Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

O πιο υπεράνθρωπος ρόλος της ανθρωπότητας

Αν με ρωτούσαν τι δεν θα ήθελα να είμαι, θα απαντούσα κατευθείαν: μάνα

O πιο υπεράνθρωπος ρόλος της ανθρωπότητας

Αν με ρωτήσει κάποιος τι θα ήθελα να είμαι, αν δεν ήμουν αυτό που είμαι, θα δυσκολευτώ λίγο να απαντήσω άμεσα, γιατί μου φαίνονται ελκυστικά ένα σωρό πράγματα.

Θα ήταν ωραίο να ήμουν ποδοσφαιριστής σε μεγάλη ομάδα (κατά προτίμηση στη Λιβερπουλάρα και αν δεν κάτσει αυτή η μεταγραφή, θα ενδιαφερόμουνα και για Ατλέτικο στη θέση του Γκριεζμάν), να έπαιζα σε μια ροκ μπάντα ή να ήμουν εισοδηματίας, ένα επάγγελμα που από μικρό παιδί μου προκαλούσε μεγάλο θαυμασμό. Αν, από την άλλη, με ρωτούσαν τι δεν θα ήθελα να είμαι, θα απαντούσα κατευθείαν: μάνα.


Να εξηγήσω πριν αρχίσουν να προκαλούνται τρομερές αναταραχές στο κέντρο της Αθήνας με κίνδυνο εξάπλωσης σε όλη την επικράτεια και ίσως και στον υπόλοιπο πλανήτη: δεν λέω ότι το να είσαι μάνα είναι κακό πράγμα, το αντίθετο. Αλλά είναι κάτι που μου φαίνεται αδιανόητα δύσκολο και τρομερά αγχωτικό. Θα μου πείτε «σιγά, αφού εσύ είσαι πατέρας» και θα σας απαντήσω «καμία, μα καμία σχέση».


Η μεγαλύτερη, βασικότερη και πιο θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αρχέγονων ρόλων είναι το αίσθημα ευθύνης, το βάρος της επίλυσης των πρακτικών θεμάτων που ακόμα και σε πολύ προοδευτικά ζευγάρια το αναλαμβάνει, από μόνη της τις περισσότερες φορές, η γυναίκα.

Αν κάτι χρωστάω στη μάνα των παιδιών μου είναι ότι λόγω των παραπάνω πήρα τον ρόλο του διασκεδαστή και αυτός είναι ένας ρόλος που μου άρεσε τόσο πολύ, που συνεχίζω να τον παίζω, ακόμα και τώρα που τα παιδιά είναι πλέον στο δημοτικό. Αν όμως για κάτι νιώθω άσχημα είναι που δεν μπορούσε αυτή, αλλά και σχεδόν όσες μάνες ξέρω, να έχουν την άνεση, την ξεκούραση και κυρίως την ηρεμία και την έλλειψη συσσωρευμένου άγχους για να πάρουν και εκείνες αυτό τον ρόλο.

Όταν είχα μωρά παιδιά, έκανα τα πάντα. Τα άλλαζα, τα τάιζα, τα έπλενα, τα πήγαινα βόλτα και δεν είναι κάνα κατόρθωμα όλα αυτά, είναι αυτά που κάνουν οι περισσότεροι μπαμπάδες της εποχής μας ή, τουλάχιστον, έτσι θέλω να ελπίζω.

Παρ' όλα αυτά, δεν είχα κανένα άγχος για τα πρακτικά θέματα, τι ώρα θα φάει το παιδί, τι θα φάει, πότε θα κάνει το επόμενο εμβόλιο και πότε πρέπει να πάει στον γιατρό.

Τα άγχη μου ήταν άλλα, πότε θα μπορέσει να βάλει το πρώτο του γκολ, μην τον πληγώσει καμία «τσούχτρα» στον παιδικό σταθμό και μη μου πέσει όταν τον κρατάω ανάποδα και τρέχουμε σε όλο το σπίτι, μια δραστηριότητα που του φαίνεται τρομερά διασκεδαστική, κι εμένα επίσης.

Αλλά με ανάποδο τρέξιμο σε όλο το σπίτι δεν μεγαλώνουν τα παιδιά, ούτε θωρακίζουν την υγεία τους και γι' αυτά, τα τρομερά σημαντικά, κάποιος άλλος πάντα αγχώνεται.


Αν δεν υπήρχαν οι μανάδες, τα παιδιά θα πεθαίνανε σε βρεφική ηλικία ή, έστω, λίγο αργότερα από έλλειψη τροφής ή έλλειψη ρουχισμού ή άλλων τέτοιων βασικών αναγκών.

