Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αφροδίτη Παναγιωτάκου: «Στα Γιάννενα λειτουργήσαμε ριζωματικά, δεν πρέπει να προσγειώνεσαι πουθενά»

Η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση επιστρέφει στη γενέτειρά της με τη διπλή ιδιότητα της καλλιτεχνικής διευθύντριας της νέας μεγάλης έκθεσης ψηφιακής τέχνης «Plásmata II: Ioannina» και της συνδημιουργού ενός από τα πιο εντυπωσιακά έργα της.

Αφροδίτη Παναγιωτάκου: «Στα Γιάννενα λειτουργήσαμε ριζωματικά, δεν πρέπει να προσγειώνεσαι πουθενά»

— Εδώ που καθόμαστε τώρα, στην Κυρά Φροσύνη (σ.σ. κλασικό καφέ των Ιωαννίνων πάνω στη λίμνη), ποια μνήμη σού έρχεται πρώτη στο μυαλό;
Εδώ είναι ο Μώλος. Ακούω τις καινούργιες ονομασίες των διαφόρων σημείων και γελάω. Λένε «ο Όμιλος», εννοώντας τον όμιλο κωπηλασίας, ενώ ήταν πάντα η Λιμνοπούλα. «Ρε παιδιά, μη μου λέτε “στον Όμιλο”, δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάτε». Εκεί, λοιπόν, ήταν το λούνα παρκ της πόλης, τα περιβόητα κουρσάκια, οπότε η πρώτη μου ανάμνηση είναι αυτά τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, που παίρναμε μάρκες με τον αδερφό μου, αυτή η αίσθηση να σε χτυπάει ο άλλος από πίσω και να σου φεύγει ο αυχένας. Αυτή η δυσκολία και η αγωνία του μικρού παιδιού, που έχει κολλήσει το συγκρουόμενο στη γωνία της πίστας και δεν βγαίνει, η μυρωδιά.

Αυτή η ανάμνηση συνδέεται πολύ με τον αδερφό μου. Με τον Άγγελο είχαμε κοντινή ηλικία κι έτσι μπαίναμε στα συγκρουόμενα. Εγώ δεν το πολυήθελα, αλλά δεν ήμουν από αυτούς που θα παραδέχονταν ότι δεν τρελαίνονται για τη φάση αυτή. Τώρα μου φαίνεται περίεργο να μη βλέπω τα φώτα από αυτό το λίγο μίζερο, αλλά μαγικό σημείο. Έπεφταν τα φώτα στη λίμνη ‒ θυμάμαι και τη μητέρα μου που μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρή ήθελε να βουτήξει για να τα πιάσει.

— Ο σπόρος γι’ αυτή την έκθεση πότε έπεσε; Η πρώτη ιδέα ότι θα επιστρέψεις και θα κάνεις κάτι εδώ.
Κοίταξε, εγώ δεν είχα κάνει ποτέ τίποτα στα Γιάννενα, γιατί δεν ήμουν έτοιμη. Επίσης δεν ήθελα να κοροϊδέψω αυτή την πόλη γιατί είναι σπουδαία, οπότε δεν ήθελα να έρθουμε για κάτι μικρό, για να πούμε ότι το κάναμε.

Παλιός Γιαννιώτης είναι αυτός που αντιλαμβάνεται αυτή την πόλη ως προς τις ρίζες και το βάθος της, τη διαστρωμάτωση των ιστοριών που δημιουργούν τη μεγάλη Ιστορία, τον δημόσιο χώρο. Οι άνθρωποι εδώ μορφώνονταν, αλλά μορφώνονταν γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να προχωρήσουν. Μ’ αυτήν τη νοοτροπία μεγάλωσα κι εγώ στο σπίτι μου.

