[ΓΝΩΜΕΣ] Οικονομική κρίση και άκρα δεξιά: Ουγγαρία, όπως λέμε Ελλάδα; Από τον Δρ Βασίλη Πετσίνη

[ΓΝΩΜΕΣ] Οικονομική κρίση και άκρα δεξιά: Ουγγαρία, όπως λέμε Ελλάδα; Από τον Δρ Βασίλη Πετσίνη Facebook Twitter
1
[ΓΝΩΜΕΣ] Οικονομική κρίση και άκρα δεξιά: Ουγγαρία, όπως λέμε Ελλάδα; Από τον Δρ Βασίλη Πετσίνη Facebook Twitter

Η οικονομική κρίση έχει επιδράσει καταλυτικά στο πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Είτε πρόκειται για χώρες εντός είτε για χώρες εκτός της Ευρωζώνης, οι πολιτικές αντιδράσεις στην οικονομική κρίση ποικίλουν. Στις περιπτώσεις της Ισπανίας και κυρίως του Βελγίου, η οικονομική κρίση έχει συντελέσει σημαντικά στην αναζωπύρωση μικροεθνικισμών όπως ο φλαμανδικός και ο καταλανικός. Στη περίπτωση της Ισλανδίας, η ανάγκη αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης έχει ενθαρρύνει μαζικές πρωτοβουλίες μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών. Τέλος, σε χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία η οικονομική ύφεση δεν έχει οδηγήσει, μέχρι στιγμής, σε ριζικές πολιτικές ανακατατάξεις. Σε αυτό το άρθρο, το ενδιαφέρον μου εστιάζεται σε δύο χώρες, η μία εκτός και η άλλη εντός της Ευρωζώνης, όπου η οικονομική κρίση έχει συνεισφέρει σημαντικά στην άνοδο της άκρας δεξιάς. Η μία είναι η περίπτωση της Ελλάδας με τη Χρυσή Αυγή και η άλλη η περίπτωση της Ουγγαρίας με το Jobbik ('Κίνημα'). Αυτή η συγκριτική προσέγγιση είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για το αναγνωστικό κοινό όσον αφορά τη κατανόηση του ακροδεξιού φαινομένου στις δύο χώρες. Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα και η Ουγγαρία παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο σε συστημικό επίπεδο όσο και αναφορικά με τη πολιτική κουλτούρα του εθνικισμού στις δύο κοινωνίες.


Ο χάρτης της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς είναι αρκετά ποικιλόμορφος τόσο σε σχέση με την ιδεολογία και τις πολιτικές αρχές των διαφόρων κομμάτων όσο και με τις τακτικές μαζικής κινητοποίησης που αυτά χρησιμοποιούν. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το ουγγρικό Jobbik μπορεί να θεωρηθεί ένα, ως επί το πλείστον, λαϊκιστικό ακροδεξιό κόμμα. Τα λαϊκιστικά κόμματα της άκρας δεξιάς συνήθως τάσσονται υπέρ του οικονομικού προστατευτισμού και υιοθετούν μία αντιμεταναστευτική και ισλαμοφοβική ρητορική (π.χ. οι περιπτώσεις των Σουηδών Δημοκρατών και του Κόμματος της Ελευθερίας στη Δανία). Στη ρητορική των λαϊκιστικών κομμάτων από την Ανατολική Ευρώπη, όπως το Jobbik, ομάδες όπως οι Ρομά παίρνουν συχνά τη θέση των Μουσουλμάνων. Επίσης, ως αποτέλεσμα των γεωπολιτικών συγκυριών, συνήθως υπάρχει και μία πιο έντονη έμφαση σε ζητήματα όπως οι 'αλύτρωτες μειονότητες' στα γειτονικά κράτη.



Από την άλλη πλευρά, η Χρυσή Αυγή μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κόμμα της νεοναζιστικής/ νεοφασιστικής άκρας δεξιάς. Κόμματα όπως το ρουμανικό Noua Dreapta, το ιταλικό Forza Nuova και η Χρυσή Αυγή χαρακτηρίζονται από τη πιο ξεκάθαρη προσήλωση τους στις ιδεολογικές αρχές του Φασισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού. Ένα βασικό στοιχείο της πολιτικής αυτών των κομμάτων είναι ο ακτιβισμός τους ο οποίος συνήθως λαμβάνει χώρα μέσω της σύστασης αυτοσχέδιων πολιτοφυλακών, ή ομάδων κρούσης, με δράση στους δρόμους. Τα τελευταία χρόνια, αυτός ο ακτιβισμός έχει εντατικοποιηθεί σαν αποτέλεσμα των κοινωνικών εντάσεων που συνδέονται κυρίως με το μεταναστευτικό ζήτημα. Συχνά, βέβαια, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να θέσει κανείς με ακρίβεια το όριο ανάμεσα στα λαϊκιστικά και τα πιο εξτρεμιστικά κόμματα της άκρας δεξιάς. 

