Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» παραμένει καίρια, διαχρονική και αγαπημένη

Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώθηκαν από την πρώτη της προβολή, αλλά δεν χρειάζονται επέτειοι και αφορμές για να εξυμνηθεί το ρομαντικό της μεγαλείο

Η «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» παραμένει καίρια, διαχρονική και αγαπημένη

Δεκαπέντε χρόνια, λέει, έχουν περάσει από την πρεμιέρα της «Αιώνιας λιακάδας ενός καθαρού μυαλού». Δεν θα μου φαινόταν παράξενο αν ήταν είκοσι πέντε ή πέντε. Η ουσία είναι ότι τη θυμάμαι σαν τώρα, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά και η διαχρονικότητά της είναι για μένα απολύτως κατοχυρωμένη.

Η ταινία τα λέει όλα και με το παραπάνω περί ερωτικών ναρκοπεδίων με τον πιο βαθύ και συναρπαστικό τρόπο, κι από εκεί και πέρα άλλη ευθύνη δεν φέρει, κι ας κάνει ο καθένας τα κουμάντα του.

Καταρχάς αυτός ο τίτλος. Μακρύς, «αιώνιος», περιφραστικός, αφηρημένος, φωτεινός με υπόσχεση διαύγειας αλλά και με πρόγνωση βροχόπτωσης, γιατί έτσι πάνε αυτά τα πράγματα – στη ζωή αλλά κυρίως στον έρωτα.

Ο Τσάρλι Κάουφμαν, ο αμφίθυμος, μονήρης και συναρπαστικά ιδιοσυγκρασιακός σεναριογράφος της ταινίας –για την οποία πήρε και το αντίστοιχο Όσκαρ σε μια σπάνια στιγμή «καθαρού μυαλού» εκ μέρους της Ακαδημίας– έκλεψε τον τίτλο από έναν στίχο του επικού ποιήματος του Alexander Pope, Eloisa to Abélard, με θέμα το τραγικό ειδύλλιο του Αβελάρδου και της Ελοΐζας («Αιώνια λιακάδα του καθαρού μυαλού! / Κάθε προσευχή δεκτή και κάθε ευχή διωγμένη» – δική μου μεταφραστική εκδοχή).

Το κέντρο βάρους όμως αλλά και η καρδιά της ταινίας ανήκουν στον τρόπο που ενσαρκώνει η Κέιτ Γουίνσλετ τις προσμονές, τις μοιρολατρίες, τις απογοητεύσεις, το τζάμπα ξόδεμα, το αιώνιο στοίχειωμα του ρομαντικού έρωτα, ο οποίος τελικά δεν χρειάζεται να είναι αναγκαστικά μονόπρακτο έργο, μπορεί να έχει και δεύτερη πράξη.

Το ποίημα είναι του 18ου αιώνα, αλλά ο θεολόγος Αβελάρδος και η νεαρή διανοούμενη της εποχής (και εχμμ, μαθήτριά του) Ελοΐζα, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κατά τον 12ο αιώνα και στη συνέχεια αποφάσισαν να παντρευτούν κρυφά, ιδέα που απεδείχθη πολλαπλώς καταστροφική και για τους δύο όταν αποκαλύφθηκε.

Η Ελοΐζα οδηγήθηκε κακήν κακώς σε μοναστήρι, ενώ ο Αβελάρδος τιμωρήθηκε με ευνουχισμό και οριστική διακοπή της πολλά υποσχόμενης καριέρας του στην Καθολική εκκλησία.

Οι δύο ήρωες έχουν περάσει τα τριάντα – νέοι ακόμα αλλά με τις δικαιολογίες της νιότης να στερεύουν δραματικά.

Υπάρχει επίσης η επίδραση της ταινίας «Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ» που γύρισε ο Αλέν Ρενέ το 1968, και θα λέγαμε ότι ανήκει κι αυτή στο υβριδικό φιλμικό είδος που συνδυάζει ευφάνταστη επιστημονική φαντασία και αμείλικτη ρομαντική πραγματικότητα.

Κι εκεί, όπως και στην «Αιώνια λιακάδα...», υπάρχει κατάργηση της γραμμικής αφήγησης, σβήσιμο και ανασκευή της μνήμης και μια εταιρεία που πειραματίζεται με ταξίδι στον χρόνο και διαχείριση αναμνήσεων.

Μόνο που στην ταινία του Ρενέ, το επιστημονικό πείραμα στο κέντρο της πλοκής έχει πιο τραγικές και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις.

Τα οριστικά χάπι εντ όμως και οι εξωφρενικές τραγωδίες συμβαίνουν συνήθως μόνο στο σινεμά ή στην επικολυρική ποίηση.

Το εκπληκτικό με την ταινία του Μισέλ Γκοντρί είναι –μεταξύ άλλων– πόσο αληθινή μοιάζει ως απόπειρα καταγραφής όλων των σταδίων μιας ρομαντικής σχέσης, παρά το φανταστικό / φαντασιακό πλαίσιο της.

Τόσο οδυνηρά αληθινή μάλιστα –«αμάν, μας πιάσανε – όλους μας», θυμάμαι να σκέφτομαι εκείνη την πρώτη φορά που την είδα– σε σχέση ειδικά με οποιαδήποτε άλλη ρομαντική κομεντί, που έχω δυσκολευτεί να την ξαναδώ ολόκληρη, παρότι διαθέτει και ελπιδοφόρο (μάλλον) φινάλε για το κοινό μέλλον του Τζόελ (Τζιμ Κάρεϊ) και της Κλεμεντάιν (Κέιτ Γουίνσλετ).

