Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Οι –βασικά άνδρες– Έλληνες σκηνοθέτες παραμένουν μοναχικοί καουμπόι σε μια χώρα με λιγοστά εφόδια και ακόμη ταπεινότερους πόρους, μια κοινότητα με διάσπαρτο ταλέντο, ξεκομμένη από το παγκόσμιο οπτικοακουστικό τοπίο.

Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Με εξαίρεση το αστυνομικό δράμα του Σύλλα Τζουμέρκα Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου (ένα δυναμικό πορτρέτο δύο γυναικών, με τις γνώριμες εντάσεις του σκηνοθέτη και ένα ασυνήθιστο παζολινικό ρεύμα να τινάζει στον αέρα τη μεσολογγίτικη ραθυμία), οι καλύτερες ταινίες της φετινής σοδειάς που θα παρουσιαστούν στη Θεσσαλονίκη είναι οι πέντε που θα διεκδικήσουν κάποιο από τα βραβεία των δύο διαγωνιστικών τμημάτων.


Ο Απόστρατος κρύβει ένα μυστικό, συγκινητικό και αναπάντεχο. Ξεδιπλώνεται τρυφερά και αυστηρά, όπως αρμόζει στη μοναχική ζωή ενός νέου άνδρα, του Άρη, που επιστρέφει στα παλιά του λημέρια στου Παπάγου, μένει στο σπίτι του συνονόματου παππού του, πουλάει μηχανές του καφέ ελπίζοντας να πιάσει την καλή, κάνει μια σχέση, και κυρίως κρατάει συντροφιά στον πρώην συναγωνιστή του ηρωικού Αριστείδη.

Ο Απόστρατος κρύβει ένα μυστικό, συγκινητικό και αναπάντεχο. Ξεδιπλώνεται τρυφερά και αυστηρά, όπως αρμόζει στη μοναχική ζωή ενός νέου άνδρα, του Άρη, που επιστρέφει στα παλιά του λημέρια στου Παπάγου, μένει στο σπίτι του συνονόματου παππού του, πουλάει μηχανές του καφέ ελπίζοντας να πιάσει την καλή, κάνει μια σχέση, και κυρίως κρατάει συντροφιά στον πρώην συναγωνιστή του ηρωικού Αριστείδη.

Ο Απόστρατος κρύβει ένα μυστικό, συγκινητικό και αναπάντεχο.

Φορτωμένος από το άγχος να φανεί αντάξιος ενός ονόματος, πρoτού αποδείξει την αξία του στην ενήλικη ζωή του, ο Αριστείδης ο νεότερος αναζητά την ταυτότητά του σε ένα αδρανές, βαρύ, σχεδόν πένθιμο περιβάλλον που ο Ζαχαρίας Μαυροειδής (Ο Ξεναγός) αποτυπώνει, ακονίζοντας τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις, ως μια συντεταγμένη γειτονιά, με τους 30άρηδες φίλους που μαζεύονται για μπάσκετ να μοιάζουν παράταιρα πρώην παιδιά σε ένα νοικοκυρεμένο προάστιο προορισμένο για... απόστρατους.


Ισάξιο ταλέντο στην καταγραφή της γενιάς των Αθηναίων που πλησιάζουν τα 30 (μια ιδιαίτερα ρευστή ηλικία, ανάμεσα στην ανεμελιά της παρατεταμένης εφηβείας και το καμπανάκι της ευθύνης) δείχνει ο Στέφανος Σιταράς στον Πύραυλο.

Γυρισμένη σε διάστημα τεσσάρων ετών, με ερασιτέχνες που υποδύονται περίπου τον εαυτό τους σε καταστάσεις που έχουν βιώσει ήδη, η ταινία, με πρόθυμο ήρωα και δυναμικό καταλύτη τον μυθομανή Στάθη, που επιμένει πως έχει δει έναν αληθινό, κανονικό πύραυλο στην Αθήνα και έχει στοιχεία για να αποδείξει τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του, ξεκινά με σκηνές αξιοσημείωτου νατουραλισμού που παραπέμπουν στην Dolce Vita (χωρίς ακροβατικούς φελινισμούς) και στη συνέχεια επικεντρώνεται στη φιλία και στην εμπιστοσύνη, στην ελπίδα και στις γλυκόπικρες συνέπειες της δεύτερης ευκαιρίας.

Την καταγραφή της γενιάς των Αθηναίων που πλησιάζουν τα 30 επιχειρεί ο Στέφανος Σιταράς στον Πύραυλο.


Ο Βαρδής Μαρινάκης επιστρέφει με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το Zizotek, τη μοναχική περιπέτεια του 9χρονου Ιάσονα (Αύγουστος Λάμπρου-Νεγρεπόντης, σε μια συγκινητική και επίπονη ερμηνεία), ο οποίος βρίσκει καταφύγιο στα βουνά και σανίδα σωτηρίας έναν ιδιότροπο, απομονωμένο, σιωπηλό μεσήλικα, αφότου η μητέρα του κυριολεκτικά τον εγκατέλειψε.

Με εμπιστοσύνη στη visual αφήγηση, ο Μαρινάκης υπηρετεί το concept του, τη δημιουργία μιας ασυνήθιστης οικογένειας, με τελικό προορισμό την κατάκτηση της πολυπόθητης οικειότητας, την αγκαλιά που κάθε παιδί λαχταρά, μέσα από οριακές καταστάσεις κινδύνου και ενστίκτων, σε μια ελληνική παραλλαγή του The Road, σπάζοντας σταδιακά την ψυχρότητα της κατασκευής του με τρυφερές στιγμές, που ωστόσο δεν προκύπτουν από ένταση και πυγμή.


Εντελώς διαφορετική μοναξιά βιώνει η Άννα, ιδιόρρυθμη ταμίας σε σούπερ-μάρκετ, που κι εκείνη με τη σειρά της αναγκάζεται να πάρει υπό την προστασία της το 10χρονο κορίτσι από το διπλανό διαμέρισμα. Η αναπάντεχη κηδεμονία τη φέρνει αντιμέτωπη με την προσωπική ενηλικίωση που η ίδια καθυστερεί, σε μια πoπ δραματική κομεντί με στοιχεία φανταστικού, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Όστιν. Στο Cosmic Candy, η Ρηνιώ Δραγασάκη προσπερνά την ακρίβεια στις ερμηνείες της Μαρίας Κίτσου και της Μάγιας Πιπερά για χάρη της αισθητικής που στήνει με γούστο, φρεσκάδα και γνώση.

Το Zizotek είναι η μοναχική περιπέτεια του 9χρονου Ιάσονα.


Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό. Σίγουρα είναι ο πιο αξιομνημόνευτος τίτλος του ελληνικού Φεστιβάλ, που ευτυχώς δεν εξαντλείται στη φαντεζί ετικέτα του. Όπως ο Μπίλ Μάρεϊ ανατρέχει στις πρώην του για να εντοπίσει την πατρότητα του παιδιού του στο Broken Flowers, κάπως έτσι, αν και σε πιο Greek weird wave mode, ο Άρης, στέλεχος μεγάλης εμπορικής εταιρείας και μάλλον άκαρδος άνδρας (έξοχος ο Όμηρος Πουλάκης), επισκέπτεται περασμένες σχέσεις, ξεχασμένες γι' αυτόν, αν και εκείνες έχουν διαφορετική και πιο πικραμένη άποψη επί του θέματος, για να τις ενημερώσει πως είναι φορέας ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου ιού. O Γιώργος Γεωργόπουλος ελέγχει τον ρυθμό και την αισθητική μιας σφιχτά δομημένης μαύρης dramedy.


Το Δεν ακούμε τα τραγούδια του Τάκη Παπαναστασίου, ένα παιχνίδι ανάμεσα σε τρεις ονειροπόλους, και το Γεννημένος την 8η Μαρτίου του Λυμπέρη Διονυσόπουλου, μια μετα-αποκαλυπτική μονομαχία ανάμεσα σε έναν ορκισμένο μισογύνη και μια επαναστάτρια, διαθέτουν άφθονες σινεφιλικές αναφορές, φλας έμπνευσης και σκηνοθετικού ταλέντου, αλλά εξαντλούν γρήγορα τις ιδέες τους και επαναλαμβάνονται – χαρακτηριστικά, χαριτωμένα παραδείγματα σχετικής προδοσίας της σκηνοθεσίας από το σενάριο.

Στο Cosmic Candy, η Ρηνιώ Δραγασάκη προσπερνά την ακρίβεια στις ερμηνείες της Μαρίας Κίτσου και της Μάγιας Πιπερά για χάρη της αισθητικής που στήνει με γούστο, φρεσκάδα και γνώση.


Όσο για το Θολάμι του Βασίλη Νούλα, βασισμένο στο διήγημα του Νίκου Κάσδαγλη, με ηρωίδα μια περιπλανώμενη γυναίκα, μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης (η ηθοποιός και χορογράφος Δέσποινα Χατζηπαυλίδου, απόλυτα αφοσιωμένη στον ρόλο της), κυνηγημένη και υπαρξιακά εγκλωβισμένη σε έναν μελβιλικό λαβύρινθο, και το Στα Εννιά του Άγγελου Σπάρταλη, με πρωταγωνίστρια μια 9χρονη «Αλίκη»-φάντασμα στη χώρα όχι των θαυμάτων αλλά του «αρμπιενμπί», δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά, σε υφολογικά αντιστικτικό βαθμό, πορτρέτα της σύγχρονης Αθήνας, σε τόνο και προθέσεις, σκηνοθετική προσέγγιση και καλλιτεχνικές επιδιώξεις.


Κι ενώ ο Αλέξανδρος Βούλγαρης και ο Βασίλης Μαζωμένος κρατούν χαρακτήρα στο Winona και την Εξορία αντίστοιχα, συνεχίζοντας στο εντελώς διαφορετικό ύφος τους χωρίς εξάρσεις, οι πλέον φιλόδοξες και με τον τρόπο τους ανένταχτες ταινίες του προγράμματος είναι η Περσεφόνη του Κώστα Αθουσάκη και το Πλάνο της Άννας Στερεοπούλου. Η πρώτη, μια ελληνοϊαπωνική κινηματογραφική οπερέτα, συγκρούεται μετωπικά με τους στόχους της, ενώ η δεύτερη, η εφαρμογή ωραιότατης μουσικής επένδυσης της συνθέτριας και σκηνοθέτιδος, είναι de facto πειραματικό πάντρεμα ήχου και εικόνας, ανάδελφο και φιλικό στους οπαδούς του μη αφηγηματικού οπτικοακουστικού πεδίου.

Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό. Σίγουρα είναι ο πιο αξιομνημόνευτος τίτλος του ελληνικού Φεστιβάλ, που ευτυχώς δεν εξαντλείται στη φαντεζί ετικέτα του.