Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Ναι» ή «όχι» στα δημοψηφίσματα; Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο.

Η ιστορική εμπειρία λέει πως η απάντηση δεν μπορεί να είναι «μανιχαϊστική».

«Ναι» ή «όχι» στα δημοψηφίσματα; Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο.

 

Το Brexit άνοιξε πολλές συζητήσεις, «κόντρες» κι αντιπαραθέσεις όχι μόνο για το μέλλον της Ε.Ε. αλλά και για τη διαδικασία με την οποία αυτό συνέβη, το δημοψήφισμα. Που γι’ άλλους αποτελεί τη γνησιότερη και αντιπροσωπευτικότερη έκφραση της λαϊκής βούλησης, άλλοι πάλι το χαρακτηρίζουν λαϊκισμό κι οχλοκρατία, θεσμό περιττό, αν όχι επίφοβο σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και όχι, δεν βρίσκονται όλοι στην ίδια «μπάντα»: υπέρ τάσσονται ενθουσιωδώς τόσο οι οπαδοί της άμεσης δημοκρατίας, που ιδεολογικά συνήθως πρόσκεινται στον αριστερό και στον ευρύτερο ελευθεριακό χώρο, όσο και οι ακροδεξιοί, καθότι αμφότεροι –για διαφορετικούς, εννοείται, λόγους και δίχως καμία ισοπεδωτική πρόθεση– προσδίδουν πρωτεύοντα ρόλο στον λαϊκό παράγοντα (Χίτλερ και Μουσολίνι «λάτρευαν» τα δημοψηφίσματα, όπως άλλωστε και ο εγχώριος χρυσαυγίτης φιρερίσκος, όμως ο αστυνομικός δεν είναι απαραίτητα... μπουζούκι, επειδή είναι επίσης «όργανο»). 

Επιπλέον, δεν συγκινούν μόνο «ακραίους» – κάθε άλλο. Μπορεί στη σύγχρονη Ελλάδα να καταφύγαμε σε δημοψήφισμα μόλις επτά φορές, ενώ το «Ναι» ή «Όχι» σε σχέδιο συμφωνίας με τους δανειστές πέρσι τον Ιούλιο αποδείχθηκε φιάσκο ολκής. Ωστόσο, τα δημοψηφίσματα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο είναι συνηθισμένη πρακτική σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη και όχι μόνο, με «πρωταθλήτρια» την Ελβετία, όπου κάνουν δημοψηφίσματα για… αγελάδας πήδημα (κι έχουν φυσικά κάθε πολυτέλεια να πειραματίζονται αμεσοδημοκρατικά, έχοντας «καβατζάρει» όλα τα κεφάλαια του πλανήτη!).

Nαι μεν ο λαός εκφράζεται ήδη μέσω της εκλογικής διαδικασίας, όταν όμως προκύπτουν ζητήματα άμεσα, τοπικού ή θεσμικού ενδιαφέροντος, από την «αξιοποίηση» μιας παραλίας μέχρι την αλλαγή του Συντάγματος, δεν είναι κακό να τον ξαναρωτάμε, σωστά; Αρκεί, βέβαια, να προηγείται μια διεξοδική και χρονικά έγκαιρη ενημέρωση και η όποια ετυμηγορία να γίνεται σεβαστή, ειδάλλως ποιος ο λόγος;

