Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η πύλη της Δύσης: Η συμβολική ταφόπλακα του «Νέου Χόλιγουντ»

Βλέποντας ξανά μετά από δεκαετίες την ολοκληρωμένη, σχεδόν 4ωρη, εκδοχή της Πύλης της Δύσης, του Μάικλ Τσιμίνο

Η πύλη της Δύσης: Η συμβολική ταφόπλακα του «Νέου Χόλιγουντ»
Δυο λέξεις χαρακτηρίζουν την Πύλη της Δύσης: υπερβολή και σπατάλη.

Ξαναείδα, μετά από δεκαετίες, την ολοκληρωμένη, σχεδόν 4ωρη, εκδοχή της Πύλης της Δύσης, του Μάικλ Τσιμίνο. Δεν πρόκειται απλά για ένα μπαρόκ δράμα που καλλιτεχνικά αποτυγχάνει με πάταγο, αλλά για μια μεγαλοπιασμένη ταινία που ουσιαστικά σηματοδοτεί το τέλος μιας σημαντικής εποχής για το αμερικανικό σινεμά.

Πολλά έχουν γραφτεί για τον Μάικλ Τσιμίνο, που πέθανε στα 77 του χρόνια (μάλλον, αφού είχε δώσει τέσσερις πιθανές ημερομηνίες γέννησης με 13 χρόνια διαφορά!), χωρίς ο ίδιος να έχει αποκαλύψει τη ζωή του, έχοντας μιλήσει ελάχιστα σε δημοσιογράφους στη διάρκεια της αποσπασματικής του καριέρας. Έμεινε στην ιστορία ως ο μεγαλομανής σκηνοθέτης-σεναριογράφος, που κέρδισε δύο Όσκαρ για τον στοχαστικό και ξενοφοβικό Ελαφοκυνηγό και, μόλις δύο χρόνια αργότερα, καταδίκασε σε χρεωκοπία την United Artists, με το υπερφιλόδοξο, καταστροφικό magnum opus του, η Πύλη της Δύσης. Από τις λίγες ταινίες που χρεώνονται στο ενεργητικό του, οι τρεις πρώτες δείχνουν ποια ήταν η στόφα του και πού τον οδήγησαν οι καλλιτεχνικές του προθέσεις.


Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, το Thunderbolt and Lightfoot του 1974, με τον Τζεφ Μπρίτζες και τον Κλιντ Ίστγουντ, φανερώνει τη γνώση του στο είδος της περιπέτειας και την αγάπη του για μια Αμερική που παρήλθε, ένα πλάγιο σχόλιο στα στραβά ήθη και ταυτόχρονα μια απερίφραστη συμπάθεια στους άνομους ήρωες, που καταδιώκονται και υπονομεύονται. Η ταινία άρεσε και πέτυχε εμπορικά επιτρέποντάς του να αποκτήσει ελευθερία στη διαδικασία της προετοιμασίας του Ελαφοκυνηγού, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υφαρπάξει το πρωτότυπο σενάριο του Ντέρικ Γουόσμπερν, να το οικειοποιηθεί, για να φτάσει το θέμα στη διαιτησία και να διευθετηθεί το credit με σολομώντεια μοιρασιά. Όπως και η Γέννηση ενός Έθνους, ο Ελαφοκυνηγός δεν κρύβει τα ρατσιστικά του στοιχεία, αν και οι περιστάσεις είναι διαφορετικές: οι πληγές του πολέμου στο Βιετνάμ ήταν ακόμη νωπές, και η προσέγγιση δεν είναι διχαστική για την ίδια την Αμερική, αλλά ξενοφοβική, με τη ζυγαριά να γέρνει απροκάλυπτα προς το μέρος των μεταναστών που εξαναγκάζονται σε στρατολόγηση, σε μια μάχη χωρίς διέξοδο, μακριά από την pastoral ασφάλεια, που με τόσες τελετουργικές λεπτομέρειες αναδεικνύεται στο μακρύ πρελούδιο, πριν τη μετάβαση τους στο μέτωπο και την προτετελεσμένη ήττα. Αντίθετα από τον τρέλα στη ζούγκλα του Αποκάλυψη Τώρα, ένα χρόνο αργότερα, το έπος του Τσιμίνο που θριάμβευσε στα Όσκαρ το 1979 συγγενεύει περισσότερο με το έτερο αριστούργημα του επίσης Ιταλό-Αμερικανού Κόπολα, το Νονό, αν όχι στο μείζον ζήτημα των ανθρώπων που ριζώνουν στη Νέα Γη της Επαγγελίας και επαναφέρουν τα κυτταρικά μοτίβα επιβίωσης σε κοινωνικό επίπεδο, τουλάχιστον στο ξεκίνημα, με το γάμο και την εισαγωγή των χαρακτήρων.

