Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

7 ημέρες βίας & ελευθερίας

Οι Γερμανοί αποχωρούν και τους εορτασμούς διαδέχονται oι συγκρούσεις.

7 ημέρες βίας & ελευθερίας

ΑΘΗΝΑ, 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944. Νωρίς το πρωί η Ιωάννα Τσάτσου ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού της, αυτό που βλέπει προς την Ακρόπολη. «Φως, ήλιος, ο γαλανός ουρανός» σημειώνει στο ημερολόγιό της. «Μαζί με τα παιδιά μου παρακολουθούμε με κατάνυξη θρησκευτική ένα σημείο απέναντι στην Ακρόπολη. Αυτός είναι ο κόσμος όλος. Και βλέπομε τη γερμανική σημαία σιγά-σιγά να υποστέλλεται, να εξαφανίζεται, σαν να την κατάπιε ο Ιερός Βράχος. Και ν' αρχίζη ν' ανεβαίνη στον ιστό το αγαπημένο χρώμα του ουρανού μας» (Φύλλα Κατοχής, Εστία, 1966).

Λίγο αργότερα, η Ι. Τσάτσου κατεβαίνει στον δρόμο και στην πλατεία Συντάγματος πέφτει πάνω σε γερμανικό λόχο που καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Τα πάντα γίνονται με τάξη. Ήδη από την προηγούμενη νύχτα ο στρατηγός Φέλμι είχε καλέσει τον δήμαρχο της Αθήνας Άγγελο Γεωργάτο και του γνωστοποίησε ότι ο «γερμανικός στρατός κήρυξε την πόλη των Αθηνών ανοχύρωτη». Φυσικά, το νέο διαδίδεται ταχύτατα σε όλη την πόλη και οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν χαρμόσυνα.

Η κατάθεση στεφάνου από το γερμανικό άγημα τελείται γύρω στις δέκα το πρωί με συγκεντρωμένο πλήθος ολόγυρα στην πλατεία Συντάγματος. Κατατίθεται o στέφανος και οι Γερμανοί αποχωρούν με τάξη, όπως αρμόζει σε στρατιωτική μονάδα. Μονάχα αφού οι Γερμανοί εξαφανίστηκαν, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ομάδες Ελλήνων όρμησαν στο γερμανικό στεφάνι με τις κόκκινες ταινίες και τον αγκυλωτό σταυρό και το καταξέσκισαν.

Το διήμερο 14 και 15 Οκτωβρίου εισέρχονται στην Αθήνα οι πρώτες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες γίνονται δεκτές από τους Αθηναίους με ενθουσιασμό. Στο φύλλο των «Καθημερινών Νέων» της 14ης Οκτωβρίου διαβάζουμε την ανακοίνωση του Σκόμπι, ο οποίος παρακαλεί τους Αθηναίους «να προσφέρουν έκαστος ανά μίαν ή περισσοτέρας κλίνας μετά κλινοστρωμνής», προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των Βρετανών στρατιωτών.

Η πρωτεύουσα ζει μεγάλες στιγμές, αλλά ο κίνδυνος παρεκτροπής είναι άμεσος και συνεχής. Έτσι, η Τριμελής Κυβερνητική Επιτροπή (Φ. Μανουηλίδης, Γιάννης Ζεύγος, Θεμιστοκλής Τσάτσος) προετοιμάζει το έδαφος για τη μετάβαση στην ομαλότητα με εντολή του Γεωργίου Παπανδρέου. Η Τριμελής ανακοινώνει στον αθηναϊκό λαό ότι όλες οι εξουσίες υπάγονται πλέον στον Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι, έναν «ψυχρό, τραχύ και λιγόλογο στρατιωτικό, χωρίς την έμφυτη φινέτσα που χρειάζεται για τον χειρισμό των λεπτών καταστάσεων της πολιτικής» (Μαρκ Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, εκδ. Αλεξάνδρεια).

Εγκατεστημένη στα Παλαιά Ανάκτορα, η Τριμελής ασχολείται με επείγοντα οικονομικά και άλλα ζητήματα, ενώ καταβάλλει προσπάθειες ώστε να διασωθεί το λιμάνι του Πειραιά από την επικείμενη ανατίναξή του από τους Γερμανούς. Κατά τις πέντε το απόγευμα, όμως, σειρά δυνατών εκρήξεων συνταράζουν τον Πειραιά. Οι εκρήξεις συνεχίζονται και μέσα στη νύχτα. «Κόπος και μόχθος γενεών κατεστρέφετο», σημειώνει ο Θεμ. Τσάτσος.

