Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το queer cinema του Πάνου Χ. Κούτρα

Πώς ο Έλληνας σκηνοθέτης κατάφερε να αποκτήσει περίοπτη θέση στο πάνθεον του σύγχρονου παγκόσμιου queer cinema.

koutras

Οποιοσδήποτε θελήσει να μιλήσει για την εργογραφία του Πάνου Κούτρα, αναγκαστικά θα ανατρέξει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία του 1999 (η οποία χρειάστηκε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί γιατί ξεκίνησε να γυρίζεται το 1995) Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, και τότε πρέπει να αναλογιστεί, να ανασύρει από την μνήμη του τι ήταν η Αθήνα και η Ελλάδα λίγο πριν εκπνεύσει ο 20ός αιώνας.

Τότε θα θυμηθεί μια υπέρμετρα αισιόδοξη εποχή, αδικαιολόγητης ευημερίας, ασυδοσίας, αμεριμνησίας, που οδήγησε στην Ολυμπιάδα του 2004. Πρωθυπουργό είχαμε τον Κώστα Σημίτη που οδήγησε την Ελλάδα στο ευρώ, με το τρανταχτό σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου να θαμπώνει τη λάμψη της επιτυχίας. Μια κατρακύλα που ξεκίνησε ακριβώς την ίδια χρονιά που έκανε πρεμιέρα η ταινία, κάνοντας φτωχότερους χιλιάδες Έλληνες που είχαν πειστεί από τις ανεύθυνες φανφάρες των glossy lifestyle περιοδικών ότι δικαιούνταν να ζουν σαν ήρωες σαπουνόπερας.

Ξημεροβραδιάζονταν σε κλαμπ, μπαρ, μπουζούκια, πάρτι, πισίνες και παραλίες, σπαταλώντας λεφτά λες και δεν υπήρχε αύριο. Σεξουαλικά πιο απελευθερωμένοι από ποτέ, επιδίδονταν σε ευκαιριακό σεξ, ολονύχτιες κραιπάλες, στην υπερβολική κατανάλωση ουσιών. Στο περιθώριο όλων αυτών και τα gay club ήταν σε μεγάλες δόξες. Ακριβώς αυτή η Αθήνα αναδύεται και καταγράφεται σε αυτή την αξιομνημόνευτη ταινία, που ευτυχώς δεν στέκεται μόνο σε αυτά, αλλά σχολιάζει, ανατρέπει, σατιρίζει και κυρίως τολμάει να φέρει σε πρώτο πλάνο τις διαφορετικές «φυλές» της, όπως έλεγαν τότε.

Ο Πάνος Κούτρας έχει πετύχει με παλιά και εν μέρει ευτελή υλικά να δημιουργήσει ένα σύγχρονο σινεμά με υπέροχες ιστορίες και εικόνες που έχουν μείνει ανεξίτηλες και να μιλήσει με χιούμορ και καμιά φορά με ελαφρότητα για σοβαρά πράγματα, σε μια εποχή μεγάλων εξελίξεων και κατακτήσεων.

Ο Μουσακάς, που από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίστηκε καλτ, είχε απροκάλυπτα δάνεια και αναφορές στο κινηματογραφικό σύμπαν του Τζον Γουότερς αλλά και στα αμερικανικά b-movies καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας των ‘50s. Μια σπαρταριστή κωμωδία, λίγο μιούζικαλ, λίγο μελό και ακόμα περισσότερο σαπουνόπερα, ξεχειλίζει από camp χιούμορ, πολύ κιτς και σάτιρα της ελληνικής πραγματικότητας, με πρωταγωνιστές από τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον Γρηγόρη Πατρικαρέα και τον Χρήστο Μάντακα μέχρι τον μακιγιέρ Γιάννη Αγγελάκη ως μια άλλη Divine, να τραγουδάει στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια μια ελληνική εκδοχή του «Walk On By» της Dionne Warwick.