Ο μπαμπάς μπορεί να είναι τρομερή πηγή χαράς για ένα μωρό, που το παίρνει στα χέρια του και το πετάει μέχρι το ταβάνι και το πιάνει και το ξαναπετάει και το ξαναπιάνει και το ξαναπετάει (καταλάβατε, νομίζω, την επαναληπτικότητα που μπορεί να έχει μια τέτοια δραστηριότητα), αλλά αν τον αφήσει η γυναίκα του με το παιδί και δεν του πει με κάθε λεπτομέρεια ακριβώς τι πρέπει να κάνει για τα πρακτικά θέματα, όπως π.χ. «το παιδί να φάει στις 3 την κρέμα του, αν κάνει κακά να τον αλλάξεις και όταν ξαπλώσει να το σκεπάσεις με το κουβερτάκι», ο πατέρας θα το κάνει his way, που έλεγε και ο Sinatra ή ο Elvis ή ο Sid Vicious, διαλέχτε και πάρτε.

Οι πιθανότητες είναι να γυρίσει η μάνα σπίτι μετά από δύο ώρες που πήγε να δει την κολλητή της που είχε να την δει από τότε που γέννησε το μωρό και να δει τον άντρα της να βλέπει Λίβερπουλ-Κρίσταλ Πάλας σε επανάληψη (γιατί αυτό έχει η TV, τι να κάνουμε τώρα;), να τρώει ένα τοστ και να έχει δίπλα του στον καναπέ το μωρό, ατάιστο και με βαριά την πάνα, γιατί «είναι ματσάρα και θα το αλλάξω στο ημίχρονο, σ' το υπόσχομαι, έλα μη φωνάζεις, αφού τώρα κατουρήθηκε. Τι; Αν έφαγε; Όχι, δεν πεινούσε, αφού τον ρώτησα και μου είπε "αγκού", κάτσε λίγο άκρη, ρε παιδί μου, βαράει πέναλτι ο Μιλιβόγεβιτς».


Αν κάτι χρωστάω στη μάνα των παιδιών μου είναι ότι λόγω των παραπάνω πήρα τον ρόλο του διασκεδαστή και αυτός είναι ένας ρόλος που μου άρεσε τόσο πολύ, που συνεχίζω να τον παίζω, ακόμα και τώρα που τα παιδιά είναι πλέον στο δημοτικό.

Αν όμως για κάτι νιώθω άσχημα είναι που δεν μπορούσε αυτή, αλλά και σχεδόν όσες μάνες ξέρω, να έχουν την άνεση, την ξεκούραση και κυρίως την ηρεμία και την έλλειψη συσσωρευμένου άγχους για να πάρουν και εκείνες αυτό τον ρόλο.


Και αυτός ο ρόλος, ο ρόλος της ευθύνης, είναι κάτι που μένει στις μάνες για μια ζωή. Είναι αυτό που κοροϊδεύουμε πολλές φορές ή άλλες μας κουράζει, είναι το νοιάξιμο, ακόμα και αν είσαι σε ηλικία που δεν το έχεις ανάγκη, είναι το «ζακέτα έβαλες;», το «φάε κάτι», το «μην τσακώνεσαι με την αδερφή σου, πάρ' την ένα τηλέφωνο να τα βρείτε».

Είναι όλο αυτό το τεράστιο βάρος που έχουν στους ώμους τους οι μανάδες, που νιώθω πολλές φορές ότι δεν τις αφήνει να ευχαριστηθούν τον ρόλο τους, είναι αυτό που πίσω από κάθε χαρά βλέπουν εκατό αγωνίες και εκατό πράγματα που πρέπει να προλάβουν, να τα λύσουν, να είναι εκεί πριν από 'σένα, για 'σένα.


Δεν ζηλεύω τον ρόλο της μάνας, δεν θα ήθελα με τίποτα να έχω γεννηθεί γυναίκα και να γίνω μάνα. Όμως τον ρόλο αυτόν το θαυμάζω απεριόριστα και τον σέβομαι όσο λίγα πράγματα. Τον σέβομαι κυρίως γιατί, καλώς ή κακώς, η ζωή δεν είναι ένα πανηγύρι και στα δύσκολα οι μανάδες βγήκανε μπροστά.

Γιατί αν έχεις κάθε μέρα μέσα σου το αίσθημα της ευθύνης, όταν θα έρθουν τα πραγματικά δύσκολα θα πάρεις μια ανάσα και θα κάνεις αυτό που έχεις συνηθίσει να κάνεις, θα βάλεις τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα και θα τραβήξεις από το χέρι αυτούς που σου γκρινιάζανε ότι τους πρήζεις.

ΥΓ.: Η τελευταία παράγραφος ανήκει στη μητέρα μου, που, όποτε ερχόντουσαν τα πολύ δύσκολα (όπως συμβαίνει εξάλλου σε κάθε οικογένεια), μεταμορφωνόταν σε κάτι βαθιά ηρωικό. Δεν ξέρω πώς έκανες όλα αυτά τα μεγάλα που έκανες, αλλά ξέρω πως χωρίς εσένα δεν θα ήταν κανείς μας αυτό που είναι σήμερα.