Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τα κοινόβια, τα ανήσυχα βράδια και οι μεγάλες αποφάσεις

Η Αγγλία για έναν περίεργο λόγο μου έμαθε να αγαπώ την Ελλάδα, αλλά όσο και να προσπαθήσω, αυτό δεν θα μπορέσω να το αποδώσω σωστά

Τα κοινόβια, τα ανήσυχα βράδια και οι μεγάλες αποφάσεις

Δεκαεννιά χρονών έφυγα για να σπουδάσω αρχιτεκτονική στην Αγγλία. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδέα ούτε για την αρχιτεκτονική ούτε για την Αγγλία.

Οι επιλογές σε αυτή την ηλικία είναι κατά κύριο λόγο τυχαίες. Εκτός αν είσαι ο συμμαθητής μου ο Νικήτας, που 8 χρονών ζωγράφιζε τόσο τέλεια, που του δίναμε να μας ζωγραφίζει τα δύσκολα μέρη μιας ζωγραφιάς, με αποτέλεσμα να δείχνουμε περήφανα στη δασκάλα ένα έκτρωμα που υποτίθεται ότι ήταν δάσος με ένα λιοντάρι τόσο παράταιρα τέλειο να περπατάει σε αυτό το, δηλαδή, εντάξει, ποιον κοροϊδεύαμε...

Ο Νικήτας, τέλος πάντων, ήξερε από μικρός τι ήθελε να κάνει, τελείωσε την Καλών Τεχνών και, απ' ό,τι έχω μάθει, έγινε γλύπτης για να κλείσω αυτή την παρένθεση.

Δεκαεννιά χρονών βρέθηκα σε μια περίεργη χώρα που δεν αγάπησα πραγματικά ποτέ, παρ' όλα αυτά της χρωστάω πολλά. Μερικά από τα καλύτερά μου χρόνια, ό,τι αποκόμισα από τις σπουδές και την εμπειρία τού να ζω σε μια πόλη, το Λονδίνο, πραγματικά πολυπολιτισμική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η Αγγλία, επίσης, για έναν περίεργο λόγο μου έμαθε να αγαπώ την Ελλάδα, αλλά όσο και να προσπαθήσω, αυτό δεν θα μπορέσω να το αποδώσω σωστά. Είναι κάτι που έχω μέσα μου από τότε που έζησα πρώτη φορά στο εξωτερικό και είναι ακόμα μαζί μου. Είναι ο λόγος που ζω εδώ.

Τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου τις έχω πάρει πάντα μέσα σε ένα άυπνο βράδυ. Σε ένα βράδυ που είμαι τόσο ανήσυχος, ώστε αν δεν βάλω κάτω τα πράγματα και αν δεν καταλήξω κάπου θα σκάσω.

Τα δύο πρώτα χρόνια τα έζησα στο Dartford, ένα χωριό μία ώρα με το τρένο από το Λονδίνο. Τόσο χωριό, που δεν είχε καν σινεμά, αλλά η αλήθεια είναι ότι το έργο παιζόταν στη δική μας καθημερινότητα, αυτή ορισμένων ενήλικων παιδιών που ζούνε πια μόνα τους, προσπαθώντας να διαχειριστούν μια πραγματικότητα σχεδόν ουτοπική.

Ο πρώτος χρόνος ήταν ο ορισμός της ανεμελιάς. Μείναμε στην εστία, στο διπλανό δωμάτιο ο Βαγγέλης, φίλος αδερφικός από Ελλάδα. Την πρώτη μέρα γνωρίσαμε τον Κρις από τη Γερμανία και γίναμε τρεις οι αδερφικοί φίλοι.

Και το πρώτο βράδυ (για να τελειώνουμε με τις πρώτες φορές) κάναμε ένα πάρτι στον διάδρομο και στα 2x2 δωμάτιά μας, φιλήθηκα με μια κοπέλα από το Γιβραλτάρ και συνάψαμε σχέση η οποία διακόπηκε μετά από τέσσερις ημέρες λόγω αδυναμίας συνεννόησης αλλά και έλλειψης πραγματικού πάθους.

