Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η μεταμόρφωση της Άνδρου από τον Αντώνη Δαγκλίδη

Συνέντευξη με το βραβευμένο σκηνογράφο της Μικράς Αγγλίας

Η μεταμόρφωση της Άνδρου από τον Αντώνη Δαγκλίδη

                                        [Συνέντευξη: Χρήστος Παρίδης]

 

Ο Αντώνης Δαγκλίδης, από τους σημαντικότερους σκηνογράφους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ξεκίνησε ως αρχιτέκτονας και σήμερα μετράει δεκάδες παραστάσεις, αρκετές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, και κάποιες τηλεοπτικές σειρές. Η μεταμόρφωση της Άνδρου σε φόντο της δεκαετίας του '30 για χάρη της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη Μικρά Αγγλία, ήταν ένας άθλος. Όχι μόνο γιατί επρόκειτο για μια ελληνική παραγωγή χωρίς απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες, αλλά γιατί ως κοινωνία δεν έχουμε φροντίσει να διατηρήσουμε τίποτα από το παρελθόν μας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο σκηνογράφος εξηγεί πώς κατόρθωσε να το πετύχει χάρη στη συμμετοχή ενός ολόκληρου νησιού. Κάτι για το οποίο μόλις του απενεμήθηκε το Α' βραβείο σκηνογραφίας 2014 από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου

 

Σε τι διαφέρει η σκηνογραφία του κινηματογράφου από του θεάτρου ;

Οι βάσεις ενός σκηνογράφου, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, η παιδεία του, οι ικανότητες του είναι καταρχήν κοινές. Από την άλλη, είναι τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο ως προς το ότι στο μεν θέατρο φτιάχνεις ένα χώρο τον οποίο ο θεατής τον βλέπει ζωντανά, έχει την εικόνα του χώρου που του έχεις φτιάξει σαν σκηνογραφία, ενώ στον κινηματογράφο φτιάχνεις έναν χώρο ο οποίος θα αποτυπωθεί μέσα από μια κάμερα, και η εικόνα αυτού του χώρου είναι η σκηνογραφία της ταινίας. Αυτό είναι πολύ ουσιαστικό. Στο μεν θέατρο τον απόλυτο έλεγχο τον έχει ο σκηνογράφος, με την έννοια ότι ξέρει απόλυτα τι θα δει ο θεατής, ενώ στον κινηματογράφο η σκηνογραφία περνάει μέσα από την εικόνα. Άρα μέσα από τη φωτογραφία, άρα μέσα από τις επιλογές του πώς θα φωτογραφηθεί ένας χώρος. Στον κινηματογράφο η δουλειά του σκηνογράφου είναι πάρα πολύ συνδεδεμένη με τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας και βέβαια με του σκηνοθέτη. 

Αυτό δεν ισχύει και στο θέατρο, κυρίως όσον αφορά τον φωτιστή της παράστασης;

Ναι, αλλά αυτό έχεις τη δυνατότητα να το ελέγξεις μέσα από τις πρόβες, ακόμα και μέσα από τη μακέτα και να έχεις πάρα πολύ καλό αποτέλεσμα. Στον κινηματογράφο ο τρόπος λήψης, πώς θα γίνουν τα πλάνα, ποια κομμάτια του σκηνικού θα δούμε, το κάνουν πιο σύνθετο.

Θα προτιμούσες, ιδανικά, να δούλευες για τον κινηματογράφο σε στούντιο;

