Η χαμογελαστή Ελλάδα των φωτογραφικών άλμπουμ του '80 συμπληρώνει τη μεγάλη, παράλληλη έκθεση για την «Ελλάδα του '80», προσθέτοντας στιγμιότυπα ιδιωτικής ζωής σε μια συνολική και πλήρη ακτινογραφία της δεκαετίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει έναν άλλο χρόνο, έναν χρόνο που κυλάει πιο αργά, πιο βαθιά, επειδή αφορά τις συνήθειες και τις νοοτροπίες και κατά συνέπεια επηρεάζεται πιο έμμεσα από τον πολιτικό αναβρασμό και τις ιδεολογικές μετατοπίσεις, όσο καταλυτικές κι αν υπήρξαν εκείνη την εποχή. Οι φωτογραφίες δείχνουν ακριβώς αυτήν τη διάρκεια κι αυτό το στέρεο, ανθεκτικό έδαφος του τρόπου ζωής και της καθημερινότητας ενός λαού που ασφαλώς μεταβλήθηκαν από την εισβολή των νέων τεχνολογιών, αλλά με έναν μεσογειακό, πιο ήπιο τρόπο. Από την άλλη, το μεσοδιάστημα που μας χωρίζει από τη δεκαετία του '80 μοιάζει πολύ πιο συμπαγές και «γραμμικό» σε σχέση με την περίοδο με τις βαθιές μεταβολές που γνώρισε η ελληνική κοινωνία σε ισάριθμες δεκαετίες από τη λήξη του πολέμου ως τη Μεταπολίτευση. Εξαιτίας αυτού, οι φωτογραφίες των παλιών μας άλμπουμ προβάλλουν ως μια χαλκομανία, λίγο θολή έστω, της σημερινής μας ζωής. Κάθε άλλο παρά προσποιητές και ναρκισσιστικές, οι ιδιωτικές φωτογραφίες της παρέας και της οικογένειας του '80 αποπνέουν ανεμελιά και χαρά της ζωής, αντικαθρεφτίζοντας όχι μόνο τη δεδομένη ανάγκη για διαφύλαξη των ευτυχισμένων μας στιγμών αλλά και τις γενικότερες προσδοκίες, την «αόρατη» αισιοδοξία που γέννησε η εποχή. Παρ' ότι προήλθε από τυχαίες πηγές –ένα ανοιχτό κάλεσμα, φιλικές συνεισφορές και ευρήματα από παζάρια–, το φωτογραφικό υλικό παρουσιάζει στην ευρύτητά του έναν αναμφισβήτητο κοινωνιολογικό πλούτο. Δεν είναι όμως η μόνη του αρετή, καθώς σκοπός της έκθεσης είναι να δώσει συγχρόνως έμφαση στον «εικαστικό» πλούτο που κρύβεται στις ανώνυμες και οικογενειακές φωτογραφίες, να ανασύρει μέσα από τις σελίδες των άλμπουμ τις λησμονημένες ή και πεταμένες φωτογραφίες, αληθινούς θησαυρούς. Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι που δημιουργούνται από τον αυθορμητισμό, την όμορφη διάθεση της στιγμής ή τα καπρίτσια των φωτογραφικών μηχανών. Όσοι έζησαν τη δεκαετία αυτή ως παιδιά, ως έφηβοι, ως νέοι γονείς, θα νοσταλγήσουν τη νιότη τους. Μπροστά στον ίλιγγο της περασμένης ζωής ίσως αναζητήσουν κι ένα χαμένο κλειδί, το κλειδί μιας ανολοκλήρωτης ή κερδισμένης υπόσχεσης.
Η ανώνυμη και η ιδιωτική φωτογραφία φέρουν το μαγικό άγγιγμα του τυχαίου. Αποτελούν σε κάθε περίπτωση σημαντικά ιστορικά τεκμήρια αλλά και γόνιμα πεδία όπου ανακαλύπτεις απροσδόκητες όψεις της ζωής ή μικρά έργα τέχνης που έγιναν ερήμην του δημιουργού τους.