Στο ανεπανάληπτο καστ συμμετέχουν διάσημα μοντέλα-gay icons της εποχής, με προεξέχουσα την Τζένη Μπαλατσινού, οι οποίες ως εξωγήινες μέσα σε ένα ΑΤΙΑ μετάλλαξαν κατά λάθος ένα κομμάτι μουσακά σε γιγαντιαίων διαστάσεων τέρας που διασχίζει την πόλη σπέρνοντας τον θάνατο. Τα ΜΜΕ υπερθεματίζουν (τα δελτία ειδήσεων είχαν πολύ υψηλή τηλεθέαση, μπουκώνοντας το κοινό με άχρηστη ενημέρωση), προκαλώντας υστερία στους Αθηναίους.

Ο Γιάννης Αγγελάκης ως Τάρα στην «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά».

Απολύτως queer αισθητικής, βρίθει μηνυμάτων αδιανόητων για την εποχή -θυμάμαι στην πρεμιέρα η ομήγυρη μου, πιστοί οπαδοί του Αγγελόπουλου, να αντιδρούν έξαλλοι επαναλαμβάνοντας «Μα, είναι αυτό σινεμά;»-, εξέπληξε, προκάλεσε, ενόχλησε, εξόργισε, ενθουσίασε. Οι αστροφυσικοί του Αστεροσκοπείου του οποίου είναι διευθυντής ο Χρήστος Μάντακας είναι όλοι γκέι και φοράνε ροζ στολές, όπως και οι κολλητοί της εκκολαπτόμενης σχεδιάστριας μόδας Τάρα (Γιάννης Αγγελάκης) που ερωτεύεται τον εξέχοντα επιστήμονα.

Η σάτιρα θεσμών όπως του εθνικού ύμνου και της Εκκλησίας είναι ξεκαρδιστική, ενώ το φινάλε μετά από μια νύχτα καταστροφής και θανάτου, όταν ξημερώνει η Αθήνα απαλλαγμένη από την απειλή του μουσακά, βρίσκουμε μια ευτυχισμένη «οικογένεια» μέσα σε ένα αυτοκίνητο, με μια τρανς γυναίκα, έναν γκέι άντρα, ένα ορφανού και μια διάσημη τηλεπερσόνα. Προάγγελος της ιδιότυπης οικογένειας της Στρέλλας λίγα χρόνια μετά. Μετά τη συμμετοχή της στις Νύχτες Πρεμιέρας, παίχτηκε μόνο για μια εβδομάδα στον Δαναό, αλλά είχε αξιοσημείωτη πορεία στο Παρίσι και στο Τόκυο.

Στην ταινία «Αληθινή Ζωή» η Μπαζάκα ως εγωκεντρική μάνα του Κουρή είναι άκρως χειριστική, ευνουχιστική, υστερική, μια πραγματική bitch -το απόλυτο gay icon.

Η επόμενη ταινία του ήταν η Αληθινή ζωή του 2004, πάλι με την Μπαζάκα πρωταγωνίστρια, αλλά και τους Νίκο Κουρή, Αννέζα Παπαδοπούλου, Μαρίνα Καλογήρου, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, Μαρία Πανουργιά, Χρήστο Μάντακα και Άννα Μουγκλαλίς να την πλαισιώνουν. Χωρίς να έχει θεματική ή πλοκή που να σχετίζεται άμεσα με γκέι χαρακτήρες, επιδιώκει να σαρκάσει τη ζωή των μεγαλοαστών. Η Μπαζάκα ως εγωκεντρική μάνα του Κουρή είναι άκρως χειριστική, ευνουχιστική, υστερική, μια πραγματική bitch -το απόλυτο gay icon- σχεδόν ξεπατικωμένη από τις λαμπερές σαπουνόπερες της αμερικανικής τηλεόρασης μέσα από τη διαθλαστική ματιά ενός Ντάγκλας Σερκ.