Όλα έχουν τη γοητεία τους. Το γεγονός ότι στο θέατρο ο σκηνογράφος έχει τον έλεγχο δε σημαίνει ότι είναι πάντα το αποτέλεσμα πετυχημένο. Απλά στον κινηματογράφο χρειάζεται μεγαλύτερη επιμονή στη συνεργασία των συντελεστών, ενώ στο θέατρο με μία μακέτα γνωρίζεις τουλάχιστον τι θα δει ο θεατής. Όχι, δε θα προτιμούσα το πλατό γιατί η σκηνογραφία στον κινηματογράφο, σε σχέση με το θέατρο, έχει το ενδιαφέρον ότι μεταμορφώνεις χώρους. Η σκηνογραφία του πλατό θυμίζει λίγο τη θεατρική σκηνογραφία, όπου φτιάχνεις έναν χώρο στο κενό. Στον κινηματογράφο συνήθως μεταμορφώνεις έναν υπάρχοντα χώρο, πράγμα ιδιαίτερα γοητευτικό. Πολλές φορές είναι και λύση ανάγκης, αλλά επίσης είναι και απαραίτητο να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο. Αυτό έχει αρχίσει να περνάει σιγά σιγά και στο θέατρο, όπου πολλές φορές θεατρικές παραστάσεις στήνονται στο φυσικό χώρο σαν σκηνογραφία ή τμήμα σκηνογραφίας.

Το γεγονός ότι είσαι και αρχιτέκτονας, σε έχει βοηθήσει στη μεταμόρφωση χώρων;

Ο κινηματογράφος όντως είναι πιο κοντά στον ρεαλισμό. Στο θέατρο μπορεί να θεωρηθεί σκηνογραφία να γεμίσεις έναν χώρο με μπαλόνια. Στον κινηματογράφο χρειάζεται άλλου είδους σχέση και γνώση της πραγματικότητας του χώρου, και εκεί με έχει βοηθήσει πολύ η αρχιτεκτονική. 

 

 

Το να κάνεις ταινία εποχής στην Ελλάδα δεν είναι κάτι σχεδόν ακατόρθωτο;

Νομίζω ότι ο καθοριστικός παράγοντας στην επιτυχία της σκηνογραφίας στη Μικρά Αγγλία, πέρα από αυτό που βλέπει κανείς στην ταινία, γιατί υπάρχει πάρα πολύ δουλειά, σχεδόν διπλάσια ίσως και παραπάνω που δεν βγήκε στην τελική κόπια, ήταν η μεγάλη βοήθεια των ντόπιων. Χωρίς τη βοήθεια τους δε θα είχε βγει αυτή η ταινία.  Όλοι οι χώροι, όλα τα αντικείμενα, όλα τα έπιπλα, ήταν παραχώρηση των ανθρώπων της Άνδρου. Αυτό δε σημαίνει ότι πήγαμε και βρήκαμε έτοιμους χώρους, αλλά βρέθηκαν χώροι που έπρεπε να αδειάσουν και να ξαναγεμίσουν με άλλη επίπλωση κι άλλα αντικείμενα. Όλο το φροντιστήριο, με εξαίρεση λίγες κατασκευές που εμφανίζονται στο λιμάνι, βρέθηκε στην Άνδρο γι’ αυτό και τα αντικείμενα έχουν μια αυθεντικότητα. Αυτό είχε τη σημασία του και οικονομικά, γιατί αν δεν υπήρχε αυτή η βοήθεια θα χρειαζόμασταν τριπλάσιο budget για να έρθουν πράγματα από άλλα μέρη, αλλά και επί της ουσίας. Βρέθηκαν πολλά πράγματα στην Άνδρο αλλά και πολλά πράγματα που έφυγαν από την Άνδρο και επέστρεψαν καθώς Ανδριώτες μας τα έστειλαν από την Αθήνα και κινηματογραφήθηκαν. Εμένα αυτό με συγκίνησε ιδιαίτερα. Επίσης, ανακαλύφθηκαν έπιπλα στο υπόγειο του Δημαρχείου, τα βγάλαμε, τα καθαρίσαμε, επουλώσουμε τα τραύματα τους, έπαιξαν και επέστρεψαν στην αποθήκη. Έπιπλα από σπίτια μεταφέρθηκαν με μουλάρια, γιατί δεν έφταναν αυτοκίνητα. Γινόντουσαν οι λήψεις και τα επιστρέφαμε. Όλο αυτό ήταν μία πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Πέρα από το μόχθο και την κούραση, είχε και συγκίνηση γιατί ξαναζωντανεύαμε μία εποχή, όχι σε ένα πλατό, αλλά μέσα στον ίδιους τους χώρους του νησιού.