Είδα αυτές τις μέρες πολλά, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά επιχειρήματα, είτε υπέρ, είτε κατά των δημοψηφισμάτων. Προσωπικά, παραμένω επιφυλακτικός τόσο με την απαξίωσή τους που βρομάει τεχνοκρατία και ολιγαρχικό ελιτισμό (τύπου σε αντίθεση μ’ «εμάς» τους «πεφωτισμένους», και συνηθέστατα αρκούντως προνομιούχους, ο κοσμάκης εκεί έξω δεν ξέρει τι του γίνεται, άγεται και φέρεται κατά το δοκούν, όμως τον ευτελισμό των θεσμών αυτών σε συνθήκες παντοδυναμίας της αγοράς, αμοραλισμού και διαφθοράς τον έχετε υποψιαστεί, βρε ψώνια, ή απλώς δεν σας αγγίζει;), όσο και με την αναγωγή τους σε πεμπτουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το οποίο ναι μεν εκπορεύεται από τον λαό, αλλά την αποτελεσματική του λειτουργία εγγυώνται –ή πρέπει να εγγυώνται– οι θεσμικοί του εκπρόσωποι, όπως θα συμφωνούσε και ο Καστοριάδης. Αφενός δεν ζούμε στην αρχαία Αθήνα, όπου μαζευόμαστε κάθε τόσο μερικές χιλιάδες νοματαίοι (ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες πάντα, μην ξεχνιόμαστε!) στην Πνύκα και διαβουλευόμαστε για τα κοινά, αφετέρου τι γίνεται αν μια πλειοψηφικά φοβική, φασίζουσα, υπερσυντηρητική λαϊκή ετυμηγορία αποφασίσει π.χ. εκτοπισμό των Ρομά (όπως συνέβη το ’12, όταν οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων σε δύο δημοτικά σχολεία του Χαλανδρίου ψήφισαν «πόρτα» στα Τσιγγανάκια), επαναποινικοποίηση της μοιχείας και του διαζυγίου, απαγόρευση των Pride, κλειστά σύνορα κ.λπ.; Και αν μαζευτούν αρκετές υπογραφές, θα όφειλε άραγε, πράγματι, να επαναληφθεί όχι μόνο το δημοψήφισμα για το Βrexit αλλά και το ματς Αγγλία - Ισλανδία, χωρατό που έγινε viral στο Διαδίκτυο; Υπάρχει, βέβαια, το αντεπιχείρημα ότι ο πολίτης ή η συλλογικότητα που προτείνει ένα δημοψήφισμα θα πρέπει πριν να παραθέσει πειστικά επιχειρήματα πώς και γιατί αυτό ωφελεί την πόλη/τη χώρα και ότι μια σωστή δημοκρατική διαπαιδαγώγηση περιορίζει φαινόμενα διακρίσεων και μισαλλοδοξίας, ποιος εντούτοις τα εγγυάται όλα αυτά; «Λαός» είναι ο Κουτσούμπας, «λαός» όμως είναι κι ο Κασιδιάρης…

Όμως το να καταλήγει κανείς στο απέναντι άκρο, απαγορεύοντας τα δημοψηφίσματα για να προστατευθούν τάχα οι δημοκρατικοί θεσμοί από τον «παρορμητικό», «ανεύθυνο» λαό που γίνεται έρμαιο επιτήδειων δημαγωγών, είναι όχι μόνο τελείως άκυρο στη γενίκευσή του –εφόσον με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε κανείς να απαιτήσει κατάργηση των εκλογών– αλλά και ενδεικτικό της αλά Μαρία Αντουανέτα νοοτροπίας που οδήγησε την Ε.Ε. και άλλους εθνικούς ή υπερεθνικούς σχηματισμούς στη σημερινή δομική κρίση αξιοπιστίας. Έπειτα, ναι μεν ο λαός εκφράζεται ήδη μέσω της εκλογικής διαδικασίας, όταν όμως προκύπτουν ζητήματα άμεσα, τοπικού ή θεσμικού ενδιαφέροντος, από την «αξιοποίηση» μιας παραλίας μέχρι την αλλαγή του Συντάγματος, δεν είναι κακό να τον ξαναρωτάμε, σωστά; Αρκεί, βέβαια, να προηγείται μια διεξοδική και χρονικά έγκαιρη ενημέρωση και η όποια ετυμηγορία να γίνεται σεβαστή, ειδάλλως ποιος ο λόγος;

Δημοψήφισμα «έφερε» το Brexit(θεωρητικά, γιατί πρακτικά δεν το πολυκόβω), δημοψήφισμα κατάργησε τη βασιλεία στην Ελλάδα. Δημοψήφισμα επικύρωσε τον γκέι γάμο στην Ιρλανδία, ενόσω άλλο τον απέρριψε στη Σλοβενία. Δημοψηφίσματα ανέστειλαν το Ευρωσύνταγμα σε Γαλλία-Ολλανδία, μέσω αυτών πάλι ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες πολλές πρώην αποικίες ή χώρες που ζητούσαν αυτοδιάθεση. Οπότε «μπούσουλας» γενικός δεν υπάρχει, παρεκτός ίσως ότι τα δημοψηφίσματα σε ευνομούμενες δημοκρατίες «δέον να» έχουν ρόλο συμπληρωματικό, όχι κυρίαρχο – αρκεί, βέβαια, οι εν λόγω δημοκρατίες να δικαιολογούν ικανοποιητικά τον παραπάνω χαρακτηρισμό…

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.