Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Οι ζωές των άλλων

Όπου βλέπω «σκαστούς» από την πόλη, θέλω να μου πουν αν πέτυχε αυτό που είχαν στο μυαλό τους. Και πάντα μου λένε το ίδιο: «ήταν η καλύτερη απόφαση που έχουμε πάρει».

Οι ζωές των άλλων

Κάποια στιγμή φέτος, στις διακοπές στο νησί, με πήρε ο ύπνος στην παραλία. Ξύπνησα λίγη ώρα μετά, μπορεί να ήταν και δέκα χρόνια, είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που είχα χαλαρώσει. Και κάπως έτσι ένιωσα ευτυχισμένος. Ευτυχισμένος όχι επειδή ήμουν γεμάτος αλλά επειδή είχα αδειάσει.


Θυμάμαι μια σκηνή, μια κουβέντα πριν από πολλά χρόνια. Είχα πάει στο πατρικό σπίτι ενός φίλου - ήμασταν εκεί κοντά και μου λέει «πάμε σπίτι να γνωρίσεις τη μάνα μου». Πιάσαμε κουβέντα και είχε η γυναίκα αυτή μια ηρεμία στη φωνή της και μια σοφία στα λόγια της που με έκανε να θέλω να τη ρωτήσω πράγματα για τη ζωή.

Και της έκανα την πιο χαζή ερώτηση, η οποία όμως μπορεί να σου δώσει τέλεια απάντηση, αν την κάνεις στον σωστό άνθρωπο: «Τι είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή;». Με κοίταξε και χωρίς να το σκεφτεί μου είπε «η ψυχική ηρεμία». Δεν ξέρω γιατί αλλά η κουβέντα αυτή μου έμεινε από τότε. Σαν να έγινε ένα κλικ συνειδητοποίησης και να έχει μείνει από τότε κλικαρισμένο.

Μια μέρα θα φύγω. Το λέω συνέχεια στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Μια μέρα έφτιαξα ένα φανταστικό (imaginary δηλαδή) πλάνο και από τότε το έχω στο μυαλό μου. Στο πλάνο αυτό μια μέρα φεύγω. Σε ένα σπίτι, σε ένα νησί. Δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, αλλά το πλάνο αυτό είναι μαζί μου, κάθε στιγμή σχεδόν.


Στην ταβέρνα του νησιού μια μέρα πιάσαμε κουβέντα με τον σερβιτόρο. «Τον χειμώνα», τον ρωτήσαμε, «ζείτε στην Αθήνα;». «Όχι», μας λέει, «εδώ. Γυρίσαμε πίσω, φτιάξαμε την ταβέρνα, φτιάξαμε κάτι δωμάτια και ζούμε εδώ μόνιμα. Είμαστε τρία ζευγάρια που κάνουμε ωραία παρέα, περιμένουμε και κάτι γεννητούρια και δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς ζούσαμε πριν κάνουμε αυτή την αλλαγή στη ζωή μας».

Ο σερβιτόρος και συνιδιοκτήτης της ταβέρνας είχε ζήσει στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Μια μέρα, στη Νέα Υόρκη, μας είπε, είδε έναν συγχωριανό του από αυτό το νησάκι των Κυκλάδων, τη Δονούσα. Είπανε τα νέα τους και τον ρώτησε ο δικός μας πότε πήγε τελευταία φορά στο νησί. «Πριν από δέκα χρόνια» του είπε ο άλλος. Πριν από δέκα χρόνια τελευταία φορά και στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι ο φίλος μας πήρε την απόφαση να γυρίσει, τον ταρακούνησε αυτό που άκουσε, άνθρωπο να έχει να δει τον τόπο του δέκα χρόνια.

Παλιότερα, σε ένα άλλο ταξίδι, για δουλειά αυτήν τη φορά, είχαμε γνωρίσει μια παρέα νέων που ζούσανε μόνιμα σε ένα χωριό στα Ζαγοροχώρια, τα Άνω Πεδινά. Τρώγαμε σε μια ταβέρνα και έτρωγαν κι αυτοί δίπλα μας.

Πιάσαμε κουβέντα, μας έλεγαν για τη ζωή τους εκεί και μιλούσαν με μια ηρεμία που μας ανάγκαζε κι εμάς να μιλάμε πιο σιγά και πιο αργά. Τα παιδιά τους γυρνοβολάγανε, ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς, χωρίς «ελάτε κοντά να σας βλέπουμε», το ίδιο και τα σκυλιά τους. «Πηγαίνουμε στα Γιάννενα για δουλειές και βιαζόμαστε να γυρίσουμε. Στην Αθήνα πια πάμε πολύ σπάνια, να δούμε φίλους και συγγενείς, αλλά πνιγόμαστε, δεν αντέχουμε πολλές μέρες».

 
Πολλές ακόμα τέτοιες ιστορίες. Στη Μηλιά, στον Νομό Χανίων, στις Πρέσπες, στη Νάξο, στην Αμοργό... Όπου βλέπω «σκαστούς» από την πόλη, θέλω να πάω να τους ρωτήσω να δω πώς είναι, να μου πουν αν πέτυχε αυτό που είχαν στο μυαλό τους. Και πάντα μου λένε το ίδιο: «ήταν η καλύτερη απόφαση που έχουμε πάρει».


Είναι Σεπτέμβρης, πρώτες μέρες στο γραφείο, πρώτες μέρες στην Αθήνα και πάντα είναι δύσκολες. Το μυαλό θέλει χρόνο να προσαρμοστεί και να αποδώσει. Το άρθρο αυτό προσπαθώ να το γράψω εδώ και ώρες. Έχω ανοίξει μια σελίδα στο word, αλλά δεν βγαίνουν οι λέξεις. Μέχρι που αποφάσισα να γράψω για το απωθημένο μου.

Μια μέρα θα φύγω. Το λέω συνέχεια στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Μια μέρα έφτιαξα ένα φανταστικό (imaginary δηλαδή) πλάνο και από τότε το έχω στο μυαλό μου. Στο πλάνο αυτό μια μέρα φεύγω. Σε ένα σπίτι, σε ένα νησί. Δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, αλλά το πλάνο αυτό είναι μαζί μου, κάθε στιγμή σχεδόν.


Η μητέρα του φίλου μου πηγαίνει συχνά στο Μεσολόγγι και περνάει μέρες πολλές εκεί. Ο φίλος στη Δονούσα μιλούσε για ονειρεμένους χειμώνες στο νησί, ο Γιώργος στη Μηλιά μας έλεγε για τη ζωή του πριν, διαφημιστής σε μεγάλη εταιρεία, πεντακόσιους σφυγμούς το λεπτό, μας μιλούσε γι' αυτά και τον έπιασε άγχος, είχε καιρό να αγχωθεί τόσο, τα παιδιά στα Άνω Πεδινά μας μιλούσαν με τόσο ενθουσιασμό για τη ζωή τους και το πόσο καλά ένιωθαν φαινόταν στο πρόσωπό τους.


Σπάνια ζηλεύω τις ζωές των άλλων. Μόνο τότε, στα μικρά μέρη, βλέποντας αυτούς που έψαξαν και βρήκαν την ψυχική τους ηρεμία.