Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ερνστ Λιούμπιτς στο Φεστιβάλ Βενετίας

Η ανταπόκριση του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου, για δυο φιλμ που διεκδικούν το Χρυσό Λιοντάρι

Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Ερνστ Λιούμπιτς στο Φεστιβάλ Βενετίας

 

Οι νέες ταινίες του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς και του Ξαβιέ Μποβουά αποτίνουν φόρο τιμής σε δυο γίγαντες του σινεμά, από διαφορετικές αφετηρίες, και διεκδικούν το Χρυσό Λιοντάρι

Στη συνέντευξη τύπου, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς μας θύμισε πως η ταινία του They All Laughed, που είναι και η αγαπημένη του, είχε κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας, πριν από ακριβώς 32 χρόνια, και μάλιστα ως εναρκτήριο φιλμ. Τονίζοντας την ιδιαίτερη χαρά που παίρνει όταν ο θεατής γελάει με την καρδιά του, κάτι που του είχε επισημάνει ο Κάρι Γκράντ όταν του είπε να παρακολουθεί τις προβολές των ταινιών του για να το διαπιστώσει και να ικανοποιείται από τη θερμή ανταπόκριση, ο γερόλυκος της χειροποίητης, νοσταλγικής κωμωδίας δεν παρέλειψε να διηγηθεί μερικές ιστορίες από τις πάμπολλες που έχει να πει, κατά τη διάρκεια της τρικυμειώδους καριέρας του, ως δημιουργός και ρεπόρτερ.


Η ζωή του, που έχει σημαδευτεί από τραγωδίες και αποτυχίες, είναι μια ταινία από μόνη της. Ενώ στη Γαλλία αρκετοί κριτικοί κινηματογράφου πέρασαν μπροστά από την κάμερα με τα γνωστά, ανατρεπτικά αποτελέσματα του Νέου Κύματος της δεκαετίας του 60, στην Αμερική μόνο ο Μπογκντάνοβιτς το κατάφερε, με περίσσειο θράσος και ανάλογη ορμητικότητα. Αφού πρώτα έκανε μακροσκελείς συνεντεύξεις με τα ινδάλματα του από το παλιό Χόλιγουντ που λατρεύει, με αποκορύφωμα τον Τζον Φορντ και τον Όρσον Γουέλς (την εποχή που επισκεπτόταν τα πλατό και τα σπίτια τους, μιλώντας μαζί τους επί εβδομάδες για τις ανάγκες των άρθρων του στο Esquire και αλλού), δεν προσπάθησε να αποδομήσει τον παλιό κινηματογράφο που έπνεε τα λοίσθια αλλά να τον αναζωογονήσει με ενέσεις φρεσκάδας και ήπιου ρεβιζιονισμού.

Έκανε τρεις μεγάλες επιτυχίες στη σειρά, με το καλημέρα: την καταπληκτική Τελευταία Παράσταση, το εξαιρετικά αστείο What's Up Doc με την Στράϊζαντ σε μεγάλη φόρμα, και το Χάρτινο Φεγγάρι, που χάρισε Όσκαρ στη δεκάχρονη Τέϊτουμ Ο' Νιλ.

Στη συνέχεια, άρχισαν τα δράματα και οι προσωπικές πίκρες. Ο Μπογκτάνοβιτς δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει ταινίες, ή τουλάχιστον να θέλει να κάνει ταινίες. Τα χρήματα, ωστόσο, δεν έφταναν, ή δεν μαζεύονταν ποτέ. Το Χόλιγουντ όμως και οι μικρές ιστορίες μέσα από τον μικρόκοσμο του, δε σταμάτησε να αποτελεί γι' αυτόν πρώτης τάξεως πηγή έμπνευσης, όπως φάνηκε στο συμπαθέστατο Cat's Meow, με θέμα τον Χιρστ και την Μάριον Ντέϊβις.