Ήδη από τον Ελαφοκυνηγό, ο δημιουργός που εντάχτηκε αμέσως στο κύμα των νέων σκηνοθετών που ανέτρεψαν το κατεστημένο του Χόλιγουντ,έδειξε σημάδια υπερβολικής αυτοπεποίθησης, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε συμπεριφορά ντίβας με συχνές υστερίες και άκρατο ατομισμό.

Οι μεταγενέστερες φωνές διαμαρτυρίας για την ιστορική ορθότητα της ταινίας δεν ήταν λίγες. Ως και η κλασσική σκηνή-κλειδί της ρωσικής ρουλέτας αμφισβητήθηκε έντονα, αλλά οι συντελεστές της ταινίας υπερασπίστηκαν την επιλογή, λέγοντας πως, ανεξάρτητα από τον τόνο του φιλμ και την θέση του Τσιμίνο, ότι είδαμε στην οθόνη, περίπου συνέβη και στην πραγματικότητα. Ώρες πριν από την απονομή των Όσκαρ εκείνης της χρονιάς, η Τζέιν Φόντα, χωρίς να έχει δει την ταινία, την κατακεραύνωσε, λέγοντας πως η δική της (Ο Γυρισμός, του Χαλ Άσμπι) είναι η «καλή», και του Τσιμίνο είναι ένα αντιδραστικό ψέμα! Το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι εντυπωσιακό και καθηλωτικό, και στέκει θαυμάσια ως αλληγορία και ως πολεμική περιπέτεια και δράμα χαρακτήρων. Οι συσχετισμοί που επιχείρησε ο Τσιμίνο, το πριν και το μετά μιας παρέας ανδρών που ξεχαρβαλώνεται συθέμελα, και η σκιά της τραγικής προειδοποίησης για την υπέρτατη τραγωδία, που είναι ο βίαιος, φυσικός θάνατος μετά την εξευτελιστική απώλεια της ψυχής, παραδίνονται στην οθόνη με ένα κράμα αμερικανικής αφηγηματικότητας και ευρωπαϊκής ευαισθησίας, στο τέμπο και την ανάπτυξη, την αντίθεση της μελαγχολικής υφής με τον σκληρό ρεαλισμό στο δεύτερο μέρος.

O Μάικλ Τσιμίνο με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στα γυρίσματα του Ελαφοκυνηγού


Ήδη από τον Ελαφοκυνηγό, ο δημιουργός που κέρδισε τα πρώτα του χρήματα με διαφημιστικά, αλλά εντάχτηκε αμέσως στο κύμα των νέων σκηνοθετών που ανέτρεψαν το κατεστημένο του Χόλιγουντ, χωρίς καν να είναι καν μουσάτος όπως ο Κόπολα, ο Σπίλμπεργκ, ο Σκορσέζε και ο Ντε Πάλμα, έδειξε σημάδια υπερβολικής αυτοπεποίθησης, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε συμπεριφορά ντίβας με συχνές υστερίες και άκρατο ατομισμό, που τα ήξερε όλα, τα ήθελε όλα δικά του, αγνοούσε ή παραμύθιαζε τους παραγωγούς, έλεγε ψέματα για την πρόοδο των γυρισμάτων, γκρέμιζε σκηνικά κατά βούληση, και κρατούσε επτασφράγιστη τη μοίρα μιας πανάκριβης παραγωγής , χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες. (Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Πίτερ Μπίσκιντ αναλύει με λεπτομέρειες την περίπτωση του στην ανεπανάληπτη έρευνα του στο βιβλίο του Easy Riders, Raging Bulls, παραθέτοντας μαρτυρίες συνεργατών και σύγχρονων του, μέσα στη βιομηχανία, εκείνη την περίοδο). Οπλισμένος με βραβεία, φοβερές κριτικές, την γενναιόδωρη συμπαράσταση του στούντιο κι έναν προϋπολογισμό που φούσκωνε επικίνδυνα, κυρίως λόγω των χιλιομέτρων σελυλόιντ που τύπωνε με τις κατά μέσο όρο 30 λήψεις για κάθε πλάνο, ο Τσιμίνο έπειθε τους δικαιολογημένα ανήσυχους παραγωγούς πως ετοιμάζεται να τους παραδώσει ένα σίγουρο αριστούργημα, και μαζί το επόμενο Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διασκεδάζοντας την αγωνία τους για τα χαμένα χρήματα με το να τους δείχνει επιλεκτικά τις καλύτερες σκηνές από την Πύλη της Δύσης, που έμοιαζε με το γεφύρι της Άρτας και δεν έλεγε να ολοκληρωθεί. Ένα χρόνο μετά την προγραμματισμένη πρεμιέρα, το φιλμ προβλήθηκε στη Νέα Υόρκη, και χαιρετίστηκε με νεκρική σιωπή και εκδικητικούς λίβελους από τους κριτικούς- ο Βίνσεντ Κάμπι των New York Times πήρε πρώτος το λόγο και στην συνέχεια οι υπόλοιποι τον έσφαξαν εν χορώ. Ελάχιστοι εμφανίστηκαν στο προγραμματισμένο πάρτι και η πρεμιέρα στο Λος Άντζελες, όπως και η τουρνέ προώθησης, αναβλήθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Ο Μάικλ Τσιμίνο δίνει οδηγίες στην Ιζαμπέλ Ιπέρ και στον Τζεφ Μπρίτζες που πρωταγωνιστούν στην Πύλη της Δύσης