Το σπίτι της οικογένειας πως βρέθηκε;

Ήταν ένα βασικό θέμα. Μετά από πολύ ρεπεράζ, είχαμε καταλήξει σε τρία σπίτια. Έγιναν φωτορεαλιστικές απεικονίσεις και των τριών εκδοχών για το σκηνοθέτη, και τελικά καταλήξαμε στο σπίτι του ίδιου του Βούλγαρη. Η εκδοχή που ήταν πιο και κοντά στη ψυχή του. Ένα σπίτι στο οποίο ο Παντελής μπορούσε να αισθανθεί πώς θα διαδραματιζόταν η ταινία του. Βέβαια, έτσι πώς ήταν δεν ανταποκρινόταν στο σπίτι του σεναρίου, οπότε χρειάστηκαν αρκετές επεμβάσεις.

 

 

Το λιμάνι θα ήταν το πραγματικά μεγάλο στοίχημα για σένα.

Ήταν εκεί που παλιά έπιαναν οι βάρκες που ερχόντουσαν και έφερναν τον κόσμο από τα πλοία. Το ΄30 και ΄40 δεν υπήρχε ακόμα λιμάνι. Οι επεμβάσεις που έχουν γίνει στα κτήρια τα έχουν μεταμορφώσει τελείως. Κάνοντας μία έρευνα σε φωτογραφικό υλικό της εποχής, αποφασίσαμε να μην αναπαραστήσουμε ακριβώς πώς ήταν τα πράγματα. Έφτιαξα μία νέα εκδοχή όπως θα μπορούσε να ήταν κι έτσι.

Το καράβι είναι πραγματικό;

Τα εξωτερικά του καραβιού είναι εξολοκλήρου ψηφιακή δημιουργία. Τα εσωτερικά γυρίστηκαν σε παλιά καράβια στον Πειραιά, στο Liberty και στο Θαλή. Η καμπίνες χρειάστηκαν επεμβάσεις. Πρόσθεσα και προσωπικά αντικείμενα, όπως λάμπες και άλλα, κάτι που κάνω σε όλες τις ταινίες που έχω σκηνογραφήσει.

Πάντως για τα ελληνικά δεδομένα η Μικρά Αγγλία είναι ένας άθλος αναπαράστασης εποχής.  

Γιατί ο κόσμος μου έδωσε το υλικό να μπορώ να φανταστώ αλλαγές στους χώρους κι ότι μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ήταν και πολλοί φορείς, αλλά κυρίως οι ίδιες οι οικογένειες που μας παίρναν τηλέφωνο να μας πουν ότι  μπορούσαν να βοηθήσουν. Με τον Παντελή ήταν η πρώτη μου συνεργασία, αλλά κέρδισα σύντομα την εμπιστοσύνη του, δέχτηκε αυτά που του πρότεινα, κι αυτό με απελευθέρωσε ώστε αν μην αυτολογοκρίνομαι. Δε σκεφτόμουν αν πρέπει να κάνω κάτι, και αν αξίζει να το κάνω.  

 Σε συγκίνησε το βραβείο;

Πάντα σε συγκινεί ένα βραβείο. Χάρηκα ιδιαίτερα με το συγκεκριμένο, γιατί είναι σαν να το μοιράζομαι με όλο αυτόν τον κόσμο. Αν δεν υπήρχε αυτή η συμμετοχή, ούτε οι εξαιρετικοί συνεργάτες, ούτε η καλή σχέση με τον Βούλγαρη δεν θα ήταν αρκετά να φανταστώ την υλοποίηση της σκηνογραφίας μου. Είναι σαν να βραβεύτηκε μαζί μου ο κόσμος της Άνδρου. Αλλά μόνο έτσι μπορούν να γίνονται οι ταινίες. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχουν λεφτά, αλλά διότι μόνο έτσι πετυχαίνεις μια αυθεντικότητα.

Ο Αντώνης Δαγκλίδης με το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου