Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Συραγώ Τσιάρα: «Οι Αθηναίοι μάς δείχνουν ότι τους αφορά η Εθνική Πινακοθήκη»

Η Εθνική Πινακοθήκη υπό τη διεύθυνση της Συραγώς Τσιάρα δείχνει τον δρόμο της εξωστρέφειας, των διαθεματικών εκθέσεων, του ανοίγματος νέων χώρων και της ανανέωσης των συλλογών της, της διεύρυνσης του ερμηνευτικού πλαισίου μέσα από τη συνάντηση διαφορετικών τεχνών. Στην «Αστυγραφία» για πρώτη φορά είδαμε τη φωτογραφία ισότιμα δίπλα στη γλυπτική και τη ζωγραφική, ενώ το άνοιγμα του Ενδιάμεσου Χώρου προτείνει νέες αναγνώσεις σε έργα σύγχρονων καλλιτεχνών.

Συραγώ Τσιάρα

Στη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, ακόμα και όταν της απευθυνόμαστε στον πληθυντικό, αναφερόμαστε σε αυτή με το μικρό της όνομα, που αποκλείεται να μπερδέψεις με άλλο. Η Συραγώ Τσιάρα, μετά από είκοσι χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπου διετέλεσε διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, διευθύντρια της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης και έως το 2022 διευθύντρια του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης-MOMus, αποδέχθηκε την πρόταση να γίνει η νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου το καλοκαίρι του 2022.

«Αν δεν επρόκειτο για την Εθνική Πινακοθήκη, δεν νομίζω ότι θα κατέβαινα στην Αθήνα. Δεν ξέρω πώς ακούγεται, αλλά είναι αλήθεια» λέει, μιλώντας για την απόφαση που πήρε πριν από δεκαέξι μήνες, φέρνοντας τεράστια ανατροπή στην προσωπική της ζωή, αφού άφησε το σπίτι της και από τον χώρο όπου δούλευε επί 22 χρόνια. Είχε περάσει έναν χρόνο στην Αθήνα το 2019, όταν συνέδραμε τον Δημήτρη Αντωνακάκη στη διεύθυνση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ώστε να ανοίξει για το κοινό.

«Η αποστολή της Εθνικής Πινακοθήκης δεν σταματά στο παρελθόν, αυτό που συμβαίνει σήμερα σε κάποιες δεκαετίες θα είναι ιστορία. Οφείλουμε να ιστορικοποιούμε το παρόν μας, να το καταγράφουμε, να το παρακολουθούμε και να εμπλουτίζουμε τις συλλογές μας με τη σημερινή τέχνη».

Παρά τις φήμες που την έδειχναν ως τη νέα διευθύντρια του μουσείου, η ίδια το είχε αποκλείσει κατηγορηματικά. «Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό το να μείνω στην Αθήνα», λέει. «Όταν όμως μου έγινε η πρόταση για την Πινακοθήκη, δεν το σκέφτηκα πολύ. Ήταν μια προοπτική και μια ιδέα που μου φάνηκε ελκυστική τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο όσον αφορά την εξέλιξη της δουλειάς μου, ήταν μια μεγάλη πρόκληση που αποδέχτηκα ευχαρίστως. Παρά τη συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης, ήμουν πολύ ανοιχτή σε αυτό που επρόκειτο, και ήθελα να συμβεί».

«Αν δεν επρόκειτο για την Εθνική Πινακοθήκη, δεν νομίζω ότι θα κατέβαινα στην Αθήνα. Δεν ξέρω πώς ακούγεται, αλλά είναι αλήθεια». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Έχοντας αναλάβει έναν οργανισμό που έχει κομβική σημασία στην Ελλάδα σε μουσειακό επίπεδο, συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή κάποια πράγματα που ήξερε, ενώ κάποια τα ανακάλυψε στην πορεία, π.χ. την αντίληψη των περισσοτέρων ότι η Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε στο γνωστό μας κτίριο, αλλά κάτι πολυδιάστατο. Υπάρχει η Γλυπτοθήκη, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης και τέσσερα παραρτήματα στην περιφέρεια, αλλά δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε αυτά, λόγω ελλιπούς προβολής του έργου τους.