Εκείνος ο χρόνος είναι σαν μια φωτογραφία που όποτε και αν τη δεις χαμογελάς, σαν ένα τραγούδι που πάντα σε κάνει να θες να χορέψεις. Στο τέλος πλήρωσα τον λογαριασμό, βγήκανε οι βαθμοί και είχα κοπεί στο βασικό μάθημα, το design, με αποτέλεσμα να χάσω τη χρονιά.

Τον δεύτερο χρόνο μείναμε σε σπίτι με τον Βαγγέλη και τον Κρις. Μαζί μου είχα και τις ενοχές προς τους γονείς μου που έκαναν θυσίες για να σπουδάσω στο εξωτερικό, πράγμα που βοήθησε στο να τελειώσω τη χρονιά με άνεση.

Το σπίτι έγινε κοινόβιο. Το κοινόβιο της Priory Hill.

Μεγαλώνουμε, αλλά οι εμπειρίες μας όλες είναι μέσα μας και μας καθορίζουν, είναι μέρος του εαυτού μας. Εικονογράφηση: Mica Warren

Οι συμφοιτητές μας απλώς ερχόντουσαν, δεν ρωτούσαν. Το σπίτι μας ήταν και σπίτι τους.

Ερχόντουσαν φίλοι από Ελλάδα κι έμεναν όσο ήθελαν, ερχόταν ο Νίκος, η Κατερίνα, ερχόντουσαν φίλοι φίλων, μια μέρα ήρθε ένας φίλος, ο Μάνος, και έφερε μαζί του τον Χρήστο, που δεν γνωρίζαμε, και τελικά ο Χρήστος έμεινε μαζί μας για μέρες, ούτε θυμάμαι πόσες, ούτε θυμάμαι γιατί, αλλά ο λόγος δεν είχε ποτέ σημασία, σημασία είχε ότι περνάγαμε καλά.

Μια άλλη φορά, την ώρα που παίζαμε Pro στο Playstation στο σαλόνι, έπεσε το ταβάνι της κουζίνας, κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Από πάνω βρισκόταν το μπάνιο, το σπίτι ήταν κάπως σάπιο, όπως τα περισσότερα αγγλικά παλιά σπίτια, ε, και τέλος πάντων το ταβάνι έπεσε, συμβαίνουν αυτά.

Δεν θυμάμαι με ποιον έπαιζα τον αγώνα, αλλά είπαμε ταυτόχρονα «να τελειώσουμε το ματσάκι» και, αφού τελειώσαμε το ματσάκι, πήγαμε να δούμε την καταστροφή. Είπαμε μερικά «οοο, ρε μαλάκα,» γελάσαμε και αρχίσαμε με τρομερά νωχελικούς ρυθμούς να μαζεύουμε τα απομεινάρια μιας κουζίνας.

Η χρονιά εκείνη τελείωσε με ένα πολύ άσχημο ατύχημα: ένας φίλος και συμφοιτητής σκοτώθηκε και ξαφνικά όλα σοβάρεψαν. Αν υπάρχει μια στιγμή η οποία οριοθετεί την ενηλικίωσή μου είναι νομίζω εκείνη η ημέρα που άκουσα τα νέα σε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του κινητού μου.

Την επόμενη χρονιά, με το βάρος της αίσθησης ενός κόσμου που δεν είναι παιδική χαρά άρχισα να σκέφτομαι το μέλλον μου.

Άρχισα να σκέφτομαι γιατί δεν μου αρέσει η αρχιτεκτονική και γιατί με παιδεύει το να ασχολούμαι μαζί της.

Πήρα μάθημα φωτογραφίας για να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και ξαφνικά άρχισα για πρώτη φορά να χαίρομαι με κάτι που έκανα στο πανεπιστήμιο, πέρα από τον χαβαλέ.

Τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου τις έχω πάρει πάντα μέσα σε ένα άυπνο βράδυ. Σε ένα βράδυ που είμαι τόσο ανήσυχος, ώστε αν δεν βάλω κάτω τα πράγματα και αν δεν καταλήξω κάπου θα σκάσω.

