Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα είναι η τεμπελιά. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί θεωρώ πολύ άδικο να συγκαταλέγεται η τεμπελιά στα θανάσιμα αμαρτήματα και γιατί κάποια στιγμή αυτή η αδικία πρέπει να αποκατασταθεί.

Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Η λίστα με τα θανάσιμα αμαρτήματα είναι ομολογουμένως αμφιλεγόμενη, όχι τόσο όσον αφορά την ιστορική της ακρίβεια, καθώς δεν αμφισβητείται από κανέναν ως πραγματική λίστα που συνέταξε ο Πάπας Γρηγόριος Α' κατά τη διάρκεια της θητείας του (590-604 μ.Χ.) στην εργασία του Magna Moralia για λογαριασμό της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά κυρίως επειδή δεν ανταποκρίνεται επ' ουδενί στη σημερινή πραγματικότητα, εκτός κι αν πιστεύετε ότι στα σημαντικότερα αμαρτήματα πρέπει να συγκαταλέγεται, ας πούμε, η λαιμαργία, η λαγνεία και η τεμπελιά, οπότε πάω πάσο.


Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με δυο γονείς που δούλευαν άπειρες ώρες και αν για κάτι δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς είναι για τεμπελιά. Τις καθημερινές γυρνούσαν στο σπίτι το βράδυ και συνήθως η αδερφή μου κι εγώ τους βλέπαμε λίγη ώρα πριν πάμε για ύπνο. Τα Σαββατοκύριακα βρισκόντουσαν με φίλους που είχαν κι αυτοί παιδιά, παιδιά που ήταν και δικοί μας φίλοι, ή σε σπίτια ή έξω σε ταβέρνες.

Όμως, αν έχω μια εικόνα στο μυαλό μου που θεωρώ εικόνα πραγματικής οικογενειακής ευτυχίας, είναι κάτι πρωινά Κυριακής που η αδερφή μου κι εγώ τρέχαμε στο κρεβάτι των γονιών μου με το που ξυπνούσαμε και αράζαμε όλοι εκεί για ώρες.

Οι πιτζάμες δεν έβγαιναν, εκτός αν προέκυπτε κάποια ανάγκη, δηλαδή να πάει κάποιος στο ψιλικατζίδικο να φέρει κάτι για τους υπόλοιπους.

Αράζαμε στο κρεβάτι, τρώγαμε πρωινό στο κρεβάτι, οι γονείς μου διαβάζανε κυριακάτικες εφημερίδες, η αδερφή μου, που ήταν διαβαστερή, κάτι βιβλιάρες 800 σελίδες κι εγώ «Λούκυ Λουκ» και «Αστερίξ» και τα αθλητικά των κυριακάτικων. Οι πιτζάμες δεν έβγαιναν, εκτός αν προέκυπτε κάποια ανάγκη, δηλαδή να πάει κάποιος στο ψιλικατζίδικο να φέρει κάτι για τους υπόλοιπους. Αυτές οι Κυριακές που δεν κάναμε τίποτα, που αράζαμε σπίτι οι τέσσερίς μας και κυκλοφορούσαμε όλη μέρα με τις πιτζάμες, είναι, νομίζω, ο λόγος που αγάπησα την τεμπελιά.


Τα φοιτητικά χρόνια τα έζησα στην Αγγλία. Η Αγγλία, και ακόμα πιο συγκεκριμένα το Λονδίνο, είναι ένα μέρος όπου μπορείς να κάνεις συνέχεια τρομερά πράγματα. Συναυλίες, εκθέσεις, βόλτες, φαγητά, θέατρα. Χαμός. Όσο άντεχε η τσέπη μας, κάναμε διάφορα από αυτά.

Αλλά, αν με ρωτήσει κάποιος τι μου έχει μείνει από τα έξι χρόνια που πέρασα στην Αγγλία, θα του έλεγα για τα φανταστικά αράγματα στο σπίτι μας στο Dartford, ένα μικρό χωριό λίγο έξω από το Λονδίνο, ή στο σπίτι στο Wembley ή στα σπίτια φίλων όπου πηγαίναμε και περνούσαμε ολόκληρα Σαββατοκύριακα – αφού κάναμε κάτι υποτυπώδεις βόλτες, καταλήγαμε σπίτι και εκεί δεν κάναμε τίποτα. Εννοώ τίποτα το ουσιαστικό, τίποτα το πραγματικά ενδιαφέρον. Και περνούσαμε τέλεια. Επιτραπέζια, PlayStation, χαρτιά, κουβέντες, ύπνοι στους καναπέδες, ταινίες, πίτσες, τέλος πάντων καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.

Μετά γύρισα στην Ελλάδα κι έπιασα δουλειά, πρώτα σε ένα θέατρο όπου έφτιαχνα τα βίντεο που έπαιζαν στις παραστάσεις και μετά σε μια εκπομπή ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Και άρχισα να έχω όλο και λιγότερο ελεύθερο χρόνο και σε αυτό τον ελεύθερο χρόνο έπρεπε να βολέψω πολλά πράγματα.

Μετά παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και δεν είχα πια καθόλου ελεύθερο χρόνο. Και κάπως έτσι απώλεσα και το δικαίωμα στην τεμπελιά. Και όταν χώρισα, άρχισα, σιγά-σιγά, κάποιες φορές να ξαναέχω, έστω περιορισμένο, ελεύθερο χρόνο και την επιλογή να τον ξοδέψω κάνοντας ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα: τίποτα.


Κάποια στιγμή, πρόσφατα, είχα μια αλλαγή στα επαγγελματικά μου και λόγω αυτής πέρασα ένα μικρό διάστημα περίπου τριών μηνών με χαλαρό πρόγραμμα στη δουλειά. Όχι ότι δεν δούλευα, αλλά δούλευα λίγο, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω. Και τον ελεύθερο χρόνο που κέρδισα άρχισα να τον ξοδεύω κάνοντας ελάχιστα πράγματα.

Και τότε, κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, και συγκεκριμένα μετά τα φοιτητικά μου χρόνια, άρχισα να έχω ξανά όρεξη να δημιουργήσω. Ήταν σαν να είχε αδειάσει το κεφάλι μου και πλέον είχε χώρο για να μπουν καινούργια πράγματα και να ζυμωθούν με ό,τι είχε απομείνει από τα παλιά για να συνθέσουν καινούργιες ιδέες. Και όλη αυτήν τη διάθεση την έβγαλα στη δουλειά, στο πώς φερόμουν στους φίλους μου και στους δικούς μου, στο πώς ήμουνα με τα παιδιά μου, παντού. Και κάπως έτσι ξαναβρήκα τον εαυτό μου μετά από χρόνια, καθώς για καιρό έτρεχα χωρίς να σταματάω για λίγο να σκεφτώ τι κάνω, γιατί κάνω αυτά που κάνω και κυρίως τι θέλω να κάνω.


Η αγαπημένη μου μέρα είναι η Κυριακή. Συγκεκριμένα, η Κυριακή που ξυπνάω αργά και όλη μέρα την περνάω στο σπίτι κάνοντας τίποτα. Αυτές οι Κυριακές νομίζω ότι βοηθάνε να έχω ωραίες Δευτέρες. Μερικές Κυριακές που είμαι με τα παιδιά τα ρωτάω τι θέλουνε να κάνουμε και μου λένε και οι δύο «τίποτα, να αράξουμε» και αυτές οι Κυριακές νομίζω ότι είναι και εκείνων από τις αγαπημένες τους.