— Ή να φέρετε κάτι έτοιμο εδώ.
Ακριβώς, με τίποτα. Συζητούσαμε στο Πεδίον του Άρεως με μια σημαντική συνεργάτιδά μας, την Karen Wong, Αμερικανίδα, που είχε έρθει και μας έλεγε ότι αυτό που κάνουμε είναι καταπληκτικό, ότι πρέπει να το συνεχίσουμε. «Γιατί πρέπει να το συνεχίσουμε;» «Μα δεν βλέπεις πόσο κόσμο έχετε, το σημείο είναι τέλειο…»

Όταν τελείωσε η συζήτηση με την Karen, λέω στον Πρόδρομο (σ.σ. Τσιαβό, διευθυντή Ψηφιακής Ανάπτυξης και Καινοτομίας του Ιδρύματος Ωνάση και επιμελητικό διευθυντή της έκθεσης) «για όλους αυτούς τους λόγους που είπε η Karen πρέπει να φύγουμε». Καταρχάς, είναι άποψη για εμάς ο σεβασμός του χαρακτήρα του δημόσιου χώρου, άρα δεν θα πηγαίναμε σε καμία περίπτωση κάθε χρόνο στο Πεδίον του Άρεως ή όπου θα θεωρούσαμε πως, επειδή μπορούμε, τον καβαντζώσαμε. Έτσι κι αλλιώς θα φεύγαμε.

Όταν γυρίσαμε από τις καλοκαιρινές διακοπές, την πρώτη μέρα που μπήκα στο γραφείο, λέω «παιδιά, πατήστε γκάζια για Plásmata στα Γιάννενα». Δεν υπήρξε έκπληξη, υπήρξε ενθουσιασμός και ζητωκραυγές. Δεν υπήρξε καν η απορία «γιατί στα Γιάννενα». Κάναμε αμέσως ένα ταξίδι, η πρώτη βασική ομάδα, μαγεύτηκαν όσοι δεν είχαν ξαναέρθει, αλλά κυρίως κατάλαβαν ότι εδώ έχει νόημα να το κάνουμε, ότι μπορεί να παραχθεί νόημα. Οπότε το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να εντοπίσουμε τους καλλιτέχνες που θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μας, να νιώσουν αυτή την πόλη, να έρθουν εδώ να δουλέψουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, να συλλέξουν data και μετά να φτάσουν στους αλγορίθμους τους.

Άρα θεωρώ ότι το μεγάλο στοίχημα τού να συνομιλήσουμε με την πόλη ξεκίνησε σωστά, γιατί ήταν μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Η συνομιλία δεν ξεκίνησε τη στιγμή που άναψαν οι οθόνες ή τοποθετήθηκαν τα έργα. Αυτό το ένιωσε και η πόλη, μας έβλεπε για μεγάλο διάστημα, όχι ένα και δύο άτομα, ανεβοκατέβαιναν εκατό άνθρωποι. Έχουμε νοικιάσει διαμερίσματα, προσλάβαμε πολύ κόσμο από εδώ, μας ξέρουν παντού – και λέω «μας», εννοώντας όλους μας. Είχε μεγάλη σημασία που λειτουργήσαμε ριζωματικά. Δεν πρέπει να προσγειώνεσαι πουθενά.

Όταν γυρίσαμε από τις καλοκαιρινές διακοπές, την πρώτη μέρα που μπήκα στο γραφείο, λέω «παιδιά, πατήστε γκάζια για Plásmata στα Γιάννενα». Δεν υπήρξε έκπληξη, υπήρξε ενθουσιασμός και ζητωκραυγές. Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου
 
 

— Το τόνισε αυτό και ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης (σ.σ. επιμελητικός σύμβουλος της έκθεσης) στην ξενάγηση των δημοσιογράφων, το θέμα της οικειοποίησης.
Επέμενα τρομερά, γι’ αυτό είπα ότι πρέπει να πάμε στα Γιάννενα, γιατί τουλάχιστον ένας από εμάς –που σε αυτή την περίπτωση τυχαίνει να είμαι εγώ– ήξερε πού πάμε. Η δική μου επαφή με τα Γιάννενα δεν είναι μόνο αυτά τα 18 χρόνια που έζησα εδώ, είναι η μάνα μου, η οποία δίδαξε σε όλη της τη ζωή για τον 18ο και 19ο αιώνα. Ουσιαστικά η δική μου ζωή στα Γιάννενα ξεκινά κάπου τον 18ο αιώνα. Θα έλεγα ότι γεννήθηκα την αληπασιακή περίοδο.