«Νομίζω ότι έχει αρχίσει ο σταδιακός μετασχηματισμός της Εθνικής Πινακοθήκης σε έναν χώρο όπου οποιοσδήποτε θα νιώθει ευπρόσδεκτος, ανεξαρτήτως προέλευσης, σε έναν τόπο φιλικό όπου η τέχνη θα τον προσελκύει και θα τον παροτρύνει να αισθανθεί, να βιώσει, να μάθει περισσότερα πράγματα. Ο στόχος μου και η σκέψη μου από την πρώτη στιγμή είναι πώς θα επικαιροποιήσουμε το περιεχόμενο μιας ιστορικής συλλογής και πώς αυτό θα έρθει καλύτερα στο σήμερα, ώστε να νιώσουμε ότι θα έχει μεγαλύτερο νόημα για εμάς», λέει η Συραγώ Τσιάρα

Η επιμελητική πρακτική της έχει κάποιες κατευθύνσεις που αν θέλουμε αφορούν τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ένα έργο τέχνης όχι ως αυτοτελές αντικείμενο με καλλιτεχνική αξία αλλά ως φορέα αντιλήψεων και συναισθημάτων, ως έναν χώρο νοήματος και αξιών που συνδέεται με την κοινωνία και την Ιστορία.

«Αυτό που με ενδιαφέρει να προωθήσουμε ως αντίληψη για την Εθνική Πινακοθήκη είναι και αυτό που ονομάζω “διασταύρωση των βλεμμάτων”, δηλαδή να ανοίξουμε το ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα από τη συνάντηση διαφορετικών τεχνών, να δούμε και να ερμηνεύσουμε μια τέχνη μέσα από μια άλλη. Δεν πιστεύω στα στεγανά και στις απόλυτες διαχωριστικές γραμμές και αυτό το δοκιμάσαμε στην πρώτη περιοδική έκθεση που επιμελήθηκα, την “Αστυγραφία”, φέρνοντας τη φωτογραφία στο ίδιο επίπεδο –αυτονόητο για μένα, αλλά όχι για το παρελθόν της Εθνικής Πινακοθήκης– με τη ζωγραφική και τη γλυπτική και βλέποντάς τες ως παράλληλες πηγές ανάγνωσης και ανοίγοντας συγχρόνως έναν διάλογο με την τέχνη του κινηματογράφου.

Μιγάδης Γιάννης (Ηράκλειο 1926-Αθήνα 2017), Πίσω όψη πολυκατοικιών, Τέμπερα σε πανί
 
 

Εδώ συμβαίνει η διασταύρωση των βλεμμάτων και έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες μπορείς να εξετάσεις ένα ζήτημα όπως αυτό της αστικής ανάπτυξης και των διαφορετικών επιπέδων της στην ελληνική πόλη. Με ενδιαφέρει αυτό που λέγεται βιωματική προσέγγιση και παρουσιάζεται μπροστά στον επισκέπτη ως αφήγημα να τον αφορά είτε ως παρελθόν, είτε ως βίωμα, είτε ως πρόταση για το μέλλον, ή να δείχνει τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο».

Πιστεύει ότι η ελευθερία του/της εκάστοτε διευθυντή/διευθύντριας ενός δημόσιου οργανισμού είναι συνάρτηση της οργανωτικής δομής και του επιπέδου ανάπτυξής του ώστε να λειτουργεί σωστά, για να μπορεί, σε συνεννόηση και συνεργασία με τους ανθρώπους γύρω του, να προχωρήσει μπροστά. «Το όραμα που έχει όποιος βρίσκεται σε μια τέτοια θέση δεν μπορεί να είναι μόνο προσωπικό. Αν δεν είναι συλλογικό, αν δεν πιστέψει μια ομάδα, δεν πρόκειται να προχωρήσει», συνεχίζει.

«Αν τα οργανωτικά και θεσμικά είναι τακτοποιημένα ζητήματα που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας και συναλλαγής σε επίπεδο και διαχείριση των συλλογών, αν δεν λειτουργεί με μια “κανονικότητα” η οργάνωση της εκπαίδευσης και της έρευνας, είναι δύσκολο το όραμα να εφαρμοστεί στην πράξη, να εμπνεύσει και να πείσει. Για να προχωρήσουμε στο μέλλον με μια πιο σύγχρονη αντίληψη, πρέπει να πείσουμε αφενός τους ανθρώπους γύρω μας να συμπορευτούν, αφετέρου μια πλειοψηφία ότι αυτό έχει νόημα να το υποστηρίξουμε όλοι».