Η πλέον εμβληματική ταινία ωστόσο του Κούτρα δεν είναι άλλη από τη Στρέλλα, σε συνεργασία στο σενάριο με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ο οποίος συνυπέγραφε και την προηγούμενη. Η Στρέλλα, η οποία μαζί με τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου καταχωρήθηκε ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της σχολής που διεθνώς ονομάστηκε Greek Weird Wave -αν και ο ίδιος δεν συμφωνεί και λέει χαρακτηριστικά «μπορεί το σινεμά μου να είναι weird, αλλά είναι weird ως queer»-, κάνει μια βουτιά στα άδυτα των αδύτων της ελληνικής κοινωνίας και των ανομολόγητων παθών της.

Μια αυθάδικη ταινία για την ελευθερία να ζει κανείς όπως θέλει, χωρίς κοινωνικούς και ηθικούς φραγμούς, να οργώνει την εξαθλιωμένη Αθήνα της κρίσης (τι διαφορά από εκείνη του Μουσακά!) και να διεκδικεί τη χαρά χωρίς να επιβάλλεται. Μια νεαρή τρανς γυναίκα («Με λένε Στέλλα, αλλά επειδή είμαι τρελή οι φίλοι με φωνάζουν Στρέλλα) συνάπτει ερωτικό δεσμό με έναν μεγαλύτερό της άντρα (Γιάννης Κοκκιασμένος) που μόλις έχει αποφυλακιστεί. Όταν μας αποκαλύπτεται το κοινό τους παρελθόν, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σειρά ζητημάτων ηθικών ορίων, συμφιλίωσης, αποδοχής του διαφορετικού.

Η πλέον εμβληματική ταινία του Κούτρα δεν είναι άλλη από τη «Στρέλλα», σε συνεργασία στο σενάριο με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη.

Μέσα από τη σαφή αναφορά στην αρχαιοελληνική τραγωδία του Οιδίποδα, σε μια camp εκδοχή χωρίς τραγικό τέλος, ο Κούτρας επενδύει στο μόνιμο αίνιγμα του τι σημαίνει να είσαι ετεροφυλόφιλος και τι ομοφυλόφιλος, πού συγκλίνουν και πού συγκρούονται στην ελληνική σεξουαλικότητα, και αποδομεί την ελληνική οικογένεια καταρρίπτοντας την αδιαμφισβήτητη αξία της. Όπως έκανε με τον τρόπο της η «Στέλλα» του Κακογιάννη στα μέσα του ‘50.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο μια μοναδική περίπτωση ερασιτέχνιδας τρανς ηθοποιού, η νεαρή Μίνα Ορφανού, δίπλα της και η Μπέττυ Βακαλίδου (ιστορική περσόνα του γκέι κινήματος και πρωταγωνίστρια της ομώνυμης ταινίας του Δημήτρη Σταύρακα του 1979), ενώ οι εμφανίσεις της Στρέλλας στο γνωστό κλαμπ «Κούκλες», όπου τρανς περφόρμερ ερμηνεύουν in drag διάσημες τραγουδίστριες, καθορίζουν το πλαίσιο της ταινίας.

Η Στρέλλα μάλιστα κάνει εμφάνιση-homage στη Μαρία Κάλλας. Η ταινία τελειώνει με ένα πολύχρωμο happy end παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπου συγκεντρώνεται στο σπίτι της όλη η ευτυχισμένη «οικογένεια». Αυτό το καθοριστικό και κυρίως χαρούμενο φινάλε ως πολιτική θέση ήταν που εξόργισε μέρος του ελληνικού κοινού, αν και όχι μόνο. Η Στρέλλα έκανε θριαμβευτική πρεμιέρα στην Μπερλινάλε, ενώ έχει βραβευτεί σε μια σειρά διεθνών φεστιβάλ.

Στο «Xenia» ο νεότερος Ντάνι (Κώστας Νικούλι) διαθέτει τολμηρότητα, ωριμότητα αλλά και μια χαλαρή σεξουαλικότητα που συμπεριλαμβάνει ξεκάθαρα τα συνομήλικα αγόρια, ενώ ο Οδυσσέας (Νίκος Γκέκα) είναι ρεαλιστής και μετρημένος.