— Τα άκουγες αυτά συνέχεια ως παιδί;
Άλλα σπίτια λένε άλλες ιστορίες, εγώ άκουγα αυτές: για το πόσο πεφωτισμένη φυσιογνωμία ήταν ο Αλή Πασάς, ότι στην αυλή του υπήρχαν πρόσωπα σαν τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Ήταν πόλη τα Γιάννενα ήδη από τον 18ο αιώνα. Γι’ αυτό και μία από τις επιμελητικές εμμονές μου ήταν ότι εδώ μιλάμε για την πόλη.

— Έχεις αγάπη για τις πόλεις.
Τις αγαπάω πραγματικά. Οπότε τους είπα να μη γοητευτούν από το υπέροχο φυσικό περιβάλλον γενικά της Ηπείρου. Εύκολα σε παρασύρει ο Αώος. Όχι, δεν πάμε στον Αώο, ούτε καν στον Αχέροντα. Είμαστε εδώ. Γι’ αυτό και κάναμε ατελείωτες βόλτες και ευτυχώς μπήκαν στην παρέα και Γιαννιώτες, όπως ο Γιώργος Σμύρης, ο πρόεδρος της Αρχιτεκτονικής Σχολής, που ξέρουν από τέτοιες βόλτες.

Παλιός Γιαννιώτης είναι αυτός που αντιλαμβάνεται αυτή την πόλη ως προς τις ρίζες και το βάθος της, τη διαστρωμάτωση των ιστοριών που δημιουργούν τη μεγάλη Ιστορία, τον δημόσιο χώρο. Τα Γιάννενα είναι ένα σημείο αυτής της χώρας άμεσα συνδεδεμένο με την ξενιτιά και τη μετανάστευση. Οι άνθρωποι εδώ μορφώνονταν, αλλά μορφώνονταν γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να προχωρήσουν. Μ’ αυτήν τη νοοτροπία μεγάλωσα κι εγώ στο σπίτι μου, μια νοοτροπία που σου λέει πως το θέμα σου δεν είναι το κουτσομπολιό για τον γείτονα αλλά το ποια είναι η δική σου υπόσταση και πώς λειτουργείς και τι περιέργεια έχεις για όσα μπορούν να αφυπνίσουν το μυαλό σου. Εδώ υπάρχει αυτή η κινητικότητα.

Και, βέβαια, το φυσικό περιβάλλον καθορίζει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Σε μια τέτοια πόλη, τι περιμένεις; Υπερβολικά χαρούμενους ανθρώπους που χορεύουν νησιώτικα; Δεν γίνεται. Εδώ όλα μας τα τραγούδια έχουν θλίψη. Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια δόση μελαγχολικού ρομαντισμού.

— Την έχεις κι εσύ αυτή την νταρκίλα;
Φουλ την έχω. Έχουμε την ομίχλη μέσα μας, τι να κάνουμε; Μας ταιριάζει. Τα Γιάννενα έχουν τόσες ιδιαίτερες φυσιογνωμίες. Είναι άνθρωποι που έχουν μια εκκεντρικότητα στη σκέψη, εξού και στην πορεία της ζωής τους πολλοί από αυτούς έχουν ζήσει στην άλλη άκρη του κόσμου, έχουν κάνει καριέρες και έχουν επιστρέψει εδώ. Γιατί αυτή η πόλη ασκεί τέτοια έλξη; Δεν είναι όλες οι πόλεις ίδιες, τα Γιάννενα είναι ξεχωριστά, και όχι επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ.

