Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τέλος Πολιτικού Χρόνου

Τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την επικράτηση των ομοσπονδιακών μορφών διοίκησης –μία απ’ αυτές είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση–, η δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης βαίνει μειούμενη.

Τέλος Πολιτικού Χρόνου
Είναι φανερό ότι πλησιάζει ο εκλογικός χρόνος, καθώς φαίνεται να έχει τελειώσει ουσιαστικά ο καθαυτό πολιτικός χρόνος. Από ’δώ και πέρα οι δυνάμεις συντάσσονται με ορίζοντα την εκλογική μάχη και όχι με την παραγωγή πολιτικού έργου. Ο πολιτικός χρόνος τελείωσε δηλαδή, πάει να μηδενιστεί.
Εξ αυτού του λόγου μπορεί κανείς να σκεφτεί κάπως πιο ψύχραιμα για το περίφημο πολιτικό διακύβευμα λίγο πριν αρχίσουν οι ομοβροντίες της προεκλογικής περιόδου, που συνήθως καλύπτουν τα πάντα. Να αναρωτηθεί δηλαδή για το επίδικο αντικείμενο, για το τι ακριβώς παίχτηκε εδώ και 3 χρόνια. Παίχτηκε κάτι που άξιζε τον κόπο; Άξιζε την προσοχή μας; Ή απλώς η πολιτική μάχη είναι κάτι για να περνάει η ώρα, ένα παιχνίδι ελέγχου που δεν μας αφορά;
Η πολιτική διάσταση της ζωής είναι ίσως η κρισιμότερη πλευρά της, καθώς εκεί υπάρχει το μοναδικό πεδίο αυθεντικής συλλογικής παρέμβασης, ούτως ώστε να δημιουργείται η αίσθηση της κοινής ζωής. Όμως τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την επικράτηση των ομοσπονδιακών μορφών διοίκησης –μία απ’ αυτές είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση–, αυτή η δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης βαίνει μειούμενη. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι μπορούν πλέον να συμμετέχουν στην παραγωγή πολιτικής, όλο και λιγότερο τα έθνη μπορούν να σκεφτούν σχετικώς ανεξάρτητα, και όλο και λιγότερο ο λαός νοιώθει ότι είναι το πραγματικό πολιτικό υποκείμενο.
Το τέλος της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, που εντοπίζεται εκεί γύρω στο 1985, ουσιαστικά είναι και το τέλος της παραδοσιακής ελληνικής πολιτικής ζωής. Η πρώτη τετραετία του Αντρέα ήταν, έτσι, η τελευταία περίοδος πρωτότυπης λαϊκής πολιτικής δράσης. Η τελευταία περίοδος όπου κάτι παρήχθη πολιτικά με τη συμμετοχή του λαού. Δεν εξετάζουμε αν ήταν θετικό ή αρνητικό, δεν αξιολογούμε. Ήταν όμως, ασφαλώς, κάτι στο οποίο διέκρινε κανείς με καθαρότητα τη λαϊκή συμμετοχή. Οι τελευταίοι απόμαχοι των πολέμων και του εμφυλίου, όσοι ακόμη δεν είχαν καμία πρόσβαση στην εξουσία, στην πόλη, στα πράγματα, βρήκαν τρόπο και μπήκαν. Ήταν εν ολίγοις μια αυθεντική πολιτική εξέλιξη, αυθεντική από την άποψη της λαϊκότητάς της. Και ήταν η τελευταία.