Όμως και στο κέντρο της Αθήνας συμβαίνουν ακρότητες. Οι Γερμανοί ανατινάζουν αποθήκη πυρομαχικών στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν οι τρεις χωροφύλακες που τη φρουρούν. Τμήματα του ΕΛΑΣ φροντίζουν τους τρεις τραυματίες, ωστόσο όχι πολύ μακριά τους, στην οδό Αναπαύσεως, στο Μετς, στρατοπεδεύουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη» (ο οποίος κόστιζε 200.000.000 δραχμές!), οι «εκτός νόμου γερμανοτσολιάδες ματοκύλισαν πάλι τις συνοικίες Α' Νεκροταφείου - Μετς. Με όλμους, βαριά πολυβόλα, χτύπησαν πάνω στα σπίτια με αποτέλεσμα των τραυματισμό δεκάδων γυναικοπαίδων και μια γυναίκα νεκρή». Ο ΕΛΑΣ επιτίθεται τελικώς και ύστερα από μάχη σκοτώνονται είκοσι ταγμασφαλίτες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχει έναν νεκρό και δέκα τραυματίες.

Το διήμερο 14 και 15 Οκτωβρίου εισέρχονται στην Αθήνα οι πρώτες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες γίνονται δεκτές από τους Αθηναίους με ενθουσιασμό. Στο φύλλο των «Καθημερινών Νέων» της 14ης Οκτωβρίου διαβάζουμε την ανακοίνωση του Σκόμπι, ο οποίος παρακαλεί τους Αθηναίους «να προσφέρουν έκαστος ανά μίαν ή περισσοτέρας κλίνας μετά κλινοστρωμνής», προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των Βρετανών στρατιωτών. Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος ακόμα και για την ανάγκη «6.000 σινδονιών και 3.000 προσκεφαλαίων».

Εκείνο το πρωί, μετά τη φορτισμένη Δοξολογία που τελεί στη Μητρόπολη Αθηνών ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, το συγκεντρωμένο πλήθος υποδέχεται με ζητωκραυγές τα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής. «Επεκράτουν τα εαμικά συγκροτήματα με τα ερυθρά λάβαρά των» γράφει θορυβημένος ο Θεμ. Τσάτσος, ο οποίος, το ίδιο απόγευμα, επισκέπτεται το Θησείο, το κέντρο της αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ». Επικρατεί γενική ηρεμία. Μονάχα νωρίς την επομένη της 15ης Οκτωβρίου, που ήταν Κυριακή, την παρέλαση εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων προσπαθούν να διαλύσουν διαδηλωτές του ΕΑΜ. Η ιαχή «Κάπα Κάπα Έψιλον» σκιάζει τον Εθνικό Ύμνο. Λίγο μετά τη μία το μεσημέρι ξεσπούν βίαια επεισόδια επί της Πανεπιστημίου, με ανταλλαγές πυροβολισμών, νεκρούς και τραυματίες. Στα ξενοδοχεία «Ερμής», «Παλλάδιον» και «Μαζέστικ» εισέρχονται ένοπλοι εθνικών οργανώσεων, οι οποίοι βάλλουν από εκεί κατά των εαμιτών που βρίσκονται στον δρόμο. Ο απολογισμός, σύμφωνα με τον «Ριζοσπάστη», είναι οκτώ νεκροί και 94 τραυματίες, ενώ υπεύθυνη του μακελειού «η διαβόητη σπείρα του Τάκη Μακεδόνα και του Παναγιώτη Ψαραδέλη, που ματοκύλισε την εποχή της γερμανικής κατοχής τον Βόλο, διαπράττοντας αφάνταστα κακουργήματα». Ζώντας εδώ και καιρό στην Αθήνα, «αυτοί προπαρασκεύασαν το χθεσινό έγκλημα κατά του λαού, σε συνεργασία με τις γνωστές αντιλαϊκές ψευτοπατριωτικές οργανώσεις».

Λίγο μετά τη μία το μεσημέρι ξεσπούν βίαια επεισόδια επί της Πανεπιστημίου, με ανταλλαγές πυροβολισμών, νεκρούς και τραυματίες. Στα ξενοδοχεία «Ερμής», «Παλλάδιον» και «Μαζέστικ» εισέρχονται ένοπλοι εθνικών οργανώσεων, οι οποίοι βάλλουν από εκεί κατά των εαμιτών που βρίσκονται στον δρόμο  

Οι μέρες κυλούν. Το απόγευμα της Τρίτης 17 Οκτωβρίου ο Γεώργιος Παπανδρέου βρίσκεται έξω από τον Πειραιά, πάνω στο θωρηκτό «Αβέρωφ». Σύμφωνα με τον Άγγελο Βλάχο, ο Παπανδρέου αρνιόταν πεισματικά να πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα ημέρα Τρίτη, γι' αυτό και ζήτησε από τον κυβερνήτη του πλοίου αν θα μπορούσε να αγκυροβολήσει κοντά στην Αίγινα και την επομένη, Τετάρτη 18 Οκτωβρίου, να φτάσει στον φαληρικό όρμο.