Παρά τις αντιρρήσεις που πολλές φορές έχουν διατυπωθεί για το κτίριο, τον τρόπο που βλέπουμε τις συλλογές και την οργάνωση του χώρου της, η Πινακοθήκη είναι ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπητά τοπόσημα στο κέντρο της Αθήνας, με μεγάλη και διαρκώς αυξανόμενη επισκεψιμότητα. Είναι το πρώτο μέρος που πολλοί επισκέπτονται ώστε να ενημερωθούν για την πορεία της ελληνικής τέχνης. Η νέα διευθύντριά του το οραματίζεται ως ένα σύγχρονο, συμπεριληπτικό ίδρυμα, ανοιχτό ίδρυμα σε διαφορετικές προσεγγίσεις, στις οποίες μπορεί να δώσει χώρο για να καλλιεργηθούν.

Ρένα Παπασπύρου, Εικόνες στην ύλη (λεπτομέρεια), πλασικοποιημένο αυτοκόλλητο, σχέδια με μαρκαδόρο, 2023, 60 χ 180 εκ. Συλλογή της καλλιτέχνιδας.

«Η Πινακοθήκη στηρίζει έμπρακτα τη διαχρονία και με τον ίδιο σεβασμό που βλέπει την τέχνη του 18ου, του 19ου και του 20ού αιώνα, που είναι πια Ιστορία, βλέπει και αυτό που συμβαίνει σήμερα» λέει. «Η αποστολή της Εθνικής Πινακοθήκης δεν σταματά στο παρελθόν, αυτό που συμβαίνει σήμερα σε κάποιες δεκαετίες θα είναι ιστορία. Οφείλουμε να ιστορικοποιούμε το παρόν μας, να το καταγράφουμε, να το παρακολουθούμε και να εμπλουτίζουμε τις συλλογές μας με τη σημερινή τέχνη. Βλέποντας τι συνέλεγαν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο Ιακωβίδης, ο Καλλιγάς και ο Παπαστάμος –μάλιστα, αυτά που συνέλεγε ο Παπαστάμος ήταν μια πολύτιμη μαγιά για την “Αστυγραφία”–, βλέπουμε παράλληλα τι άφησαν απέξω. Είναι ένα ζήτημα που αφορά και το σήμερα, το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας. Είναι πάντα ενδιαφέρον να εξετάζουμε τι έχουμε και τι δεν έχουμε».

Η Πινακοθήκη αρχίζει να αποκτά κινητικότητα με τις παράλληλες δράσεις που οργανώνει (περφόρμανς, μουσικές εκδηλώσεις και εκδηλώσεις λόγου), δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό να επισκέπτεται ξανά και ξανά ένα μέρος που θέλει να τον αφορά, αντλώντας ερεθίσματα από την κοινωνία. «Με ενδιαφέρει να συμβάλει η Εθνική Πινακοθήκη στη δημιουργία ενός πεδίου ανταλλαγής απόψεων και να θέτει ζητήματα μέσα από το έργο των καλλιτεχνών, αναδεικνύοντας και διερευνώντας τις αναζητήσεις και όχι επιβάλλοντας κάποιες θέσεις», εξηγεί η κ. Τσιάρα που ετοιμάζει τη νέα μεγάλη περιοδική έκθεση «Δημοκρατία», αντιμετωπίζοντάς την ως μια έκθεση που αφορά όχι μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν ενός πολιτεύματος που χρειάζεται τροφοδότηση ως έννοια, υπεράσπιση και διαρκή προβολή των αξιών του.

«Δεν κοιτάζουμε στο παρελθόν για να μάθουμε και να καλλιεργήσουμε τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα αλλά και για να δούμε πού βρισκόμαστε και ποια νοήματα φτάνουν στο σήμερα. Αυτό που συμβαίνει στον κόσμο με την άνοδο της ακροδεξιάς αφορά και το ζήτημα της λειτουργίας της δημοκρατίας. Σε αυτόν τον διάλογο, σε αυτή την υπεράσπιση της έννοιας ενεργών πολιτών θέλουμε να συμβάλει η Εθνική Πινακοθήκη», λέει.