Υπάρχουν και στην Ελλάδα αρκετοί ιδιωτικοί συλλέκτες παλιών φωτογραφιών, αλλά η έκθεση στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση είναι κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη που επιχειρεί να συγκεντρώσει και να καταγράψει τις πιο ποικίλες όψεις της οικογενειακής φωτογραφίας. Αυτό έγινε εφικτό μέσα από την ευρεία ανταπόκριση που είχε το ανοιχτό κάλεσμα που απευθύναμε τον Σεπτέμβρη, αλλά και χάρη στις συνεισφορές φίλων. Μη γνωρίζοντας όμως εκ των προτέρων την προέλευση και την αξία των «δανεικών» φωτογραφιών και αγωνιώντας για την ποιότητα του υλικού, στράφηκα αρχικά και στα παζάρια. Η πρώτη επίσκεψη στον Ελαιώνα ήταν και η πιο «προσοδοφόρα». Σε μια στοίβα σκονισμένα παλιόχαρτα, που τα πατούσε ο κόσμος, ξεχώριζε το γνωστό κίτρινο χρώμα αρκετών φακέλων της Kodak, με όλα τους τα αρνητικά μέσα, καθώς και διάφορα άλλα φιλμ σε ρολό, όλα από το... '80. Κάποιο φωτογραφικό κατάστημα είχε εκποιήσει την περιουσία του... Έκτοτε, μερικές επισκέψεις ακόμη σ' αυτό το μεγάλο παζάρι, όπως και στο πιο μικρό του Πειραιά, εμπλούτισαν ένα υλικό που, καθώς συνέρρεαν οι «δωρεές», αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το άλλο μεγάλο στοίχημα ήταν η διαμόρφωση του ευρύτατου χώρου που μας διέθεσε η Στέγη. Με την Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, τη φίλη σκηνογράφο, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε σε μια κλασική φωτογραφική έκθεση. Όπως την εμπνεύστηκε και τη σχεδίασε τελικά η Έλλη, η διαδρομή που προτείνεται δένει με έναν πολύ πρωτότυπο και «ελληνικό» τρόπο με το όλο κλίμα της δεκαετίας, χωρίς να θυμίζει στο ελάχιστο αντίστοιχες εκθέσεις στο εξωτερικό. Η τελευταία αγωνία ήταν για την εκτύπωση των ίδιων των φωτογραφιών. Έπρεπε να σκαναριστούν όλες, με βάση το πρωτότυπο και συχνά... κακέκτυπό τους, όπως και να ρετουσαριστούν, το πιο επίπονο έργο της «επιμέλειας». Ευτυχώς, η Στέγη ενέκρινε τη συνεργασία με το εργαστήρι του Γιώργου Μαρίνου, του φίλου και άριστου γνώστη της εκτύπωσης φωτογραφιών. Με μια διαρκή ενδοσυνεννόηση, δώσαμε, νομίζω, από κάθε φωτογραφία την καλύτερή της εκδοχή, διατηρώντας τη γενική της ατμόσφαιρα και επαναφέροντας συγχρόνως τα αρχικά της χρώματα που με τον χρόνο είχαν αλλοιωθεί και αντικατασταθεί στις περισσότερες περιπτώσεις από τη γνωστή πορτοκαλιά μονόχρωμη απόχρωση.
Η πρόσφατη συγκυρία μάς επανέφερε με έναν παράδοξο τρόπο πίσω και πολύ κοντά, με όρους οικονομικής επιβίωσης, στις συνθήκες ζωής της δεκαετίας του '80. Αν είναι να αναπολήσουμε πάντως κάτι, ας αναπολήσουμε κυρίως την απώλεια μιας πιο θερμής κοινωνικότητας.
Ιnfo:
GR80s
Έκθεση φωτογραφίας
17.2—12.4.2017
Συντελεστές της έκθεσης
Σχεδιασμός: Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Ελισάβετ Πανταζή, Κωνσταντίνα Σουλιώτη
Σκηνογραφία: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, Δημήτρης Αγγελίδης (βοηθός σκηνογράφου)
Συντονισμός: Γιώργος Μαρκατάς
Εκτύπωση φωτογραφιών: Γιώργος Μαρίνος (Είδωλο)
Επιμέλεια: Σπύρος Στάβερης
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Λ. Συγγρού 107
Εκθεσιακός Χώρος –1, καθημερινές 17:00–21:00, Σάβ.–Κυρ. 12:00–21:00