«Οι Έλληνες ήταν διαφορετικοί. Παθιάζονταν με την τάξη και τη συμμετρία,όπως και οι Ρωμαίοι, αλλά ήξεραν
Να είμαστε τελείως ελεύθεροι! Φυσικά, καθένας έχει τη δυνατότητα να πολεμήσει αυτά τα καταστροφικά πάθη με πιο κοινούς και λιγότερο αποτελεσματικούς τρόπους. Μα τι υπέροχο που είναι να τα απελευθερώνουμε με ένα ξέσπασμα! Να τραγουδάμε, να φωνάζουμε, να χορεύουμε ξυπόλυτοι στο δάσος μες στη νύχτα, χωρίς να ανησυχούμε για την θνησιμότητα μας! Αυτά είναι τα αληθινά μυστήρια. Το μούγκρισμα των ταύρων! Μέλι να αναβλύζει από το έδαφος. Αν η ψυχή μας είναι αρκετά δυνατή, μπορούμε να σκίσουμε το πέπλο και να δούμε αυτή τη γυμνή, τρομερή ομορφιά κατάματα: να αφήσουμε το Θεό να μας βασανίσει, να μας καταβροχθίσει, να μας τσακίσει τα κόκαλα. Κι ύστερα να μας βγάλει αναγεννημένους μέσα από τις στάχτες».
Είχαμε γείρει όλοι μπροστά, ακίνητοι. Το στόμα μου είχε μείνει ανοιχτό. Ένιωθα την κάθε μου ανάσα.
«Κι αυτή είναι για μένα η τρομερή γοητεία των διονυσιακών τελετών. Δύσκολο να τη φανταστούμε. Αυτή τη φωτιά της απόλυτης ύπαρξης»
*Κι αφού δέρματα παρδαλού λαφιού ντυθείτε, την κόμη στεφανώστε με φούντες μαλλιών λευκών και δοθείτε στο Θεό υψώνοντας ορμητικά τους νάρθηκες.
________________
Απόσπασμα από το πολυαγαπημένο μυθιστόρημα της Donna Tartt «Η μυστική ιστορία», εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ. Δεν έχω διαβάσει ακόμα την «Καρδερίνα».
«Το βιβλίο αυτό είναι από εκείνα που σε παρασέρνουν τόσο βαθιά μέσα τους που δυσκολεύεσαι να τα αποχωριστείς για πολύ καιρό, σα να έχεις χάσει έναν φίλο, και ένα μέρος τους μένει μαζί σου για πάντα.» γράφει για αυτό η Λένα Φουτσιτζή. Ισχύει το ίδιο και για την «Μυστική ιστορία». Δεν θες να το αφήσεις κάτω καθώς το διαβάζεις. Και όταν πέφτεις πάνω του χρόνια μετά, τακτοποιώντας την βιβλιοθήκη, το κοιτάς σαν κάτι ζωντανό που αναπνέει. Σαν να θέλει κάτι να σου ξαναπεί.