Στο υπέροχο Xenia του 2014, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο παράλληλο πρόγραμμα των Καννών Un Certain Regard («Ένα κάποιο βλέμμα»), ένα ανήλικο αγόρι, ο Ντάνι, εγκαταλείπει την Κρήτη μετά τον θάνατο της μητέρας του και ταξιδεύει στην Αθήνα όπου ζει ο αδελφός του Οδυσσέας. Οι δυο τους είναι αλβανικής καταγωγής από μάνα, με Έλληνα πατέρα τον οποίο αναζητούν ώστε να εξασφαλίσουν ελληνική ιθαγένεια. Ξεκινάνε ένα ταξίδι με το οποίο διασχίζουν την ελληνική επαρχία, μια μικρή Οδύσσεια με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, σε ένα road movie φυσικού και ψυχικού σθένους.

Ο νεότερος Ντάνι (Κώστας Νικούλι) διαθέτει τολμηρότητα, ωριμότητα αλλά και μια χαλαρή σεξουαλικότητα που συμπεριλαμβάνει ξεκάθαρα τα συνομήλικα αγόρια, ενώ ο Οδυσσέας (Νίκος Γκέκα) είναι ρεαλιστής και μετρημένος.

Καθ’ οδόν για τη Θεσσαλονίκη, όπου έχουν εντοπίσει τον πιθανό πατέρα τους, σταματάνε στη Λάρισα για να φιλοξενηθούν από τον παλιό φίλο της μάνας τους τον Τάσο (Άγγελος Παπαδημητρίου), ιδιοκτήτη σκυλάδικου που ζει με τον Άραβα εραστή του. Μαζί του θα νιώσουν την οικογενειακή θαλπωρή που η απουσία γονιών τούς έχει στερήσει, σε μια από τις πιο τρυφερές και γουστόζικες σκηνές του ελληνικού queer κινηματογράφου. Θα βρεθούν και σε ένα εγκαταλελειμμένο Ξενία, δείγμα μιας χώρας σε εγκατάλειψη, ενώ όταν πια συναντούν τον πιθανολογούμενο πατέρα αντιμετωπίζουν την εχθρότητα και την απόρριψη ενός φασιστοειδούς πολιτικάντη.

Λίγο πριν από το τέλος της χαριτωμένης ταινίας εμφανίζεται μια παλιά δόξα του ιταλικού τραγουδιού, η Πάτι Πράβο, προσωπικό ίνδαλμα του Κούτρα, θρυλικό gay icon και στην πλοκή της ταινίας αγαπημένη τραγουδίστρια της μητέρας των δύο αγοριών. Ο Ντάνι μένει στήλη άλατος όταν την αντικρίζει μέσα σε μια λιμουζίνα, ενώ ο Οδυσσέας δεν τον πιστεύει.

Η ταινία σάρωσε τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου αλλά τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο συν-σεναριογράφος αρνήθηκαν τα βραβεία που τους απένειμαν, σεναρίου και καλύτερης ταινίας, ως διαμαρτυρία, μέχρι να ψηφιστεί ο νόμος που να δίνει την ελληνική ιθαγένεια σε μετανάστες δεύτερης γενιάς.

H Σμαράγδα Καρύδη πρωταγωνιστεί στο πολυαναμενόμενο «Dodo» που μόλις έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών.

Μπορεί να μην έχουμε δει ακόμα την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, το πολυαναμενόμενο Dodo που μόλις έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών, ωστόσο οι φωτογραφίες, το προωθητικό υλικό και το καστ (που περιλαμβάνει από τον Άγγελο Παπαδημητρίου μέχρι την Τζεφ Μοντάνα) μαρτυρούν ότι είναι άλλη μια δημιουργία πιστή στο queer ύφος του.

Ο Πάνος Κούτρας έχει πετύχει με παλιά και εν μέρει ευτελή υλικά να δημιουργήσει ένα σύγχρονο σινεμά με υπέροχες ιστορίες και εικόνες που έχουν μείνει ανεξίτηλες και να μιλήσει με χιούμορ και καμιά φορά με ελαφρότητα για σοβαρά πράγματα, σε μια εποχή μεγάλων εξελίξεων και κατακτήσεων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.