Δυο λέξεις χαρακτηρίζουν την Πύλη της Δύσης: υπερβολή και σπατάλη. Πέρα από το παρασκήνιο και το κουτσομπολιό, η ταινία επιμηκύνει αδικαιολόγητα όλες τις καπιτάλε σκηνές, ξεπατικώνοντας και πάλι τον Κόπολα και το Νονό, αλλά και τον ίδιο τον Τσιμίνο από τον Ελαφοκυνηγό, με δύο μακρόσυρτες εναρκτήριες σεκάνς, και συνεχίζει με μπερδεμένη πλοκή και ασταμάτητη ομφαλοσκόπηση, πάνω στο θέμα της κοινωνικής σύγκρουσης ανάμεσα στους μετανάστες και τους πλουτοκράτες. Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά πόσο διαφοροποιήθηκε το αρχικό project με τίτλο The Johnson County War μέσα στο μυαλό του Τσιμίνο, αλλά το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις εμμονές και την επιμονή στην ούγια, με αυτοαναφορικές σκηνές και αποψίλωση της ουσίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Χόλιγουντ της παλιάς νοοτροπίας του παραγωγού-ελεγκτή είχε δίκιο στο διακριτικό δικαίωμα της εκ των προτέρων παρέμβασης, αλλά ως συνήθως, το κόψιμο έγινε χασάπικα και κατόπιν εορτής, αφού το συμμάζεμα της διάρκειας δεν διασώζει ποτέ το ναυάγιο. Εκτός από τις θεματικές και τις εκτελεστικές αντιρρήσεις, με την Πύλη της Δύσης ο Τσιμίνο επιβεβαιώνει την πάντα λανθάνουσα, ποτέ εκπεφρασμένη ομοφυλοφιλία που εκδηλώνεται προσβλητικά κι επιθετικά, δηλαδή σεξιστικά στις ταινίες του. Στο Thunderbolt and Lightfoot, τον Ελαφοκυνηγό και την Πύλη της Δύσης, οι άνδρες πρωταγωνιστές δεν είναι απλώς φιλαράκια από τα παλιά, κολλητοί από παιδιά, αλλά καταδικασμένες ψυχές που ενώνονται συνωμοτικά και αδιαίρετα, στο περιθώριο μιας μητριαρχίας που τους απειλεί. Διότι, δεν είναι μόνο το σύστημα που τους ωθεί στη βία και τη μάχη, αλλά και οι γυναίκες που ενοχλούν και καταλύουν τον δεσμό τους.