Το εκπληκτικό με την ταινία του Μισέλ Γκοντρί είναι πόσο αληθινή μοιάζει ως απόπειρα καταγραφής όλων των σταδίων μιας ρομαντικής σχέσης.

Οι δύο ήρωες έχουν περάσει τα τριάντα – νέοι ακόμα αλλά με τις δικαιολογίες της νιότης να στερεύουν δραματικά. Ο Τζόελ είναι ένας συγκρατημένος φλώρος με ήπια (ή όχι και τόσο ήπια) κατάθλιψη που ερωτεύεται ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά και πορτοκαλί hoodie που λέγεται Κλημεντίνη και μοιάζει να έχει γραπωθεί από μια ιδέα δυναμικής ευζωίας που κρύβει τους δικούς της κλονισμούς.

Ο Τζόελ σκέφτεται (καμιά φορά φωναχτά) πράγματα όπως «Η άμμος είναι υπερεκτιμημένη, πρόκειται απλά για πολλά μικρά πετραδάκια» ή αναρωτιέται «Γιατί ερωτεύομαι κάθε γυναίκα που μου δίνει σημασία;».

Η Κλεμεντάιν πάλι περιφέρει μια πιο γήινη και ζόρικη προσέγγιση: «Οι άντρες νομίζουν ότι είμαι κάτι σαν concept, ενώ είναι απλά ένα "fucked up" κορίτσι που προσπαθεί να βρει επιτέλους λίγη ηρεμία».

Είναι φανερό ότι ανήκουν ο ένας στον άλλον και πρέπει να είναι μαζί.

Μόνο που ήταν μαζί κάποτε, απλά έχει σβηστεί από τη μνήμη τους η εμπειρία επειδή οι ίδιοι το ζήτησαν από μια εταιρεία που κάνει αυτή ακριβώς τη δουλειά.

Υπάρχει όμως κάτι –κάποιο επίμονο συμπαντικό κατάλοιπο– που τους φέρνει ξανά κοντά για μια δεύτερη ευκαιρία, ώσπου ανακαλύπτουν τι συνέβη και γιατί είχαν αποφασίσει όχι μόνο να χωρίσουν αλλά και να σβήσουν και κάθε ίχνος της σχέσης τους.

Ο Τζόελ και η Κλεμεντάιν δεν μπορούν να το πιστέψουν, αλλά τα στοιχεία είναι αδιάψευστα.

Μια από τις πιο κρίσιμες (για την ταινία, αλλά και για την ανοησία των ανθρώπων που όταν εξατμιστεί η πρώτη ερωτική φούρια, πανικοβάλλονται και υποχωρούν στο σημείο μηδέν) σκηνές της ταινίας είναι όταν βρίσκουν την κασέτα με τις συνεδρίες τους σ' αυτή την εταιρεία που αναλαμβάνει να απαλλάξει τον σκληρό δίσκο των πρώην ερωτευμένων από κάθε ανάμνηση σχετική με το ιδεατό κάποτε έτερον ήμισυ. Κάτι σαν αυτό που στις μέρες μας ονομάζεται "ghosting".

Τα οριστικά χάπι εντ όμως και οι εξωφρενικές τραγωδίες συμβαίνουν συνήθως μόνο στο σινεμά ή στην επικολυρική ποίηση.

«Αυτός με άλλαξε και δεν μου αρέσει πια ο εαυτός μου» ακούγεται να λέει εκείνη στην κασέτα ενώ ο Τζόελ μεμψιμοιρεί επειδή του την έχει δώσει να τη βλέπει να αλλάζει διαρκώς χρώμα μαλλιών. «Μα μου αρέσουν τα μαλλιά σου» της λέει συντετριμμένος ο Τζόελ του τώρα.

Ευτυχώς δεν είναι εντελώς αργά και μετά από αυτό το απόκοσμο σοκ τού να βλέπεις στο παρελθόν τη φθορά του μέλλοντος, ξεκινάνε την αναστήλωση της σχέσης τους, ενώ πίσω τους το σκηνικό γκρεμίζεται –κυριολεκτικά– και οι δίνες του χρόνου και της μνήμης απειλούν να τους καταπιούν, για πάντα αυτή τη φορά.

Το σενάριο είναι ιδιοφυές και αιωνίως καίριο, η σκηνοθεσία του Μισέλ Γκοντρί εμπνευσμένη και επίσης ιδιοφυής στον τρόπο που χρησιμοποιεί ιδέες και «φυσικά» (όχι ψηφιακά) εφέ για να εξωτερικεύσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τους χάρτες του μυαλού και της συνείδησης, το περιφερειακό καστ (Τομ Γουίλκινσον, Κίρστεν Ντανστ, Μαρκ Ράφαλο, Ελάιζα Γουντ) άψογο και ο Τζιμ Κάρεϊ υπέροχος.

Το κέντρο βάρους όμως αλλά και η καρδιά της ταινίας ανήκουν στον τρόπο που ενσαρκώνει η Κέιτ Γουίνσλετ τις προσμονές, τις μοιρολατρίες, τις απογοητεύσεις, το τζάμπα ξόδεμα, το αιώνιο στοίχειωμα του ρομαντικού έρωτα, ο οποίος τελικά δεν χρειάζεται να είναι αναγκαστικά μονόπρακτο έργο, μπορεί να έχει και δεύτερη πράξη. Ιδανικά, και τρίτη.

Όπως έχει πάντα το κλασικό αφηγηματικό σινεμά.