Τα Γιάννενα έχουν τόσες ιδιαίτερες φυσιογνωμίες. Είναι άνθρωποι που έχουν μια εκκεντρικότητα στη σκέψη, εξού και στην πορεία της ζωής τους πολλοί από αυτούς έχουν ζήσει στην άλλη άκρη του κόσμου, έχουν κάνει καριέρες και έχουν επιστρέψει εδώ. Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου

— Η επιλογή της παραλίμνιας διαδρομής ήταν εξαρχής δεδομένη;
Καταλήξαμε σε αυτήν μετά από πολλή σκέψη, αλλά τελικά είπαμε ότι θα ξεκινήσουμε από εδώ για να συστηθούμε. Αυτός είναι ο δρόμος που περπατάνε οι Γιαννιώτες, είναι κάπως ο δρόμος του bypass – θεωρούν ότι αν περπατάνε μισή-μία ώρα κάθε μέρα θα γλιτώσουν το έμφραγμα, θα πέσει η χοληστερίνη. Μετά κάθονται, πίνουν τσίπουρα και καταλαβαίνεις ότι γυρίζουν στα ανώτατα μη επιτρεπτά όρια.

Η θέα βλέπεις ποια είναι: κόσμος που κωπηλατεί, άπειροι ποδηλάτες· είναι περίεργο, ώρες-ώρες ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στην Ελλάδα. Αλλά έτσι ήταν πάντα. Εγώ κυκλοφορούσα πάντα με ποδήλατο εδώ, με την κολλητή μου στη σχάρα. Κακά τα ψέματα, η λίμνη σε τραβάει. Και πάντα λέω πως δεν πρέπει να κάνεις συγκεκριμένες διαδρομές στα Γιάννενα, πρέπει να χάνεσαι, και στο κάτω κάτω, αν χαθείς, θα ακολουθήσεις μια κατηφόρα και θα βγεις στη λίμνη.

Θέλαμε να κεντρίσουμε την περιέργεια των ίδιων των κατοίκων, να φωτίσουμε τις κόγχες. Γι’ αυτό και πέρα από τα έργα που είδες, υπάρχουν και επιπλέον σημεία, που μπορεί να είναι ο συγκεκριμένος φωτισμένος κισσός, η σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά πάνω στα τείχη. Ήδη το ακούμε αυτό, «ήρθατε και μας δείχνετε την πόλη μας». Αυτό συνέβη και με το καταφύγιο που δεν είχε ανοίξει ποτέ, δεν είχε μπει κανείς μέσα. Ένα καταφύγιο ανάμεσα στα τείχη διαφορετικών εποχών του κάστρου, συνδεδεμένο με μια σπηλιά πολύ πιο παλιά από εμάς.

Αυτήν τη στιγμή έχω χαρά γιατί βλέπω χαρούμενους τους κατοίκους της πόλης. Δεν το κάναμε για τους τουρίστες ούτε για τους επισκέπτες όλο αυτό, το κάναμε για τους Γιαννιώτες. Και όλα τα παιδιά που είναι υπεύθυνα για να εξηγούν κάθε έργο είναι παιδιά που βρήκαμε εδώ.

— Ήταν στοίχημα να κρατήσετε το diversity στην επιλογή των προσώπων, κάτι που ούτως ή άλλως κάνετε στη Στέγη;
Πήραμε συνεντεύξεις από 600 άτομα. Εμφανίστηκαν 600 άνθρωποι που έλεγαν «δεν με πειράζει να χάσω την εξεταστική, θέλω να είμαι με εσάς». Από τον Μωυσή Ελισάφ, τον δήμαρχο, με τον οποίο ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία –και χαίρομαι που πρόλαβε να δει ότι θα γίνει και δεν ήταν απλώς μια ιδέα– μέχρι τον περιφερειάρχη και τον τωρινό δήμαρχο, δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην πει «πείτε μου τι θέλετε».

