το Σωματείο των Ηθοποιών.

— Τα εργασιακά είναι πάντα μια δύσκολη εξίσωση στους κρατικούς οργανισμούς.

Όντως, και μάλιστα εν μέσω πανδημίας οι ισορροπίες δοκιμάζονται ακόμα περισσότερο. Ξέρω ότι στην προσπάθειά μου να γίνω ωφέλιμος μακρόπνοα, ίσως γίνω αντιπαθής προσωρινά σε κάποιους, γιατί σίγουρα θα ξεβολευτούν. Πιστεύω βαθιά πως πριν φτάσει κανείς στην επιβολή, που είναι το τελευταίο σκαλοπάτι, χρειάζεται να του δείξεις την πρόκληση. Xρειάζεται να πιστέψουν ότι, εκτός από διεκπεραιωτές, μπορούν να γίνουν και δημιουργικοί.

Όλοι οι εργαζόμενοι στο Εθνικό μπορούν να το κάνουν. Βέβαια, οι ανάγκες υποχρεώνουν τον καλλιτεχνικό διευθυντή να είναι την ίδια στιγμή οραματιστής και μάνατζερ. Δηλαδή πραγματιστής και καλλιτέχνης.

Επειδή όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, θα ήθελα να πουν: «Ωραίος τύπος ο Λιγνάδης». Και μετά ας σχολιάσουν αν υπήρξα καλός διευθυντής ή αν έκανα κάτι γόνιμο, αλλά ίσως όχι ευχάριστο. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Στη δική σας ζωή ποιος φρόντιζε να σας τροφοδοτεί με έμπνευση και προκλήσεις;

Το οικογενειακό μου περιβάλλον. Αυτό μου κληροδότησε την αγάπη για τα κείμενα και την ανάγκη να ζω μια κανονική ζωή. Ο πατέρας μου μού δίδαξε να διακινδυνεύω, να βουτάω στη φωτιά και η μητέρα μου, απολύτως ρεαλίστρια, μου επισήμαινε τις δεξιότητες επιβίωσης και μου έλεγε: «Μάθε να φτιάχνεις κάνα μακαρόνι, γιατί εκεί σε βλέπω». Οι δυο τους ήταν η μέρα με τη νύχτα: εκείνη μου έμαθε πώς να διατηρούμαι στη ζωή κι εκείνος, ως σωκρατικός τύπος, πώς να ρισκάρω να τη χάσω. Ο πατέρας μου, επίσης, μου ενέπνευσε τον έρωτα για το Διονύσιο Σολωμό και τον έρωτα σκέτο.

Για μένα, ο έρωτας εμπεριέχει τη φιλομάθεια, δηλαδή τη διάθεση να ψάχνομαι, να κινούμαι, να ρισκάρω, να δοκιμάζομαι σε αυτό που αγαπώ. Ο έρωτας είναι το καρδιοχτύπι που σου προκαλεί αυτό που ερωτεύεσαι, ο κραδασμός, η δόνηση, το διονυσιακό στοιχείο. Γι' αυτό και είμαι πολύ επιφυλακτικός με την επιφανειακή συγκίνηση. Περιμένω τη δόνηση και αναζητώ τον εσωτερικό κραδασμό, ανεξαρτήτως των δακρύων.

— Η κίνησή σας να σκύψετε να φιλήσετε τον μικρό Παρθενώνα το καλοκαίρι στην Επίδαυρο επικρίθηκε αρκετά. Ήταν λάθος;

Δεν με πειράζει καθόλου που επικρίθηκε. Ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση, με επίγνωση του ότι ήμασταν σε παγκόσμια μετάδοση, και ήθελα να καταλάβουν όλοι την αξία αυτού που λέγεται «θέατρο» στην Ελλάδα. Ήθελα όλοι να δουν ότι αυτός ο γαμημένος τόπος που λέγεται «Ελλάδα» κι αυτός ο συγγραφέας που λέγεται «Αισχύλος» έχουν μια υπόσταση.

Αν έπαιζα ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ (καθότι αεκτζής) και έβαζα γκολ, θα φιλούσα τον δικέφαλο αετό, αν έπαιζα στην Εθνική, θα φιλούσα το εθνόσημο. Δεν απολογούμαι σε κανέναν γι' αυτήν μου την κίνηση. Έχω φύγει από αυτήν τη φοβικότητα ‒που θεωρώ παρελθούσα‒, απέναντι στα σύμβολα με τα οποία πορεύομαι.

— Η καταγωγή, οι πόρτες που άνοιγαν εύκολα, οι καλές σπουδές σάς δημιούργησαν ποτέ έπαρση; Σας επέτρεπαν να δείτε τι πραγματικά συμβαίνει έξω από το comfort zone σας;

Είμαι ένας άνθρωπος απολύτως κλεισμένος στον εαυτό μου. Υπάρχει όντως μια φυσαλίδα μέσα στην οποία ζω και όσο περνάνε τα χρόνια μού αρέσει να επιστρέφω σ' αυτήν συχνότερα. Αλλά την ίδια στιγμή είμαι αρκετά επικοινωνιακός. Όπως λέει και το τραγούδι: «Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει με βαρύ αναστεναγμό». Πίσω από την πόρτα μπορεί να κρύβεται μια πριγκίπισσα, μπορεί όμως να κρύβεται και ένας δράκος.

