Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Δεν βρήκαν ούτε καρφιά; Γιατί δεν μας λένε;»

Η επίτιμη διευθύντρια αρχαιοτήτων εμφανίζεται σίγουρη ότι ο τάφος έχει συληθεί

«Δεν βρήκαν ούτε καρφιά; Γιατί δεν μας λένε;»

Την άποψη της ότι ο τάφος της Αμφίπολης έχει συληθεί εκφράζει σε συνέντευξη της στον Τύπο της Κυριακής η επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων, Κατερίνα Ρωμιοπούλου.

 «Έχουν βγάλει τόσα χώματα έξω από τον τάφο, κιβώτια ολόκληρα, τα οποία ξέρω καλά ότι τα κοσκινίζουν. Τίποτα δεν βρήκαν, κάποιες ενδείξεις; Γιατί δεν μας λένε; Δεν βρήκαν ούτε καρφιά; Τα καρφιά είναι πραγματικό στοιχείο. Όταν βρίσκεις καρφιά, και μάλιστα μεγάλα, αμέσως λες “έχουμε ξύλινο φορείο”» σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η κ. Ρωμιοπούλου εμφανίζεται σίγουρη ότι ο τάφος έχει συληθεί και όπως τονίζει συλημένος βρέθηκε και ο μακεδονικός τάφος που ανέσκαψε η ίδια στη ρίζα του λόφου Καστά, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

«Από πού μπαίνουν οι κλέφτες; Από την κορυφή. Άνοιξαν μια, δυο, τρεις τρύπες. Και βεβαίως όταν έφυγαν εισχώρησε το χώμα. Δεν δέχομαι την ερμηνεία πως το χώμα λειτουργεί ως στατικό στοιχείο. Το χώμα φαίνεται σαν κώνος στη μέση, δεν στηρίζει τους τοίχους. Η αρχαιοκαπηλία έπρεπε να σταματήσει και θα σταματούσε μόνο αν γίνονταν συστηματικές ανασκαφές. Η περιοχή εκατέρωθεν του Στρυμόνα πάντα αποτελούσε πεδίο για τη δράση αρχαιοκαπήλων και τυμβωρύχων», λέει η Κ. Ρωμιοπούλου.

Στη συνέχεια αναπτύσσει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η ιεροτελεστία της ταφής στην αρχαιότητα:  «Η τελετουργία της καύσεως λάμβανε χώρα ή κοντά στον τάφο ή επάνω στον τάφο, στην οροφή του, όπως τη βρήκαν στη Βεργίνα, ή κάπου πίσω από τον τάφο, όπως τη βρήκα εγώ στα Λευκάδια, ή μπορεί ακόμα πιο μακριά από τον τάφο».

Προτού ο νεκρός παραδοθεί στην πυρά τον εναπόθεταν σε ξύλινη κλίνη ή φορείο όπου επάνω υπήρχε ένα στρώμα πουπουλένιο ντυμένο με πολύτιμα υφάσματα, υφασμένα στον αργαλειό. Ο νεκρός ήταν στολισμένος με χρυσοΰφαντα υφάσματα.

Στην πυρά εναπόθεταν την κλίνη με το νεκρό και τα κτερίσματα, δηλαδή κοσμήματα, αγγεία και άλλα αντικείμενα, ό,τι θεωρούσαν πολύτιμο, διότι υποτίθεται ότι διά της καύσεως συνόδευαν το νεκρό στη μετέπειτα ζωή του.

Τα υπολείμματα της καύσεως, τις στάχτες και τα κόκαλα του νεκρού, το μισοκαμένο χρυσό στεφάνι -με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα πολλά στεφάνια είναι στραβωμένα γιατί έχουν υποστεί την πυρά- τα τύλιγαν σε ένα πολύτιμο ύφασμα και τα τοποθετούσαν σε λάρνακα».

Ήταν ένα χρυσό κουτί, είτε ασημένιο αγγείο είτε μπρούντζινο, γιατί -μην ξεχνάμε- ήταν και τα μπρούντζινα σπουδαία αγγεία. Μπορεί σήμερα να τα βρίσκουμε σκουριασμένα και πράσινα, αλλά όταν τα έφτιαχναν άστραφταν σαν χρυσά. Στη συνέχεια τοποθετούσαν τη λάρνακα στον τάφο, ποτέ πάνω στο έδαφος, αλλά μέσα σε ένα πέτρινο αγγείο.

Μερικές φορές έχτιζαν στον τάφο και έναν πάγκο όπου τοποθετούσαν ορισμένα αγγεία. Στις άκρες της πυράς ορισμένα αντικείμενα έμεναν πιο ζωντανά. Επίσης όταν μιλάμε για σπουδαία πρόσωπα οι κλίνες τις περισσότερες φορές δεν ήταν απλές αλλά “ντυμένες” με ελεφαντοστό και μπρούντζινες διακοσμήσεις.»