— Είναι σημαντικό το ότι κλείνει για πρώτη φορά, ας πούμε, η παραλίμνια διαδρομή για τα αυτοκίνητα.
Αυτό δεν έχει ξαναγίνει στα Γιάννενα. Δεν μπορείς να έχεις ως πάρκινγκ τον πιο όμορφο δρόμο της πόλης σου. Κι εμείς λέμε «δείτε πώς είναι για τρεις εβδομάδες κι αν σας αρέσει, διεκδικήστε το και κρατήστε το».

Αλλά και η δουλειά που έχουν κάνει ο Voltnoi και ο Quetempo του Movement Radio εδώ είναι ένα τέτοιο σκανάρισμα - ανάλυση - καταγραφή της μουσικής σκηνής αυτής της πόλης, που προφανώς έχει πολλά ροκ στοιχεία και τρομερή ηλεκτρονική μουσική. Φέρνουμε και μουσικούς που δεν είναι από εδώ, ακριβώς για να κάνουμε αυτό το μπόλιασμα. Το λέμε και το ξαναλέμε, η δική μας δουλειά είναι να είμαστε καταλύτης και κόλλα. Οπότε διάφορους ανθρώπους και κοινότητες που δεν είχαν συνεργαστεί ποτέ μεταξύ τους τούς φέραμε μαζί και είπαμε «εσείς πρέπει να γνωριστείτε».

Τώρα, λοιπόν, που έχουμε προκαλέσει τέτοιου είδους συνάψεις, νιώθουμε καλά. Και αντιλαμβάνεσαι ότι αυτές οι συνάψεις περιέχουν κι εμάς. Δεν κάναμε τα Plásmata και αντίο. Δεν πας να ανοίξεις μια τέτοια ιστορία και μετά να αφήσεις πίσω σου μια τρύπα μεγαλύτερη από αυτήν που υπήρχε πριν. Εμείς με τα Plásmata ξεκινήσαμε τη σχέση μας με τα Γιάννενα. Δεν τελειώνει η δουλειά μας εδώ. Βλέπουμε το πρώτο δείγμα της συμβίωσής μας και αυτό θα έχει συνέχεια, ανάλογα με το πώς θα μας υποδεχθεί η πόλη και πώς θα το ζήσει. Αυτό θα καθορίσει το προς τα πού θα πάμε.

— Εδώ νομίζω πως δώσατε μεγαλύτερη έμφαση στις αντιθέσεις σε σχέση με τα προηγούμενα Plásmata: αναλογικό και ψηφιακό, φολκλόρ και σύγχρονο.
Θεωρώ πως εδώ δουλέψαμε καλύτερα επιμελητικά. Τα έργα δεν βασίζονται στον εντυπωσιασμό. Είναι έργα με ρίζες. Επίσης η έννοια του immersive ή ένα έργο που έχει δημιουργηθεί με αλγόριθμο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι ψηφιακό και βρίσκεται πάνω σε μια οθόνη. Πολλά από τα έργα που βλέπεις να έχουν «χειρωνακτική» υπόσταση έχουν δουλευτεί αλγοριθμικά.

Ας πούμε, το έργο που κάναμε με τον Μανώλη (σ.σ. Μανουσάκη) είναι αναλογικό, ενώ διαθέτει πολύ υψηλή τεχνολογία. Θα σου έλεγα ότι είναι λίγο ωμό και rough, ενώ η τεχνολογία είναι εκεί: στον τρόπο που συλλέξαμε τα ηχητικά data, μέσα από τα οποία περνά το μουσικό όργανο που έπαιζε ο παππούς μου, οι στίχοι από το ποίημα του Δάλλα, η επίμονη σταγόνα πάνω στον τσίγκο που πέφτει από το μπουρί της σόμπας, που εδώ λέγεται μασίνα, οι υποβρύχιοι ήχοι μέσα από τη λίμνη –θέλαμε θορύβους που να μην ξέρεις από πού προέρχονται–, τα πουλιά την ώρα που ξυπνάνε το ξημέρωμα…