Στην πρώτη του ταινία,η παρουσία τους δηλώνεται ως θηλυκό αναγκαίο κακό, σε μια σκηνή με σεξ χωρίς πραγματική απόλαυση. Στον Ελαφοκυνηγό, η Μέριλ Στριπ καλείται να παίξει τον άχαρο ρόλο της παραδοσιακής δέσμευσης, μια κλαψιάρα και άχαρη άγκυρα που δεν συνιστά ακριβώς το κέλευσμα της σειρήνας στα πάτρια εδάφη, αλλά μια υπενθύμιση πως η ενδεχόμενη επιστροφή από τον πόλεμο, συνδέεται υποχρεωτικά με αναπαραγωγή του είδους, μέσα στην παραδοχή πως το είδος διαιωνίζεται στο ίδιο θλιβερό μοτίβο- οι φίλοι έχουν και πάλι σημασία, και αυτοί καθορίζουν τη συναισθηματική διακύμανση, τη χαρά και τον πόνο, την υπέρβαση. Στις φλέβες της Πύλης της Δύσης δεν τρέχει μελό αίμα, και για πρώτη φορά ας πούμε πως πρωταγωνιστεί μια γυναίκα, η Ιζαμπέλ Υπέρ, στο ρόλο της πόρνης που κάνει το κουμάντο της στον οίκο ανοχής που διατηρεί και «παίζει», αδέσμευτη αλλά πρακτικά ανοχύρωτη, με δυο ατίθασες καρδιές, του Κρίστοφερ Γουόκεν και του Κρις Κριστόφερσον. Εκτός από τους «κακούς», μια γυναίκα βάζει δυο άνδρες να τσακωθούν και να κινδυνεύσουν. Δεν είναι άμοιρη ευθυνών: οι άνδρες βγαίνουν λάδι, και καλούνται να καθαρίσουν και για τα δικά της μάτια, άλλο ένα επαχθές εμπόδιο στην ευτυχία και τη γαλήνη τους. Η ουσία ωστόσο της ταινίας έχει δοθεί με την προφητική, δυσοίωνα ειπωμένη ατάκα του Τζον Χερτ, αμέσως μετά την αποφοίτηση: «δεν θα είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι». Που σημαίνει, πως όλα χάθηκαν, δεν θα ξαναβρούμε το εξιδανικευμένο κλίμα της ανδροπαρέας, θα σκορπιστούμε στη ζούγκλα της επιβίωσης, και, δυστυχώς, θα αναγκαστούμε να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια... Σε υπερθετικό βαθμό, ο Τσιμίνο βαυκαλίζεται αν πιστεύει πως η όποια αισθητική αξία της Πύλης της Δύσης προκύπτει από την αναζήτηση της σύλληψης του ιστορικού πλαισίου, δεν επηρεάζει αμετάκλητα και μοιραία, τον στόχο του στην ταινία. Όπως ορθώς επισήμανε και ο κριτικός Τζόναθαν Ρόζεμπαουμ, όταν έρχεται στα κοντινά πλάνα, στο λόγο και τον διάλογο, μένει γυμνός απέναντι στην αλήθεια. Η μεγαλοπρέπεια των μεγάλων συνθέσεων εξανεμίζεται. Ένας φιλόδοξος μαίανδρος, με εντυπωσιακά διαλείμματα είναι η ταινία, όσο κι αν Ευρωπαίοι κριτικοί, λιγοστοί στην αρχή και πολλοί περισσότεροι στον καιρό της επανέκδοσης, προσπάθησαν να αποκαταστήσουν το κύρος της, μιλώντας με ασάφεια για το περιεχόμενο, επιμένοντας γενικότερα στην θυματοποίηση ενός καλλιτέχνη από τους εμπόρους της Τέχνης.