Θυμάμαι ακόμα το βράδυ που ουσιαστικά βρήκα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Θυμάμαι πόσες ώρες αναρωτιόμουνα τι είναι αυτό που με γοήτευσε στη φωτογραφία, ποια είναι τα πράγματα που μου αρέσουν αληθινά και πώς θα μπορέσω να τα εκφράσω.

Θυμάμαι που δεν κοιμήθηκα καθόλου, θυμάμαι που άναψα το φως κι έκατσα στον υπολογιστή, μπήκα στο Ίντερνετ από το dial up modem που έκανε εκείνους τους περίεργους ήχους κι έψαξα όλο το βραδύ σχολές, πού θα μείνω, πότε επιτέλους θα φύγω να ξεκινήσω αυτά που θα με παρασέρνουν και όχι αυτά που θα σέρνω.

Το επόμενο πρωί πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου. Του είπα ότι βρήκα μια σχολή στο Λονδίνο όπου θα κάνω προετοιμασία για να μπω σε πανεπιστημιακή σχολή κινηματογράφου.

Την άλλη μέρα πήρε ένα αεροπλάνο και ήρθε, μου έφερε μια βιντεοκάμερα που είχε και μου είπε ότι με βλέπει τόσο αποφασισμένο και σίγουρο που θα είναι λάθος να μη με αφήσει να κάνω αυτό που θέλω και ότι για να το θέλω τόσο πολύ, λογικά θα είναι το σωστό.

Ελπίζω, αν βρεθώ ποτέ στη θέση που βρέθηκε εκείνη την ημέρα, να έχω τη δύναμη να είμαι εξίσου ενθαρρυντικός.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Αν βρεις αυτό που σου αρέσει, δεν έχεις να φοβηθείς κάτι. Μόνο το να φοβηθείς να πας προς τα κει. Αν ακολουθήσεις αυτό που έχεις μέσα σου, τότε τα πράγματα λειτουργούν αυτόματα, σε παρασέρνουν, δεν τα σέρνεις.

Και σκέφτομαι πολλές φορές, αν, για να βρω τον εαυτό μου και αυτό που θέλω πραγματικά να κάνω, έπρεπε να περάσω όλες τις στιγμές, τις καλές και τις κακές. Αν ό,τι έζησα με βοήθησε να βρω κάτι που υπήρχε μέσα μου, αλλά δεν μπορούσα να το δω.

Μεγαλώνουμε, αλλά οι εμπειρίες μας όλες είναι μέσα μας και μας καθορίζουν, είναι μέρος του εαυτού μας. Πριν από λίγο καιρό μετακόμισε η αδελφή μου. Στο κουδούνι άφησε το όνομα του παλιού ιδιοκτήτη, «Καλότυχος».

Λίγο καιρό μετά τη μετακόμιση μαζευτήκαμε διάφοροι φίλοι σπίτι της. Πήγαμε Σάββατο μεσημέρι και φύγαμε Κυριακή βράδυ. Κόσμος ερχόταν κι έφευγε. Ένιωσα για λίγο όπως τότε στο Dartford.

Σκεφτόμουνα μετά ότι τα «κοινόβια» θα μας σώσουν, δεν έχουμε κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό μας και τους φίλους μας. Τότε ένιωσα μετά από καιρό εκείνη την υπέροχη αίσθηση της ανεμελιάς.

Εκείνη την ημέρα στο «κοινόβιο Καλότυχου» και λίγο μετά, στο «κοινόβιο του Φοίβου» στο Γκάζι, ένιωσα πως θα χάσουμε τη χαρά της ζωής μόνο αν παραιτηθούμε από τη διεκδίκησή της.

Είναι κάποιες μέρες πιο σημαντικές από τις άλλες. Είναι αυτές οι μέρες που καταλαβαίνουμε πού πατάμε και πού πηγαίνουμε όπως (περίπου) λέει και ο ποιητής.