Επίσης, το επώνυμο σου ανοίγει μεν πόρτες, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να αποδείξεις ότι μπορείς να παραμείνεις στο δωμάτιο με τις δικές σου δυνάμεις. Σου ανοίγει δρόμους, αλλά την ίδια στιγμή ανοίγει και τα στόματα. Πρέπει να περάσει πολύς χρόνος για να δείξεις την αυταξία σου τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό σου. Η μεγαλύτερη μάχη δίνεται για μας, για την απάντηση στην ερώτηση: «Έχω τα δικά μου όπλα;». Στο τέλος της μέρας στον εαυτό μας λογοδοτούμε.

— Μικρότερος νιώθατε την ανάγκη να αποδεικνύετε στους άλλους συνεχώς πράγματα;

Φυσικά. Μου πήρε πολύ χρόνο να αισθανθώ και να βεβαιωθώ για τις δικές μου δυνάμεις. Νομίζω γύρω στα 35 έπαψα να αναφέρομαι και να λογοδοτώ κάπου.

— Ως διευθυντής του Εθνικού λογοδοτείτε στην υπουργό Πολιτισμού. Πολλοί σχολιάζουν τη σχέση σας με την κ. Μενδώνη.

Από θέση, δεν σχολιάζω σχόλια. Ιδιαίτερα όσα είναι κακόβουλα και εξυπηρετούν άλλους, εξωκαλλιτεχνικούς σκοπούς. Η θεσμική συνεργασία μου με την ηγεσία του υπουργείου και με την υπουργό είναι άριστη, όπως πρέπει να είναι η σχέση των καλλιτεχνικών διευθυντών με τους προϊσταμένους τους. Ο κορωνοϊός ήταν και παραμένει μεγάλη δοκιμή αλλά και απόδειξη για τις σχέσεις αυτές.

Εγώ οφείλω να επισημάνω για άλλη μια φορά την ειλικρινή μέριμνα της ηγεσίας του ΥΠ.ΠΟ. να αποτυπωθούν και να επιλυθούν, στο μέτρο του αμέσως δυνατού, τα χρόνια ζητήματα, και του Εθνικού Θεάτρου και του κλάδου γενικότερα. Αυτή είναι και η δική μου θέση και πρόθεση. Άλλωστε, η επιλογή του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι πολιτιστική και όχι πολιτική.

— Δηλαδή η πολιτική στην τέχνη δεν χωράει;

Οτιδήποτε γίνεται δημόσια είναι πολιτική. Με τη στενή έννοια, σε μια συντεταγμένη πολιτεία η πολιτική έχει καθήκον να υπερασπίσει, να προστατεύσει την τέχνη και να την αφήσει ελεύθερη να κάνει τη δουλειά της. Εδώ συχνά κάνουμε όλοι ένα λάθος: λέμε «τέχνη» και θεωρούμε ότι πρόκειται για μια αυθόρμητη δημιουργία του καθενός.

Όταν, όμως, μιλάμε για την επαγγελματική της υπόσταση, αυτή θα πρέπει να είναι βοηθούμενη θεσμικά, όπως όλα τα επαγγέλματα, θωρακισμένη εργασιακά, άρα η πολιτική είναι αυτή που οριοθετεί τα πράγματα. Αλλά ως εκεί. Αν με ενδιέφερε η πολιτική, θα γινόμουν πολιτικός. Αλλά προτιμώ να τον υποδύομαι.

— Ποιο είναι το κοινό που ονειρεύεστε να δείτε στο Εθνικό;

Αυτό που είχα δει στο Βερολίνο στον Θάνατο του εμποράκου: έναν σκίνχεντ, δίπλα μια κυρία με γούνα με έναν παππού και παραδίπλα έναν έφηβο. Η μέριμνά μου είναι να απευθυνθώ σε όλον τον κόσμο: να υπάρχει εύρος, χωρίς να χαθεί το βάθος.

— Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα σε πέντε καλές κριτικές ή πέντε sold-out παραγωγές τι θα επιλέγατε;

Και στις δύο περιπτώσεις, θα στεναχωριόμουν. Από τότε που βγήκα στο ελεύθερο θέατρο έμαθα ‒ίσως και από προσωπική ματαιοδοξία‒ πως οι αίθουσες πρέπει να γεμίζουν. Καταλαβαίνω την εμπορική ανάγκη για την επιβίωση του πράγματος. Ποτέ δεν άραξα πίσω από έναν κρατικό μισθό.

— Τι χάσατε αναλαμβάνοντας το Εθνικό πέρσι;

Μπορώ να πω τι έχω πάρει: κιλά, άγχος και εμπειρία. Έχω χάσει την ανεμελιά και τη συχνότητα με την οποία έβλεπα τους φίλους μου.

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.