Υπήρξε και μεγάλη φόρτιση με το τραγούδι του παππού μου από το «Να η ευκαιρία» το 1983. Στιγμή που τη θυμάμαι πολύ καλά, να μαζευόμαστε στο πατρικό της μάνας μου, στο σπίτι της γιαγιάς μου, Παρασκευή, για να δούμε την εκπομπή. Και δεν το περιμέναμε μόνο εμείς, το περίμενε όλη η πόλη, επειδή ο Τάκης ο Κουρμαντζής πήγε στο «Να η ευκαιρία». Είδα χθες τους πιο θεσμικούς Γιαννιώτες όταν μπήκαν και τους είδα και όταν βγήκαν. Είδα το βλέμμα τους αλλιώς, και με ενδιέφερε πολύ αυτό. Κατάλαβαν την αληθινή μας πρόθεση να μιλήσουμε για τα Γιάννενα και να πούμε τις δικές τους λέξεις.

Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Μανώλης Μανουσάκης, ΜΑΝΑ. Πολυμεσική εγκατάσταση (2023). Το έργο αποτελεί ανάθεση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση για την έκθεση. Συμμετέχοντες καλλιτέχνες: Βασίλης Κουντούρης, Μαρίνος Κουτσομιχάλης, Michael Larsson, Χάρης Λεούσης, Γιάννης Λωλής, Αλεξάνδρα Νιάκα. Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου
 
 

— Μας αποκάλυψες χθες για πρώτη φορά ότι το έργο που φτιάξατε με τον Μανώλη Μανουσάκη είναι για τη μάνα σου.
Η οποία, τώρα που μιλάμε, δεν το έχει δει ακόμα! Δεν ξέρει τι είναι, ψυλλιάζεται ότι θα φορτιστεί συναισθηματικά και το αποφεύγει, σου λέει «δεν πειράζει αν το δω αύριο».

— Ένιωθες την ανάγκη να εκτεθείς ακόμα περισσότερο μετά το έργο που παρουσιάσατε στο Πεδίον του Άρεως;
Επειδή τα κάνουμε μαζί με τον Μανώλη, όσο καιρό δουλεύουμε δεν νιώθω καμία έκθεση. Δεν το συζητούσαμε, η οικογένειά μου το είδε χθες και δεν είχε καταλάβει τίποτα. Νομίζω ότι προστατεύω τη διαδικασία. Το νιώθω τόσο συλλογικό, και δεν εννοώ μόνο τον Μανώλη, την Αλεξάνδρα (Νιάκα), τον Χάρη (Λαλούση), τον Βασίλη (Κουντούρη) και τον Κωστή (Στυλιανού). Τους πήγα βόλτα στη γειτονιά της μάνας μου, στην Αρχιμανδρειού, τους έδειξα το πατρικό μου, εκεί όπου πήγαινα σχολείο, από πού με έπαιρνε ο παππούς μου μετά το νηπιαγωγείο. Έτσι θα δουλεύαμε καλύτερα και θα με μάθαιναν κι εκείνοι καλύτερα. Αλλά το νιώθω συλλογικό επειδή το έχω κάνει μαζί με όλους εκείνους που ήταν στην Αρχιμανδρειού, στο πατρικό της μάνας μου, σαν να το έχουμε κάνει όλη η γειτονιά μαζί. Δεν αισθάνομαι ότι εκτίθεμαι εγώ, αλήθεια σου λέω.

— Τι θέλεις όμως να πεις στη μάνα σου με αυτό το έργο;
Ευχαριστώ. Που είσαι αυτή που είσαι, που είσαι Γιαννιώτισσα όπως το ορίζεις εσύ, που δεν έχεις καμία σχέση με τη μικροαστίλα, που είσαι αυθεντική, που για σένα το αξιακό σου σύστημα είναι αδιαπραγμάτευτο. Είναι ένα δημόσιο ευχαριστώ και ένα «σε έχω καταλάβει και σου βγάζω το καπέλο». Δεν είναι εύκολο να είσαι πολύπλοκος.

