Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο επίμονος συγγραφέας.

Ο φημισμένος Ορχάν Παμούκ ρίσκαρε ακόμα και την ίδια του τη ζωή προκειμένου να αλλάξουν οι εσφαλμένες αντιλήψεις που «κυβερνούσαν» την τουρκική κοινωνία. Αυτό δεν επηρέασε καθόλου τη φήμη του, καθώς τώρα θεωρείται, αν και ο ίδιος το αρνείται πεισματικά, ο πολιτιστικός πρεσβευτής της Τουρκίας.

Ο επίμονος συγγραφέας.

Όταν μια χώρα βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο μεταξύ καταπίεσης και προόδου, τότε παράγει και υψηλής ποιότητας τέχνη. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται η Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο πως μια από τις κορυφαίες πνευματικές φωνές αυτή την στιγμή σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ. Ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης, βέβαια, δεν καθιερώθηκε στο παγκόσμιο στερέωμα μόνο από το μεγάλο συγγραφικό του ταλέντο, αλλά επειδή πήρε το ρίσκο να τοποθετηθεί εναντίον του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου της χώρας του, αναμοχλεύοντας ταμπού και στερεότυπα που δεν τα αγγίζεις ούτε γι' αστείο. Οι τοποθετήσεις του εμπεριείχαν τεράστιο ρίσκο: δημόσιο κάψιμο των βιβλίων του, απειλές για φυλάκιση αλλά και κατά της ίδιας του της ζωής. Βέβαια, η στάση που τήρησε το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας έδωσε ακόμα περισσότερη αίγλη στη φήμη του Παμούκ (αποκορύφωμα το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006), καθιστώντας τον σύμβολο πνευματικότητας και αντίδρασης. Και αθωότητας, αφού το τελευταίο του μεγάλο εγχείρημα είναι το Μουσείο Αθωότητας (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημά του) που επιμελείται, με μεγάλη συλλογή από εικόνες, κειμήλια και λαογραφικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης.

Γεννιέται στις 7 Ιουνίου του 1952 στο Νισάντασι της Κωνσταντινούπολης. Γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας, προσπαθεί στην αρχή να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να σπουδάσεις Μηχανικός. Τα παρατάει γρήγορα για να ασχοληθεί με τη συγγραφή, αν και, από όσα γράφει ο ίδιος στο Ιστανμπούλ, το όνειρό του ήταν να γίνει ζωγράφος. Στα 23 του, όμως, αποφασίζει πως στη λογοτεχνία βρίσκεται το μέλλον του. Η πρώτη του απόπειρα (Σκοτάδι και Φως) αποσπά το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Μυθιστορήματος της «Milliyet Press» (1979). Από τότε, είναι πραγματικά εκ-πληκτικό πόσα βραβεία έχει κερδίσει στην Τουρκία και στο εξωτερικό και πώς τα βιβλία του γίνονται ανάρπαστα σε μικρό χρονικό διάστημα.

Το 1984 ο Παμούκ κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος Μανταραλί για το Σιωπηλό Σπίτι, το δεύτερο μυθιστόρημά του. Με τη γαλλική μετάφραση του μυθιστορήματος αυτού κέρδισε το 1991 το Prix de la découverte Européenne. Το Λευκό Κάστρο (1985) κέρδισε το 1990 το Independent award for foreign fiction και διέδωσε τη φήμη του στο εξωτερικό. Το 1990, το μυθιστόρημα- σήμα κατατεθέν του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το Μαύρο Βιβλίο έδωσε μια νέα πνοή στην τουρκική λογοτεχνία. Το 1995, το μυθιστόρημά του Νέα Ζωή έγινε μπεστ-σέλερ στην Τουρκία, σημειώνοντας μάλιστα τις γρηγορότερες πωλήσεις στην τουρκική ιστορία. Το 2003 κέρδισε το πιο προσοδοφόρο βραβείο της διεθνούς λογοτεχνίας, το IMPAC Dublin Award, για το βιβλίο Το όνομά μου είναι Κόκκινος (2000), που μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες. Το Χιόνι (2002), που ο ίδιος έχει πει πως είναι από τα πιο πολιτικά του μυθιστορήματα, τοποθετήθηκε από τους «New York Times» στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα. Τέλος, με το αυτοβιογραφικό Ιστανμπούλ, η Πόλη χρησιμοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο στη λογοτεχνία που τη συνέκριναν με την Αγία Πετρούπολη του Τολστόι και την Αλεξάνδρεια του Ντάρελ.

Η μέθοδος είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Ορχάν Παμούκ. Στηρίζεται τόσο στην έμπνευση όσο και στην εργασία. Εργάζεται καθημερινά και δεν σταματάει, αν δεν έχει τελειώσει έναν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων. «Ο κόσμος είναι ταυτόχρονα πεδίο μάχης και χώρος, όχι διασκέδασης, αλλά ευτυχίας», δήλωσε πρόσφατα στα «ΝΕΑ». Με μεθοδικότητα και ρίσκο προσπάθησε κατά καιρούς να αλλάξει και τα τουρκικά στερεότυπα. Όταν σε μια συνέντευξή του το 2005 δήλωσε πως «στην Τουρκία σκοτώθηκαν ένα εκατομμύριο Αρμένιοι και 30.000 Κούρδοι», βρέθηκε αντιμέτωπος με την κατηγορία της προδοσίας και κινδύνεψε να πάει στη φυλακή. Μάλιστα, στις 2 Απριλίου έγινε μια διαδήλωση ανθρώπων που αντιδρούσαν στα λεγόμενα του Παμούκ, οι οποίοι έκαψαν τα βιβλία του και απαίτησαν από το τουρκικό κράτος να τον δικάσει. Όλα αυτά συνέβησαν, όπως εξηγεί ο ίδιος, επειδή αποκάλυψε τις αποσιωπήσεις της τουρκικής ιστορίας. Η φήμη του Παμούκ είναι τόσο μεγάλη που δημιουργεί αντιπάλους που δεν έχουν, όμως, καμία σχέση με την τέχνη. Η βράβευσή του με το Νόμπελ το 2006 του έδωσε τη δυνατότητα να μπορεί να θίξει πιο εύκολα θέματα δημοκρατικότητας στην Τουρκία, χωρίς να φοβάται πια τόσο πολύ τις απειλές που δέχεται για τη ζωή του από τους εξτρεμιστές.

Μια από τις πενήντα γλώσσες που έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του είναι τα ελληνικά. Οι εκδόσεις Ωκεανίδα εξέδωσαν τελευταία και τα Άλλα Χρώματα (στην Τουρκία εκδόθηκε το 1999). Είναι μια συλλογή από κείμενα που περιγράφουν εικόνες από τη ζωή του: πώς έβγαλε το πρώτο του διαβατήριο, το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, τον θάνατο του πατέρα του, τη φιλία με την κόρη του, τη Ρουγιά, αλλά και τη ζωή του στην Ιστανμπούλ και τη Νέα Υόρκη, τη συγγραφή των βιβλίων του και την πρόσφατη πολύκροτη δίκη του. Ακόμα, εκεί μπορείτε να διαβάσετε τον λόγο του στην απονομή του Νόμπελ, όπου υπό τον τίτλο «Η βαλίτσα του πατέρα μου» περιγράφει τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας: εμπνευσμένος, ευφάνταστος και ρισκαδόρος.

Ορχάν Παμούκ: «Άλλα Χρώματα», μτφρ. Στέλλα Βρετού, εκδόσεις Ωκεανίδα