Διότι, με το τέλος αυτής της περιόδου, η ανθρωπότητα πέρασε σε νέα φάση. Και η Ελλάδα. Η οποία δεν είναι πλέον εντελώς μόνη της. Δεν ζει μόνη της. Η συμμετοχή της στο υπερεθνικό μόρφωμα της Ευρώπης τής αφαιρεί τη δυνατότητα παραγωγής εθνικής πολιτικής. Της αφαιρεί κατά συνέπεια τη δυνατότητα οποιασδήποτε πολιτικής ιδιοπροσωπίας. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αποφασίσει για τον τρόπο με τον οποίο θα πορευθεί πολιτικά, για τον τρόπο με τον οποίο θα ζει. Ούτε ο λαός της, επομένως. Όλα τα πολιτικά ζητήματα έχουν εκχωρηθεί ουσιαστικά στο ευρωπαϊκό κέντρο. Και, όταν έχουν εκχωρηθεί όλα τα πολιτικά ζητήματα, ταυτόχρονα έχουν εκχωρηθεί και τα πνευματικά και τα καλλιτεχνικά – ολόκληρη η ζωή δηλαδή. Και μένει για το λαό μόνον η διαχείριση της καθημερινότητάς του, τα πολιτικά πλαίσια της οποίας όμως έχουν καθοριστεί από ένα μακρινό πολιτικό κέντρο. Όπως γίνεται εξάλλου στα υπερεθνικά πολιτικά μορφώματα, στις αυτοκρατορίες. Όπως δηλαδή γινόταν στο Βυζάντιο ή στην Οθωμανική περίοδο.
Αυτή η επιστροφή συντελείται σήμερα, η ριζική αποδυνάμωση του εθνικού πλαισίου και η απορρόφησή του από την υπερεθνική οντότητα. Σε μας μένει η καθημερινότητα – όσο μένει κι αυτή. Αυτός είναι ο λόγος που οι εκλογές γίνονται με σύνθημα την περίφημη καθημερινότητα. Διότι άλλο σύνθημα δεν μπορεί να υπάρξει δυστυχώς. Αυτή την καθημερινότητα μπορούν μόνον να διαπραγματευτούν οι πολιτικοί μας, αυτή μόνο μπορούν να επηρεάσουν. Και όχι το σύνολο της πολιτικής ζωής, όχι το κέντρο της. Αυτό οριστικά ανήκει στις Βρυξέλλες. Σε μας ανήκει μόνον το τρέχον. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα.
Έτσι, το ελληνικό έθνος ξαναμπήκε μόνο του, χωρίς βία, υπό καθεστώς εξάρτησης. Για να έχει περισσότερους πόρους. Εν ολίγοις πουλήθηκε έναντι πινακίου φακής. Θα μου πείτε, βέβαια, μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Στην ιστορία όμως δεν υπάρχουν υποθετικές ερωτήσεις. Μιλάμε πάντα για κάτι που έχει ήδη συντελεστεί, κάτι που όλοι οφείλουμε να το δούμε κατάματα. Και αυτό το κάτι είναι κάπως ζοφερό, κάπως μελαγχολικό. Κάποτε ο Μπάιρον έγραψε στους Έλληνες πως, αν θέλουν να έχουν την τύχη της Βοσνίας –να γίνουν δηλαδή μισο-ανεξάρτητοι, υποτελείς στον σουλτάνο–, μπορούν να το πετύχουν εύκολα. Αν όμως θέλουν να είναι ελεύθεροι, αληθινοί και ανεξάρτητοι, θα πρέπει να πολεμήσουν μέχρι τέλους, με μεγάλο ρίσκο.
Σήμερα, αν ζούσε ο Μπάιρον, είναι βέβαιον ότι εύκολα θα μας έβαζε στη μεριά της Βοσνίας. Θα μας εύρισκε πολύ λίγο ανεξάρτητους. Και επομένως καθόλου αληθινούς. Η ιστορία έκανε τον κύκλο της, φαίνεται, και σήμερα δεν υπάρχει καν η δυνατότητα επιλογής, δεν υπάρχει ούτε η δυνατότητα να το πολεμήσεις. Ας κάτσουμε να το απολαύσουμε λοιπόν το πολιτικό παιχνίδι που παίζεται, γνωρίζοντας ότι δεν μας αφορά και τόσο πια. Η Ελλάδα μένει εκτός ιστορίας, όπως και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη εξάλλου. Η εποχή είναι οικουμενική.