— Ταυτόχρονα τι θες να πεις στις κόρες σου;
Θέλω να τους δείξω από πού έρχονται, όποιες κι αν είναι, όποιες κι αν γίνουν. Ότι ο προπάππος τους ήταν αυτός ο ωραίος τύπος, ότι η γιαγιά τους, που τη βλέπουν δυναμική και διαβασμένη και ικανή, έχει μια διαδρομή. Και με τη σειρά μου ότι έχω κι εγώ μια διαδρομή. Και πρέπει να τιμάμε τη διαδρομή μας όχι κοιτάζοντας πίσω ‒ αλλά έχει σημασία το διάνυσμα. Και δεν αναφέρομαι στις δυσκολίες, ντε και καλά στο «τι πέρασες, τι πέρασα». Εμένα μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν ζήσει πολλές ζωές.

Είναι ελευθερία, νομίζω, το να μπορείς να μην ντρέπεσαι. Για κάποιους ανθρώπους η ελευθερία μάς είναι τόσο απαραίτητη, ώστε να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί απλώς ως πολύτιμη. Και ξέρεις κάτι, δεν είναι εύκολο να λες στους γονείς σου «σ’ αγαπάω», ειδικά αν δεν είναι το δικό σου το στυλ ή το δικό τους τέτοιο. Με τις κόρες μου το κάνω, είναι άλλη γενιά. Νομίζω πως αυτός είναι ένας τρόπος που ελπίζω να της ταιριάζει.

— Το έργο «ΜΑΝΑ» εκτυλίσσεται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του καταφυγίου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καταλήγει σε μια σπηλιά με ανοιχτωσιά, που ένιωσα πως μοιάζει κάπως με τη μήτρα, κι εμείς σαν να βρεθήκαμε από μια διαδρομή κάπως απειλητική σε μια προγεννητική ασφάλεια.
Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ. Είναι περίεργο γιατί νιώθεις ότι είναι απειλητικό ένα μέρος που είναι καταφύγιο. Πού είναι ο κίνδυνος; Έξω; Μέσα; Και μετά φτάνουμε σε μια καθησυχαστική κατάσταση, που θέλαμε να είναι όμορφη πολύ. Τα πλάνα είναι από τη λίμνη, το χρώμα του πλαγκτόν το πιάσαμε, έτσι είναι μετά τη βροχή εδώ, οι ουρανοί είναι μαγικοί. Ό,τι χρώμα βλέπεις εκεί το έχουμε πάρει απέξω. Θέλαμε να φέρουμε το έξω μέσα, να δώσουμε στη λίμνη τον χώρο που της έχουμε στερήσει. Ήθελα να έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε να κολυμπάμε υποβρυχίως χωρίς να χρειάζεται να βγάλουμε το κεφάλι μας να αναπνεύσουμε. Γιατί είναι ωραία εκεί μέσα.

Ήθελα κάτι απαλό, όχι παρηγορητικό, γιατί νομίζω πως όταν μπαίνεις εκεί έχεις ξεχάσει τι ήταν αυτό που σου προκαλούσε την ανάγκη της παρηγοριάς. Μπαίνεις και νιώθεις ελαφρύς, σαν να μην υπάρχει βαρύτητα. Μπορείς να συγκινηθείς, να χαμογελάσεις, να ξαπλώσεις και μετά βγεις ‒ αλλά βγαίνεις άλλος. Και δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω από τον ίδιο δρόμο. Δεν ξαναμπαίνεις στη μήτρα.

Όλοι μάς ζητάνε κι άλλο χρόνο. Είδες τις φυσιογνωμίες των παιδιών που είναι οι οδηγοί. Αυτοί είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του καταφυγίου. Σας αφήνουν στο σπίτι τους, αλλά ως εκεί. Δεν θα στρογγυλοκαθίσετε κιόλας. Σας αφήνουμε να μπείτε στο υποσυνείδητο του δικού μου ονείρου, αλλά εγώ θα σας πω πότε θα βγείτε γιατί είναι το σπίτι μου. Αν θες, μπορείς να ξαναμπείς. Θα σε ξαναφήσω. Αλλά αυτήν τη φορά φρόντισε να προσέξεις κάτι άλλο.