Οι αλλαγές στη μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης απασχόλησαν από την πρώτη στιγμή τη Συραγώ Τσιάρα. Θα ξεκινήσουν από τον τρίτο και, όπως λέει, «ήδη δουλεύουμε τις έννοιες και τις κατευθύνσεις. Θα τη δούμε μαζί αυτή την αλλαγή που θα ολοκληρωθεί στις αρχές του 2025, και λέω “όλοι μαζί” γιατί κάποια στάδια της διαδικασίας θα είναι ορατά στο κοινό. Το εφαρμόσαμε αυτό στα εργαστήρια ανοιχτής τέχνης, φέρνοντας σε επαφή τους επισκέπτες με τα έργα που αποκαθίστανται. Eπρόκειτο για μια εξαιρετικά δράση που επαναλήφθηκε πάνω από 25 φορές λόγω μεγάλης ζήτησης, διαπιστώνοντας πόσο ενδιαφέρεται το κοινό για το τι συμβαίνει προτού ένα έργο ανέβει στον τοίχο».

«Δεν κοιτάζουμε στο παρελθόν για να μάθουμε και να καλλιεργήσουμε τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα αλλά και για να δούμε πού βρισκόμαστε και ποια νοήματα φτάνουν στο σήμερα». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Η κ. Τσιάρα είχε ως πρώτο μέλημα η δημόσια χρηματοδότηση να φτάσει στο επίπεδο που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού. Χαρούμενη για την ανταπόκριση του ΥΠΠΟΑ, σημειώνει ότι σήμερα ο προϋπολογισμός καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της Πινακοθήκης. «Αυτή είναι η βάση. Από κει και πέρα, οφείλει κάποιος να αυξήσει τα έσοδά του και να αναπτυχθεί οικονομικά. Θέλω η Πινακοθήκη να έχει αυτό το επίπεδο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας στη λειτουργία της, να προσελκύσει χορηγίες, χωρίς να εξαρτάται από αυτές» διευκρινίζει.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Πριν από λίγες ημέρες εγκαινιάστηκε ο ενδιάμεσος χώρος της Πινακοθήκης με την έκθεση της Ρένας Παπασπύρου, ο οποίος στη συνέχεια θα συμπεριλάβει κι άλλες δράσεις. Η κ. Τσιάρα ερευνά και άλλους χώρους εντός και εκτός του κτιρίου για καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ενώ σχεδιάζει να ενισχύσει με τη μεταφορά κάποιων έργων από τις αποθήκες τη διασύνδεση γλυπτικής και ζωγραφικής. Το 2024 θα είναι ένας χρόνος εσωτερικής αναδιάρθρωσης με πράγματα που δεν φαίνονται, αλλά είναι σημαντικά για τη συνέχιση της λειτουργίας της Πινακοθήκης που το προσωπικό της τα τελευταία χρόνια έχει συρρικνωθεί, ενώ οι ανάγκες της μεγάλωσαν.

Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό, η Συραγώ Τσιάρα δηλώνει ευχαριστημένη. «Μέσα σε αυτόν τον χρόνο βάλαμε όλοι τα δυνατά μας και λειτουργούμε αρκετά καλά εσωτερικά, το πιο σημαντικό για μένα είναι αυτό», λέει. «Υπάρχει μεγάλη ανταπόκριση σε όλα τα ανοίγματα που κάνουμε, κάτι που δεν συνηθιζόταν στην Πινακοθήκη. Οι κάτοικοι της Αθήνας μάς δείχνουν ότι τους ενδιαφέρει και τους αφορά η Εθνική Πινακοθήκη, θέλουν τον διάλογο που ανοίγουμε. Θα ήθελα να μιλήσω και για την ανθεκτικότητα και την ανάπτυξη των ανθρώπων με τους οποίους εργαζόμαστε. Με ενδιαφέρει να τους ενδυναμώσω και να συμβάλω όσο μπορώ στο να αισθάνονται ότι υπάρχουν σε ένα περιβάλλον που τους καταλαβαίνει και τους υποστηρίζει».

Η Συραγώ Τσιάρα φωτογραφήθηκε στους χώρους της Εθνικής Πινακοθήκης. Στο φόντο το έργο της Ρένας Παπασπύρου «Baalbeks», Μελίσσια Αττικής, Ιούλιος 1986, που αποτελεί μέρος της έκθεσης «Ρένα Παπασπύρου: “Επιφάνειες, οδηγίες χρήσης*”» στον Ενδιάμεσο Χώρο της ΕΠΜΑΣ.
Make up & hair artist: Έφη Αργυροπούλου

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.