Πράγματι, τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου ο Άγγελος Βλάχος αποβιβάζεται από τους πρώτους στο Φάληρο και περιγράφει το σκηνικό που αντίκρισε: «Μέσα στους έρημους αλλά κατάφωτους δρόμους του Πειραιά ανεβήκαμε στην Αθήνα. Παντού έβλεπες συνθήματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΒΑΣΙΛΙΑ και σφυροδρέπανα πολλά. Οι δύο πολιτείες, Πειραιάς και Αθήνα, κοιμόντουσαν κατάφωτες με κεφαλοπάνι τα κομμουνιστικά συνθήματα».

Ανάλογο είναι το σκηνικό και αργότερα, κατά την άφιξη του Παπανδρέου. Γράφει ο Θεμ. Τσάτσος: «Κατήλθομεν όλοι εις τον όρμον του Ηρακλέους εν τω μέσω εαμικής παρατάξεως. Μετ' ολίγον, απεβιβάσθη ο πρωθυπουργός και ο στρατηγός Σκόμπι. Μεγάλη συγκίνησις, ενθουσιασμός και αρκετή αταξία. Εν πάση περιπτώσει, διά μέσου της εαμικής παρατάξεως ανήλθομεν επευφημούμενοι κομμουνιστί. Όπισθεν των παρατεταγμένων ανοργάνωτοι ομάδες εφώναζον "Μεγάλη Ελλάδα!", αλλά με κάποιαν δειλίαν και ως εάν να διέπραττον αμάρτημα».

Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι λίγο-πολύ γνωστά: επίσκεψη στην Ακρόπολη και ανάρτηση της ελληνικής σημαίας, με τους κατοίκους του Θησείου να βροντοφωνάζουν εθνικά συνθήματα. Η τελετή στη Μητρόπολη στη συνέχεια και, τέλος, ο ιστορικός λόγος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Θεμ. Τσάτσος παρατηρεί: «Εις την πλατείαν Συντάγματος, εν μέσαις Αθήναις, μετά δυσκολίας ηδύνατο να διακρίνη τις μίαν ή δύο ελληνικάς σημαίας. Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν απ' άκρου εις άκρον... Θα έλεγε κανείς ότι παρευρίσκεται εις εορτήν κομμουνιστών εν Μόσχα, διότι εν Αθήναις θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότεραι ελληνικαί σημαίαι, έστω και εάν επρόκειτο περί καθαρώς κομμουνιστικής εορτής».

Κατά τον «Ριζοσπάστη» της 18ης Οκτωβρίου, «Τσολιάδες και χίτες οργιάζουν: οι χίτες στην περιοχή του Θησείου και πρώην ταγμασφαλίτες με πολιτικά στο Γουδί καταφεύγουν σε ακρότητες». Το επίσημο όργανο του ΚΚΕ αναρωτιέται εύλογα: «Γιατί δεν πιάνονται οι προδότες;». Από την άλλη, η εφημερίδα «Δόξα», επίσημο όργανο της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΝ, σχολιάζει: «Διακρίναμε εις τας τάξεις των διαδηλωτών περιφερόμενους με τα σήματα διαφόρων οργανώσεων τις τελευταίες ημέρες, ανθρώπους που γνωρίζαμε ως χθες πως υπηρετούσαν πιστά τους κατακτητές και που πολλές φορές υπερέβαλλαν κι αυτών σε σκληρότητα και ωμότητα. [...] Δεν νομίζουν οι συναγωνιστές των άλλων εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων πως πρέπει να αρχίσουμε το ξεπάστρεμα των επικινδύνων αυτών φιδιών δίχως οίκτο, για να γλιτώσουμε μια για πάντα και απ' τις καθημερινές προβοκάτσιες που δημιουργούν ανάμεσά μας και ανάμεσα στον ελληνικό λαό γενικότερα; Η κυβέρνησή μας σιγά-σιγά συμπληρώνει την άφιξή της. Όσοι τους ξέρουμε, ας τους παραδώσουμε σε αυτήν για τα παρακάτω».

Η Αθήνα είχε απελευθερωθεί. Αλλά την περίμενε ακόμα η κόλαση των Δεκεμβριανών. Εκείνες οι πρώτες επτά ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών ήταν ενδεικτικές αυτού που θα ακολουθούσε τον Δεκέμβριο του 1944.