O σκηνοθέτης, τώρα, στη Βενετία

Με το She's Funny That Way, ή Squirrels to Nuts, όπως ήταν ο αρχικός τίτλος, αναφέρεται σε μια φράση-κλειδί της κλασσικής κομεντί του Έρνστ Λιούμπιτς, με τον Σαρλ Μπουαγιέ και την Τζένιφερ Τζόουνς. Με παραγωγούς τον Γουές Άντερσον και τον Νόα Μπάουμπαχ, ενώνει τη Νέα Υόρκη, το θεατρικό σύμπαν του Μπρόντγουεϊ, τη νέα μορφή της αμερικάνικης κομεντί, τον Γούντι Άλεν, και τη κλασσική screwball γραφή, σε μια φάρσα με πολλούς χαρακτήρες, ζαλιστικό επιτελείο ηθοποιών (από την εξαιρετική Ίμοτζεν Πουτς στο ρόλο της ρομαντικής πόρνης, τον πονηρό Ρις Ιφάνς και τον Όουεν Γουίλσον, μέχρι την αγνώριστη Σίμπιλ Σέπερντ, τον Μάϊκλ Σάνον και τον Κουέντιν Ταραντίνο σε πέρασμα έκπληξη), και πολύ γέλιο. Με το αναλυτικό μάτι του κριτικού, ο Μπογκντάνοβιτς αναγνώρισε ο ίδιος κάποια υπερβολή στο σλάπστικ χειρισμό ορισμένων σκηνών, αλλά ο Ερνστ Λιούμπιτς μπορεί να χαμογελάει ήσυχος, καθώς ένας παραπάνω από καλός μαθητής παρέλαβε μέρος του πρωτότυπου για να το κάνει δικό του, και ταυτόχρονα να καταδείξει με ευγένεια πως το Χόλιγουντ αναλώνεται σε sequels και υπερήρωες, αλλά το αμερικάνικο σινεμά έχει κι άλλες πλευρές.

Η μοναδική συνέντευξη του Μπογκντάνοβιτς που δεν "έκατσε" στην περίοδο της δημοσιογραφικής παντοδυναμίας του, ήταν με τον Τσάρλι Τσάπλιν, διότι, όταν τον συνάντησε στο σπίτι του, στο Manoir des Bains στο Βεβέ της Ελβετίας, ήταν πλέον ηλικιωμένος και κουρασμένος, και η ασθενής του μνήμη δεν του επέτρεψε να θυμηθεί με λεπτομέρειες πρόσωπα και πράγματα.

Ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπογκντάνοβιτς

Μανιώδης θαυμαστής του Τσάπλιν, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ξαβιέ Μποβουά, είχε μάθει εντελώς τυχαία, την υπόθεση της κλοπής της σορού του Τσάπλιν, λίγες εβδομάδες μετά την ταφή του, από ένα νεκροταφείο κοντά στην τελευταία του κατοικία. Τόσο απίστευτη του είχε φανεί εκείνη η ιστορία, πίσω στο 1978, που τη διασταύρωσε πολλές φορές για να βεβαιωθεί.

Η ταινία του, Τα Λύτρα της Δόξας (La Rancon de la Gloire) δεν αναλώνεται στην εξιστόρηση του γεγονότος, αλλά αναδημιουργεί το φιλμικό σύμπαν του Τσάπλιν μέσα από την ιστορία δυο απλών φίλων, ενός Βέλγου που μόλις αποφυλακίστηκε, κι ενός Αλγερινού εργάτη στη δήμο, που βάζουν σε εφαρμογή αυτήν την τρελή ιδέα για να εκβιάσουν και να βγάλουν κάποια χρήματα από τα λύτρα.

 

Είναι φτωχοί, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ως χαρακτήρες, αντιπροσωπεύουν την κινηματογραφική δυαδικότητα του Σαρλό: ο ένας είναι καλόκαρδος κλόουν-οπορτουνιστής, που αποδρά άτσαλα από τον ρεαλισμό, κι ο άλλος μελαγχολικός και προστατευτικός, που καταπιέζει μέσα του, την αίσθηση της περιπέτειας.

Ο Μποβουά, στην επιστροφή του μετά το βραβευμένο στις Κάννες, Des Dieux et des Hommes, ξεχειλώνει αρκετά το αβανταδόρικο θέμα, αλλά έχει την φαεινή ιδέα να χρησιμοποιήσει τον σπουδαίο συνθέτη Μισέλ Λεγκράν για να πλαισιώσει με μεγαλεπήβολα ιντερλούδια, συμφωνικά και συγκινητικά, τις ολιγόλογες σκηνές μεταξύ των ανδρών, σα να ντύνει μια βουβή ταινία με ένα παλιομοδίτικο, ταιριαστό για την περίσταση, ρούχο.

Στο στάδιο της προετοιμασίας της ταινίας, συμβουλεύτηκε την οικογένεια Τσάπλιν και απέκρουσε τις αντιρρήσεις του πέμπτου παιδιού του Τσάρλι και της Ούνα, του Γιουτζίν Τσάπλιν, ο οποίος δεν ήθελε να ξαναφέρει στο φως ένα ενοχλητικό φάντασμα του παρελθόντος (τα παιδιά αναγκάστηκαν να πηγαίνουν στο σχολείο με σωματοφύλακες γιατί οι πραγματικοί εκβιαστές απειλούσαν να τα πυροβολήσουν, κάτι που ο Μποβουά απέφυγε, διασκευάζοντας την πραγματικότητα), δείχοντας τις ταινίες που έχει κάνει, κι έτσι αποκαλύπτοντας της καλλιτεχνικές του προθέσεις διά του έργου του.