Ο Κρις Κριστόφερσον


Ο Τσιμίνο αντιμετωπίστηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος, ενώ στην πραγματικότητα έλαβε ότι έσπειρε. Δεν σταμάτησε να κάνει ταινίες, απλώς κανένας δεν ήταν άμυαλος να του εμπιστευτεί πολλά χρήματα και να μην έχει κανέναν έλεγχο- παρόλα αυτά, έκανε τον Σικελό, πιστοποιώντας τα χειρότερα χαρακτηριστικά του. Δεν θα ξεχάσω πριν από πολλά χρόνια, στο Φεστιβάλ Βενετίας, τον Τσιμίνο να διαβάζει σε ένα αποσβολωμένο κοινό αποσπάσματα από το διήγημα του The Big Jane, που προσπαθούσε να πλασάρει σε ευήκοα ώτα για να το μεταφέρει κάποια στιγμή στο σινεμά (πράγμα που δεν έγινε τελικά) και το βράδυ της ίδιας μέρας, να προσπαθεί απεγνωσμένα να πλησιάσει την Νικόλ Κίντμαν, τότε στις δόξες και τις ομορφιές της, στην εποχή του The Others, για να την χαιρετίσει, συστήνοντας ο ίδιος τον εαυτό του και χειροφιλώντας την ιπποτικά, σε ένα πάρτι. Το βλέμμα της Κίντμαν ήταν όλα τα λεφτά. Ευγενική, αντάλλαξε μερικές τυπικούρες, και αμέσως μόλις εκείνος ξεμάκρυνε ελλείψει ενδιαφέροντος, κοίταξε την κολλητή που τη συνόδευε στην εκδήλωση, και χωρίς λόγια, υπονόησε ένα εμβρόντητο was ist das, σα να είχε μόλις συναντήσει ένα μεταλλαγμένο απολειφάδι του παρελθόντος- η Πύλη της Δύσης συναντά δημιουργικά τη Λεωφόρο της Δύσης.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο κάποτε φέρελπις και σίγουρα παντοδύναμος για μια πενταετία Μάικλ Τσιμίνο είχε καταντήσει θρυλικός παρίας, ένα αξιοπερίεργο ον με πειραγμένη όψη αλά Μάικλ Τζάκσον και βεβαρημένη φήμη, ένας διαβόητος εκπρόσωπος της αντικουλτούρας που μέθυσε με την εξουσία και εξοστρακίστηκε άδοξα στο κάστρο της αυταπάτης του. Μαζί του, συμπαρέσυρε ένα ρεύμα αλλαγής, που απορροφήθηκε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όταν, ενδεχομένως και εξαιτίας της μνημειώδους αποτυχίας του πειράματος της Πύλης της Δύσης, το επονομαζόμενο νέο Χόλιγουντ και τα επιφανή μέλη του είδαν μεγάλες εταιρείες να αναλαμβάνουν τα ηνία των στούντιο και να αποφασίζουν με καθαρά επενδυτικά κριτήρια ποιος σκηνοθετεί τι. Πέρασαν χρόνια, και μεσολάβησαν τα άγονα 80ς, για να καταλαγιάσουν τα πνεύματα, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν όσοι μπέρδεψαν την αυτονομία με την ανεξέλεγκτη και ακριβή δημιουργία. Ο καθένας έπραξε σύμφωνα με τη συνείδηση του. Αλλιώς πορεύτηκε ο Ντε Πάλμα και ο Τσιμίνο, κι αλλού ο Λούκας και ο Σπίλμπεργκ, με τον Σκορσέζε μπαλαντέρ. Όσο για τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, η ειρωνεία τον περίμενε στη γωνία: το δικό του έπος του Βιετνάμ, η Αποκάλυψη Τώρα, δεν τον έθαψε τελείως, πρώτον γιατί ήταν αριστούργημα, δεύτερον γιατί οι Κάννες, τα Όσκαρ και οι κριτικές τον προστάτευσαν, και τρίτον γιατί έφαγε ξυστά τα σκάγια από τους πυροβολισμούς που στόχευαν τον Τσιμίνο, αλλά το One from the Heart, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 80, αποτελείωσε το μεγαλεπήβολο σερί του (και τον εγωισμό του), γιατί δεν έφερε πίσω τα χρήματα που κατά κύριο λόγο ο ίδιος αναγκάστηκε να βάλει, και γιατί δεν άρεσε σχεδόν σε κανέναν.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο κάποτε φέρελπις και σίγουρα παντοδύναμος για μια πενταετία Μάικλ Τσιμίνο είχε καταντήσει θρυλικός παρίας, ένα αξιοπερίεργο ον με πειραγμένη όψη αλά Μάικλ Τζάκσον.


Ο Τσιμίνο μάλλον χάρηκε για την θετική αναθεώρηση της Πύλης της Δύσης, κυρίως από τους Γάλλους. Λέω μάλλον, γιατί στην πανηγυρική προβολή της ολοκληρωμένης βερσιόν, το 2013 στο Παρίσι, όπου εμφανίστηκε ως μεταμοντέρνος καουμπόης, το χαμόγελο δεν μπορούσε να σκάσει πίσω από το κλινικά ανέκφραστο προσωπείο και τα μαύρα γυαλιά του. Όσο κι αν σποραδικά έδωσε κάποιες εξηγήσεις για το τι συνέβη στην ταινία και στην καριέρα του, έθρεψε έναν αινιγματικό μύθο με τσιτάτα που περισσότερο προκαλούν θυμηδία, παρά διαφωτίζουν: «Όταν κάνω πλάκα, μιλάω σοβαρά, κι όταν μιλάω σοβαρά κάνω πλάκα». Κι αν νομίζετε πως αυτό συνοψίζει τη φιλοσοφία του, είχε πει κι ένα καλύτερο: «Είμαι αυτός που δεν είμαι και δεν είμαι αυτός που είμαι».

Η Πύλη της Δύσης προβάλλεται στις Νύχτες Πρεμιέρας, στην Ταινιοθήκη, την Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου, στις 6 το απόγευμα.