Η πρεμιέρα της παράστασης των Rimini Protokoll «Adolf Hitler: Mein Kampf, Vol. 1&2» έγινε την Πέμπτη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση σε μια κατάμεστη αίθουσα. Το εγχείρημα παρουσίαζε ενδιαφέρον τόσο καλλιτεχνικά, εφόσον πολλοί γνωρίζουν τη δουλειά της περίφημης ομάδας του «θεάτρου της πραγματικότητας» («Radio Muezzin», «Προμηθέας στην Αθήνα», «Situation Rooms»), όσο και κοινωνικο-πολιτικά, καθώς το πόνημα του Χίτλερ που γαλούχησε τη γενιά του πολέμου ήταν απαγορευμένο στη Γερμανία μέχρι το τέλος του 2015 και για πρώτη φορά εκδίδεται νόμιμα φέτος. Με το τέλος της παράστασης ακολούθησε συζήτηση με τους συντελεστές. Καθώς το θέμα του ναζισμού και του εγχειριδίου του Χίτλερ είναι επίκαιρο τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο νεοναζιστικών ομάδων ανά την Ευρώπη γενικά αλλά και στη χώρα μας, θέλησα ν’ ακούσω τη γνώμη μερικών επιφανών Αθηναίων που βρέθηκαν ανάμεσα στο κοινό.
Ράινερ Ες
Ο εγγονός του Ρούντολφ Ες, διοικητή του Άουσβιτς, έχει θέσει σκοπό της ζωής του τον ακτιβισμό εναντίον του νεοναζισμού.
Αλλά παραστάσεις σαν αυτή των Rimini Protokoll, αν και κάπως αλλόκοτη, δείχνει ακριβώς τι συνέβη στο παρελθόν, τι συμβαίνει στο παρόν και τι θα συμβεί στο μέλλον αν ακολουθήσουμε αυτούς τους ηγέτες χωρίς γνώση. Έχει τεθεί το θέμα αν θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Προσωπικά, θα ήθελα να διδάσκεται στα σχολεία. Αλλά δεν είναι υλικό για μαθητές».
Άλον Κράους
Δικηγόρος από το Τελ Αβίβ. Ίσως ο μόνος Εβραίος παγκοσμίως που έχει εμμονή με το «Mein Kampf». Το έχει διαβάσει στα εβραϊκά και έμαθε γερμανικά για να μπορέσει να το διαβάσει και στο πρωτότυπο. Συμμετέχει στην παράσταση, όπου καταθέτει τη δική του σχέση με αυτό. Ο παππούς του ζούσε στη Βιέννη και μόλις που πρόλαβε να αποδράσει στην Κίνα με τη γυναίκα του, μέχρι να εγκατασταθούν στο Ισραήλ το 1948.
Αλέξανδρος Ίσαρης
Συγγραφέας, εικαστικός και μεταφραστής σημαντικών γερμανικών βιβλίων
Νίκος Περάκης
Σκηνοθέτης. Ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνογράφος στη Γερμανία και έχει υπογράψει τα ντεκόρ της βραβευμένης με Όσκαρ και στις Κάννες ταινία του Σλέντορφ «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», που πραγματεύεται την εποχή του ναζισμού μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Γιώργος Βέλτσος
Ακαδημαϊκός και συγγραφέας
Δεν έχουν το Άουσβιτς γιατί είναι περιττό, έχουν την τηλεόραση και τη δική μας αποβλάκωση. Αδικούμε τους Rimini Protokoll αν θέλουμε να βγάλουμε παιδαγωγικά συμπεράσματα από την παράστασή τους, όπως, φέρ’ ειπείν, τι μένει, τι είναι το βιβλίο “Ο Αγών μου” στην εποχή μας κ.λπ., κ.λπ.. Αυτό που πρέπει να κρατηθεί, και αυτό που κράτησα εγώ, είναι ότι με αφορμή το “Mein Kampf” οι Rimini Protokoll κάνουν αυτό που λέει ο Φουκώ, μια γενεαλογία του ναζισμού, επικεντρώνουν στο βιβλίο, δίνουν, μέσα από την εκδοτική και την τυπογραφική Ιστορία του, και την αναγνωστική υποδοχή του από την Ανταρκτική μέχρι τη βιβλιοθήκη του τυφλού ως πρόσχημα για τη βαθύτερη νοοτροπία την οποία ακολούθησε, φυσικά, και ο ναζισμός ενός συντηρητισμού. Η συντηρητική σκέψη, όπως την ξέρουμε και στην εποχή μας, ασχέτως του αν εμείς δεν έχουμε κρεματόρια και Άουσβιτς, έχει να κάνει με το πώς αποδεχόμαστε την ομοφυλοφιλία και φτάνει μέχρι το πώς σκεφτόμαστε. Η παράσταση αυτή είναι ένα νυστέρι στη σκέψη μας γενικότερα με πρόσχημα τον ναζισμό και το “Mein Kampf” κι αυτό φαίνεται από την υποδοχή του βιβλίου από τον Τούρκο ράπερ έως τη Γερμανίδα αναρχική γριά.
Φασισμός δεν είναι οι κραυγές του Χίτλερ, είναι και η σιωπή του γραφειοκράτη που σε έχει απέναντί σου. Αυτή είναι η συνεισφορά του συγκεκριμένου έργου, γιατί πηγαίνει όχι μόνο στον τρόπο σκέψης, ανοιχτής ή κλειστής –γιατί περί αυτού πρόκειται– αλλά και στον τρόπο του θεάτρου. Δηλαδή, εδώ καταργείται η έννοια του παιδαγωγικού ή πολιτικού θεάτρου, όπως το ξέρουμε από τον Μπρεχτ, ή καταργείται η έννοια ενός ρεαλιστικού θεάτρου, στο οποίο λειτουργεί ο ορισμός του Αριστοτέλη, το έλεος και η κάθαρση.
