Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Όλη η υπεροψία της ελληνικής εικαστικής σκηνής καθισμένη γύρω από ένα τραπέζι

Ένα αναπάντεχο χάπενινγκ στην γκαλερί Rodeo του Πειραιά ένωσε –με άφθονο κρασί– πολλά διαφορετικά «στρατόπεδα» του πτωχαλαζονικού και ματαιόδοξου αθηναϊκού art scene

Όλη η υπεροψία της ελληνικής εικαστικής σκηνής καθισμένη γύρω από ένα τραπέζι

Με τη Σύλβια Κούβαλη γνωριζόμαστε από τον καιρό που διατηρούσε την γκαλερί Rodeo μέσα στο Depo, ένα ανακαινισμένο παλιό εργοστάσιο που έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο, στο Τοπ Xανέ στην Κωνσταντινούπολη.

Τότε είχε σημαντική παρουσία στην εικαστική σκηνή της πόλης, όταν ακόμα χαρακτηριζόταν από εξωστρέφεια και κοσμοπολιτισμό, πριν από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα του καλοκαιριού του '16.
Μάλιστα, εκείνη τη φοβερή βραδιά και τις αμέσως επόμενες ημέρες ήμουν ανάμεσα σ' εκείνους με τους οποίους επικοινωνούσε μέσω Facebook υπό καθεστώς τρόμου.

Μετά τα γεγονότα, αν και για εκείνη είχε αρχίσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση, αποχαιρέτησε οριστικά την Τουρκία, μεταφέροντας τη Rodeo στο Σόχο του Λονδίνου. Εδώ και έναν χρόνο έχει ανοίξει παράρτημα στον Πειραιά.

 

Δεν το είχα επισκεφτεί μέχρι που με κάλεσε την περασμένη Κυριακή να παρακολουθήσω μια περφόρμανς. Πήρα τον Ηλεκτρικό απόγευμα, γύρω στις 6, κατέβηκα μέχρι το λιμάνι, διένυσα μικρή απόσταση από τον σταθμό, ανέβηκα την οδό Μαυρομιχάλη και έφτασα στην Πολυδεύκους, ένα σκοτεινό δρομάκι που μοιάζει να έχει ζωή μόνο τα πρωινά. Στον αριθμό 41, έξω ένα παλιό κτίσμα σαν αποθήκη με μεταλλική πόρτα, είδα ένα γκρουπ νέων ανθρώπων με κρασί στο χέρι. «Εδώ είμαστε» είπα.

Ο χώρος της τέχνης, ενδείκνυται απολύτως για διακωμώδηση, αλλά ανακαλύπτεις πολύ περισσότερα αν τον παρατηρήσεις ψύχραιμα. Η ντόπια εικαστική σκηνή ουσιαστικά δεν διαφέρει από εκείνες των μεγάλων μητροπόλεων (εφόσον κάνει γενναίες προσπάθειες να τους μοιάσει) που τόσο ευφυώς σατίρισε στο παρελθόν ο λαϊκός κινηματογράφος αλλά και πρόσφατα ταινίες όπως η «Τέλεια Ομορφιά» και το «Τετράγωνο».

Μπαίνοντας, βρέθηκα σε μια σκοτεινή αίθουσα κι εκεί αντίκρισα το γνωστό σκηνικό που, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου θυμίζει πάντοτε χαρακτήρες από το «Πανηγύρι της ματαιοδοξίας» του Ουίλλιαμ Θάκερυ (Vanity Fair απ' όπου και η ονομασία του γνωστού περιοδικού), το οποίο μπορεί να γράφτηκε τον 19ο αι. αλλά εύκολα βρίσκεις ομοιότητες με το σήμερα.

Ο χώρος της τέχνης, ως πιο κοντινός στην κυρίαρχη τάξη, ενδείκνυται απολύτως για διακωμώδηση, αλλά ανακαλύπτεις πολύ περισσότερα αν τον παρατηρήσεις ψύχραιμα. Η ντόπια εικαστική σκηνή ουσιαστικά δεν διαφέρει από εκείνες των μεγάλων μητροπόλεων (εφόσον κάνει γενναίες προσπάθειες να τους μοιάσει) που τόσο ευφυώς σατίρισε στο παρελθόν ο λαϊκός κινηματογράφος αλλά και πρόσφατα ταινίες όπως η «Τέλεια Ομορφιά» και το «Τετράγωνο».

Και η δική μας αποτελείται από ένα «φευγάτο», αλλά συγχρόνως ενδιαφέρον πλήθος. Πολύχρωμο, εκκεντρικό, απροσδιόριστης κοινωνικής προέλευσης (συχνά αναγνωρίζεις γόνους γνωστών οικογενειών, άλλοτε nouveau pauvre, άλλοτε το ακριβώς αντίθετο) που βρίσκουν έναν τρόπο απασχόλησης και δικαίωσης σε χώρους όπου προωθείται η σύγχρονη τέχνη, τοπικώς και διεθνώς.

Στα «τραπουλόχαρτα», αντί για φιγούρες, ήταν τυπωμένες αγγλικές λέξεις, υπέρ των οποίων οι παίκτες έπρεπε να επιχειρηματολογήσουν. Με λίγα λόγια, έπρεπε να αποδείξουν ότι η έννοια που επέλεξαν ήταν «δυνατότερη» απ' όσες κυκλοφορούσαν στο τραπέζι. Φωτο: Katy Green

Φυσικά, έχουν αποκτήσει τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας και αναφοράς στα τεκταινόμενα, ενώ με κάθε ευκαιρία δίνουν το παρών σε βερνισάζ, μπιενάλε ή φουάρ, σαν λιμασμένα μέλη ενός εκλεκτικού fan club. Στην πραγματικότητα, τους ενώνει μόνο η κοσμικότητα του πράγματος.

Η διεθνής δραστηριότητα της εικαστικής σκηνής έχει εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια, και, όσον αφορά τα δικά μας, μόλις πέρσι είχαμε στην Αθήνα την documenta, ενώ πριν από λίγες μέρες έκλεισε η 6η Μπιενάλε. Αναμφίβολα, δεν είναι λίγοι οι Έλληνες που ακολουθούν τη μόδα, από γκαλερίστες και συλλέκτες μέχρι κάθε είδους επίδοξους καλλιτέχνες και λάτρεις της τέχνης.

Αυτό ήταν πάνω-κάτω το απίθανο κοινό που την Κυριακή το βράδυ συγκεντρώθηκε στον νέο χώρο της Σύλβιας, ένα υπέροχο ψηλοτάβανο κτίσμα, πρώην μηχανουργείο, ανακαινισμένο, με δύο εκθεσιακούς χώρους. Εκεί, η 80χρονη καλλιτέχνης Λίλιαν Λιν (πρώην σύζυγος του γλύπτη Τάκη, απ' ό,τι πληροφορήθηκα) εκθέτει το υπερμέγεθες installation-τοτέμ «Conjunction of the οpposites: The woman of war (1986) and the lady of the wild things (1983)» μαζί με σχέδιά της.

Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος της πρόσκλησης. Η καλλιτέχνις, κάπου στα μακρινά '70s, σκαρφίστηκε ένα «παιχνίδι»-καλλιτεχνικό statement για να παίζει με τους φίλους και τους ομότεχνούς της, με την έννοια της κλειστής καλλιτεχνικής λέσχης, όπως την εποχή των σουρεαλιστών και των ντανταϊστών.

Πρώτη φορά το έστησε μέσα στο Royal College of Art για να τιμήσει τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, τον πρώτο διεθνώς εκλεγμένο κομμουνιστή Πρόεδρο της Χιλής. Τότε είχε κάνει μεγάλη αίσθηση η παρουσία του κινηματογραφιστή Ντέρεκ Τζάρμαν − ετοιμαζόταν μέρες γι' αυτή την εμφάνιση, όπως μου διηγήθηκε η Σύλβια. Το ζεύγος που καθοδηγεί το παιχνίδι, ένας Βρετανός κρουπιέρης καζίνο και η σύζυγός του (ντυμένη με εξαιρετική τουαλέτα), που κρατάει μικρόφωνο για τους συμμετέχοντες, ακολουθούν τη Λιν μέχρι σήμερα.

Οι παίκτες ήταν σελέμπριτις του χώρου, όπως άλλωστε και οι περιφερόμενοι γύρω τους με ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας: γνωστοί εικαστικοί, γκαλερίστες, δημοσιογράφοι, θεωρητικοί της τέχνης... Φωτο: Stephen Weiss

Στη μέση του χώρου είχε τοποθετηθεί ένα μακρύ τραπέζι καλυμμένο με τσόχα και δυνατό φως έπεφτε πάνω του. Γύρω του καθόντουσαν οι παίκτες, ενώ ο κρουπιέρης, που κρατούσε και την μπάνκα, στεκόταν στο κέντρο της μίας πλευράς και συντόνιζε το παιχνίδι.

Οι παίκτες είχαν αγοράσει μάρκες και η παρτίδα παιζόταν με λέξεις και έννοιες. Στα «τραπουλόχαρτα», αντί για φιγούρες, ήταν τυπωμένες αγγλικές λέξεις, υπέρ των οποίων οι παίκτες έπρεπε να επιχειρηματολογήσουν. Με λίγα λόγια, έπρεπε να αποδείξουν ότι η έννοια που επέλεξαν ήταν «δυνατότερη» απ' όσες κυκλοφορούσαν στο τραπέζι. Εξού και το παιχνίδι ονομάζεται «Game of Power» («Παιχνίδι Εξουσίας»).

Μετά από αυτό, οι υπόλοιποι, διά της ανάτασης του χεριού, έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης κι έτσι καθοριζόταν η νίκη ή ήττα. Για παράδειγμα, όταν εμφανίστηκαν οι λέξεις «woman» και «water» (εδώ να σημειώσω ότι το παιχνίδι πως παιζόταν σε άψογα αγγλικά), η γκαλερίστα Ρεβέκκα Καμχή υποστήριξε τη «γυναίκα» και ο ζωγράφος Απόστολος Γεωργίου για το «νερό». Νίκησε το νερό, ως δυνατότερη και αναγκαιότερη έννοια.

Οι παίκτες ήταν σελέμπριτις του χώρου, όπως άλλωστε και οι περιφερόμενοι γύρω τους με ένα ποτήρι κρασί ανά χείρας: γνωστοί εικαστικοί, γκαλερίστες, δημοσιογράφοι, θεωρητικοί της τέχνης, άφυλα πλάσματα, εντυπωσιακές cross dressers, όπως η σούπερ περσόνα και curator του ιταλικού περιπτέρου της Μπιενάλε της Βενετίας, Μίλοβαν Φαρονάτο, που φορούσε τεράστια απαστράπτοντα ροζ γυαλιά ηλίου-νυκτός.

Στο τραπέζι διέκρινα τη δημοσιογράφο Μελίνα Σπαθάρη, τους καλλιτέχνες Αντωνάκη Χριστοδούλου, Ανδρέα Αγγελιδάκη και την γκαλερίστα Δάφνη Ζουμπουλάκη, μεταξύ άλλων. Όρθια δίπλα τους συντόνιζε και, όποτε χρειαζόταν, επενέβαινε η ίδια η καλλιτέχνις.

Με όλα αυτά που παρατηρούσα πρέπει να κοιτούσα αποσβολωμένος, γι' αυτό, όταν με πλησίασε ο καλλιτέχνης Ευτύχης Πατσουράκης, ο οποίος είχε φέρει και την κορούλα του, γελώντας μου είπε: «Έχεις μείνει με το στόμα ανοιχτό!». «Μα, φέρνεις και τη μικρή μαζί σου;» τον ρώτησα, για να πάρω την «πληρωμένη» απάντηση: «Από το να βλέπει τηλεόραση, που είναι πιο τρομακτικό, καλύτερα».

Περιφερθήκαμε κουτσομπολεύοντας στον χώρο ανάμεσα στο λαμπερό πλήθος, όπου διακρίναμε τη Ράνια Μπέλλου, τους ιδιοκτήτες της Breeder, τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, τον Θεόφιλο Τραμπούλη, τον Ντένη Ζαχαρόπουλο κι άλλους πολλούς. Δυο-τρεις φωτογράφοι, ένας κάμεραμαν και άπειρα smartphones απαθανάτιζαν το γεγονός.

Φωτο: Vittorio Visciano

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε από το πουθενά μια κυρία, φορώντας δωδεκάποντα. Μια απρόσμενα σέξι παρουσία που περισσότερο ταίριαζε στα μπουζούκια κάθισε στο τραπέζι και έπαιξε. Κανείς δεν την ήξερε, κανείς δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά αυτό το αισθητικό «ατύχημα» ταίριαζε μια χαρά στο περιβάλλον, προσθέτοντας ακόμα έναν «τύπο» στη συνθήκη του «ματαιόδοξου πανηγυριού» της υπεροπτικής εικαστικής κοινότητας.

Δεν είναι, βέβαια, αυτονόητο ότι μπορείς να (επι)κρίνεις και να αμφισβητείς απερίσκεπτα τη σύγχρονη καλλιτεχνική πιάτσα. Για να βγάλεις συμπεράσματα χρειάζεται γνώση και συνδιαλλαγή. Δηλαδή, οι όποιες καλλιτεχνικές αυθαιρεσίες δεν σου δίνουν οπωσδήποτε το δικαίωμα να αμφισβητείς το φαινόμενο.

Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, που έρρεε πολύ κρασί, συντελέστηκε ένα αναπάντεχο χάπενινγκ που ένωσε πολλά διαφορετικά «στρατόπεδα» του αθηναϊκού art scene. Κάθισαν στο ίδιο τραπέζι θεωρητικά ανταγωνιστές του χώρου, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, και συντονίστηκαν απολύτως μεταξύ τους, ακριβώς γιατί δεν τους χωρίζει τίποτα, ανήκουν όλοι στο ίδιο «καρτέλ».

Εκείνη τη βραδιά, χάρη στο βρετανικό φλέγμα και το τέλειο British accent του κρουπιέρη, όλοι τους ένιωθαν λιγάκι σαν να βρίσκονταν αλλού, σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης που μόλις ανακάλυψαν και εκστασιασμένοι έσπευσαν να διερευνήσουν.

Όσοι το διαθέτουν (και η αλήθεια είναι ότι τη διαθέτουν οι περισσότεροι) έκαναν επίδειξη της άπταιστης γνώσης τους των αγγλικών. Μετά από μιάμιση ώρα και ενώ ακόμα παιζόταν το «Game of Power» είπα να αποχωρήσω. Κι ας έχανα την πίτσα που είχε παραγγείλει η Σύλβια.