Αυτήν τη στιγμή έχω χαρά γιατί βλέπω χαρούμενους τους κατοίκους της πόλης. Δεν το κάναμε για τους τουρίστες ούτε για τους επισκέπτες όλο αυτό, το κάναμε για τους Γιαννιώτες. Και όλα τα παιδιά που είναι υπεύθυνα για να εξηγούν κάθε έργο είναι παιδιά που βρήκαμε εδώ. Φωτ.: Πηνελόπη Γερασίμου
 
 

— Κάπως σαν όλη τη φιλοσοφία της Στέγης δεν είναι αυτό;
Κάπως έτσι δεν είναι; Στη Στέγη μάς ενδιαφέρουν κυρίως αυτά που δεν φαίνονται. Το καταφύγιο έχει κι άλλα δωμάτια. Θα ήταν λάθος να πρωτομπούμε εκεί ως Γιαννιώτες και να δούμε κάτι φορετό, που δεν έχει βγει από τα έγκατα της πόλης. Οπότε αισθάνομαι ότι, αν μη τι άλλο, οι ήχοι, επειδή είναι κυρίως φυσικοί, ήταν εκεί από πάντα. Τώρα το πρόβλημα είναι πώς θα βγούμε, γιατί δεν θέλουμε να βγούμε. Έχουμε φάει πολλή συγκίνηση, δεν μπορώ να σου περιγράψω πόση.

— Ήταν συγκινητικό και το γεγονός ότι αφιερώσατε την έκθεση στον συνεργάτη σας Κώστα Αλεξίου (σ.σ. επικεφαλής μηχανικό φωτισμού της Στέγης), που χάσατε πρόσφατα.
Είναι αδιανόητο. Ο Κώστας ήταν το φως μας. Στην ομάδα των τεχνικών μας σκίζεται η ψυχή. Θέλουν να το κάνουν έτσι όπως το ήθελε ο Κώστας. Αλλά σίγουρα τα Plásmata είναι για τον Κώστα.

— Και κλείνουν μια πραγματικά πολύ καλή σεζόν για τη Στέγη, στην οποία είδαμε εξαιρετικά πράγματα, όπως το «Σπιρτόκουτο» και το «Rohtko». Θέλεις να κάνεις έναν απολογισμό;
Νομίζω ότι έχουμε ξεφοβηθεί εντελώς και θέλουμε να σκεφτόμαστε πώς θα το ευχαριστιόμαστε, φτιάχνοντας αυτές τις ιστορίες και θεωρώντας ότι, αν το κίνητρό μας είναι η απόλαυση και η ευχαρίστηση, θα είμαστε πολλοί σε αυτήν τη διεκδίκηση της βαθιάς ελαφρότητας. Νομίζω ότι ο στόχος μας είναι αυτός: η λίγο σκοτεινή και βαθιά ελαφρότητα.

— Τι μπορούμε να κάνουμε σπόιλερ από την επόμενη χρονιά;
Νομίζω πως έτσι θα κυλήσει και η επόμενη. Αυτή η έννοια του immersive, το να βουτάς σε κάτι, μας αρέσει πολύ και αυτή η βουτιά, η εμβύθιση, δεν γίνεται απαραίτητα μόνο στην ψηφιακή τέχνη, κι ας χρησιμοποιείται ο όρος εκεί. Θέλω να ζούμε καταστάσεις, δεν θέλω να έρχεται κάποιος και να λέει «είδα αυτή την παράσταση». Θέλω να βγαίνουμε και να λέμε «τι ήταν αυτό!». Μια περίεργη γιορτή, άλλοτε σκοτεινή, άλλοτε πολύχρωμη. Ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή. Θα είναι ωραία η επόμενη χρονιά. Οι «τρελοί» που θα περάσουν μέσα από τα καμαρίνια είναι φανταστικοί, όλοι τους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.