Αυτό, λοιπόν, δεν έχει να κάνει με το αν αυτό το βιβλίο μας επηρεάζει και αν είναι ιστορικό – άλλωστε, τα ερωτήματα αυτά ετέθησαν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, μαζί με την «τσόντα» περί Χρυσής Αυγής. Αυτό που για μένα ήταν τελείως περιττό είναι η συζήτηση, γιατί συμπεριλαμβάνεται ήδη στο έργο, όποια τροπή και αν πάρει, εκτός κι αν έχει έναν φιλολογικό χαρακτήρα σε σχέση με τη δουλειά των Rimini Protokoll. Καταλήγω: σε τι βοήθησε αυτή η παράσταση εμένα που έχω γράψει και τη “Μάγκντα Γκαίμπελς”, για τον φασισμό με έναν ρεαλιστικό τρόπο, ότι μπορεί, δηλαδή, να μιλήσει κανείς για τον ναζισμό και τον φασισμό μη μιλώντας τω όντι γι’ αυτόν; Γιατί, ακριβώς, μη μιλώντας γι’ αυτόν, υπάρχει ο φασισμός. Φασισμός δεν είναι οι κραυγές του Χίτλερ, είναι και η σιωπή του γραφειοκράτη που σε έχει απέναντί σου. Αυτή είναι η συνεισφορά του συγκεκριμένου έργου, γιατί πηγαίνει όχι μόνο στον τρόπο σκέψης, ανοιχτής ή κλειστής –γιατί περί αυτού πρόκειται– αλλά και στον τρόπο του θεάτρου. Δηλαδή, εδώ καταργείται η έννοια του παιδαγωγικού ή πολιτικού θεάτρου, όπως το ξέρουμε από τον Μπρεχτ, ή καταργείται η έννοια ενός ρεαλιστικού θεάτρου, στο οποίο λειτουργεί ο ορισμός του Αριστοτέλη, το έλεος και η κάθαρση. Όλα αυτά καταργούνται και στη θέση τους μπαίνει ο πυρήνας τους που είναι το θέμα της αληθοφάνειας, του ψέματος και της αλήθειας. Τι είναι ψέμα και τι είναι αληθινό; Τι είναι μυθοπλασία και τι ντοκιμαντέρ;
Οι Rimini Protokoll κατορθώνουν να κάνουν μια σύζευξη, μια fondu encainé του ψέματος και της αλήθειας, ως εάν η αλήθεια να είναι στην πλατεία και το ψέμα στη σκηνή και τούμπαλιν. Καταργούν τη διάκριση μεταξύ σκηνής και πλατείας, μυθοπλασίας και δραματουργίας, ντοκιμαντέρ και πραγματικότητας. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά αυτής της ομάδας και έχει ιδιαίτερης σημασία να τονιστεί αυτό, γιατί οι ίδιοι δεν το έχουν καταλάβει. Όλο το έργο είναι στηριγμένο σε αυτήν ακριβώς τη γενεαλογία και όποιος έχει ανοίξει το “Οι λέξεις και τα πράγματα” θα θυμάται την ανάλυση που κάνει ο Φουκώ στο περίφημο έργο “Λας Μενίνας” του Βελάσκες από το μουσείο του Πράντο. Όπου το μπέρδεμα, ποιος βλέπει ποιον, ποιος θεάται ποιον, αν ο θεατής ζωγραφίζει ή αν ο ζωγράφος είναι θεατής, έδωσε στον Φουκώ το έναυσμα να αναπτύξει τη θεωρία περί αληθοφάνειας ή ψεύδους, ομοίωσης, προσομοίωσης, πραγματικότητας ή μη. Αυτό μου συνέβη. Μέσα στη διασπορά στοιχείων, το έργο αυτό περισυλλέγει και ταυτόχρονα εκθέτει από παντού και επιβάλλει όχι ένα νόημα αλλά ένα κενό. Αυτό έχει σημασία. Όπου πλέον το κενό επέχει τη θέση αρχής οποιουδήποτε νοήματος. Με τη φόρμα ενός ντοκιμαντέρ, οι Rimini Protokoll θέτουν το μεγάλο γενεαλογικό θέμα διάκρισης και συγχρόνως συγχώνευσης της μυθοπλασίας. Το δε εύρημα που όλη η σκηνή είναι ένα βιβλίο που κλείνει και φαίνεται η ράχη του, αυτή η έννοια του βιβλίου, μας παραπέμπει στο μεγάλο Βιβλίο του Μαλαρμέ, στο οποίο πρέπει να καταλήξει ο κόσμος ως γενικό ισοδύναμο της ανθρώπινης γνώσης. Το σύστημα που αντιστρέφει, ορατού-αόρατου, αληθινού-πραγματολογικού, δεν είναι ούτε fiction ούτε ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν στοιχεία που το γλυκαίνουν, το μελώνουν, μια μουσική, ένας φωτισμός. Δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι διάλεξη, αλλά ούτε θέατρο όπως το ξέρουμε. Είναι η κατάλυση των συγκεκριμένων ειδών, αυτό που λέω εγώ ότι τα είδη μειγνύονται. Αρκεί να υπάρχει αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται σκηνή. Λέει ο Ώστιν: “Aν σου δώσω μια υπόσχεση ότι θα σε παντρευτώ, και τη δώσω στη σκηνή, δεν ισχύει. Αν σ’ τη δώσω κάτω από τη σκηνή, ισχύει!”. Πώς η σκηνή μετατρέπει την αλήθεια και το ψέμα, το μέγα ζήτημα».