Ειδικά όσον αφορά το ζήτημα του ακτιβισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και το Jobbik έχει κατηγορηθεί ανοικτά για το σύνδεσμο του με την αυτοσχέδια πολιτοφυλακή της Magyar Garda ('Ουγγρική Φρουρά'). Πέρα από τον ακτιβισμό τους, η Χρυσή Αυγή και το Jobbik παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες και όσον αφορά τον αντισημιτισμό, τον ευρωσκεπτικισμό καθώς και την επιθετικότητα τους έναντι γειτονικών κρατών. Όλα αυτά θα τα αναλύσω πιο διεξοδικά αργότερα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμίσω ότι σε αυτό το άρθρο θα εστιάσω κυρίως στα παρακάτω σημεία: τα δομικά προβλήματα του ουγγρικού και του ελληνικού πολιτικού συστήματος που ενθάρρυναν την άνοδο της άκρας δεξιάς, τη χρήση της εθνικιστικής ρητορικής από τις ελληνικές πολιτικές ελίτ της μεταπολίτευσης και τις μετακομμουνιστικές πολιτικές ελίτ στην Ουγγαρία, τη δημιουργία μίας πολιτικής κουλτούρας εθνικισμού στις δύο κοινωνίες και τη σχέση αυτού του φαινομένου με την άνοδο της άκρας δεξιάς. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει, βέβαια, ότι όλα αυτά τα ζητήματα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα ώστε να τα αναλύσει κανείς σε βάθος στη περιορισμένη έκταση ενός άρθρου εφημερίδας.

Η απαξίωση του δικομματισμού


Ένας βασικότατος παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο της άκρας δεξιάς και στις δύο χώρες ήταν το πρόβλημα της διαφθοράς και ο αντίκτυπος του στα κόμματα εξουσίας. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν θα επεκταθώ τόσο πολύ στη περίπτωση της Ελλάδας. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι πιο ωφέλιμο για τον Έλληνα αναγνώστη να δει τη περίπτωση της Ελλάδας μέσα σε ένα συγκριτικό πλαίσιο με την αντίστοιχη της Ουγγαρίας. Εξάλλου ένας βασικός στόχος μου είναι να αποδείξω, έστω και εμπειρικά, ότι η άνοδος της άκρας δεξιάς οφείλεται και σε πιο συγκεκριμένες παθογένειες οι οποίες δεν μπορούν να εξηγηθούν αποκλειστικά από τη Πολιτική Οικονομία και τη μονόπλευρη έμφαση της στο δίλημμα 'εντός ή εκτός της Eυρωζώνης;'.


Το πολιτικό σκηνικό στη μετακομμουνιστική Ουγγαρία χαρακτηρίζεται από ένα δικομματικό σύστημα το οποίο αποτελείται από το Συντηρητικό (FIDESZ) και το Σοσιαλιστικό κόμμα (MSZP). Η πρώτη αξιοσημείωτη ακροδεξιά πρωτοβουλία μέσα στα πλαίσια της μετακομμουνιστικής Ουγγαρίας ήταν το Ουγγρικό Κόμμα της Ζωής και της Δικαιοσύνης (ΜΙΕΡ). Το κόμμα ιδρύθηκε από τον Istvan Csurka το 1994. Ωστόσο, η βίαιη αντισημιτική ρητορική αυτού του κόμματος καθώς και η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Csurka καταδίκασαν το ΜΙΕΡ στο πολιτικό περιθώριο. Η πιο δυναμική και συντονισμένη εμφάνιση της άκρας δεξιάς έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2003 με την ίδρυση του Jobbik-Κίνημα για Μια Καλύτερη Ουγγαρία. Το Jobbik έθεσε υπό την αιγίδα του αρκετές εθνικιστικές 'συνιστώσες' οι οποίες διέφεραν τόσο ως προς τη στρατηγική όσο και ως προς το βαθμό του εξτρεμισμού τους. Η ηγεσία, όμως, του Jobbik προσπάθησε να οικειοποιηθεί τη ταυτότητα ενός δεξιού συντηρητικού κόμματος με μία μετριοπαθή εθνικιστική κατεύθυνση.


Οι αποκαλύψεις γύρω από τα σκάνδαλα της κυβέρνησης των Σοσιαλιστών και τα βίαια επεισόδια που ακολούθησαν, το φθινόπωρο του 2006, αποτέλεσαν σημείο καμπής. Δύο χρόνια αργότερα, η κατάσταση επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τις πιέσεις από το ΔΝΤ και την Ευρωπαική Ένωση προς την Ουγγαρία. Ειδικά το διάστημα ανάμεσα στο 2008 και το 2009 ήταν κρίσιμο για την εντατικοποίηση της ρητορικής και του ακτιβισμού τόσο του Jobbik όσο και της Χρυσής Αυγής. O Νίκος Μιχαλολιάκος και ο Gabor Vona, υιοθέτησαν μία ρητορική που καυτηρίαζε τη 'διεφθαρμένη' και 'προδοτική' πολιτική των σοσιαλδημοκρατικών και των κεντροδεξιών κομμάτων εξουσίας στις δύο χώρες. Και τα δύο κόμματα έδωσαν εγγυήσεις για τη προστασία του κοινωνικού κράτους και τη παροχή επιδομάτων σε κατηγορίες όπως οι συνταξιούχοι και οι πολύτεκνες οικογένειες. Ταυτόχρονα, το Jobbik και η Χρυσή Αυγή καταδίκασαν την 'αποικιοκρατική' επενδυτική πολιτική των πολυεθνικών στις δύο χώρες όπως και τις πιέσεις από το ΔΝΤ και την ΕΕ σε Ουγγαρία και Ελλάδα.


Τέλος, και τα δύο κόμματα υπογράμμισαν την ανάγκη για μηδενική ανοχή στη 'τσιγγάνικη εγκληματικότητα' (Jobbik) και τους 'λαθρομετανάστες' (Χρυσή Αυγή). Στην Ουγγαρία, η Magyar Garda ανέλαβε αυτόκλητα τη προστασία των πολιτών σε υποβαθμισμένες περιοχές που μαστίζονταν από τη 'τσιγγάνικη εγκληματικότητα'. Αυτή η αυτοσχέδια πολιτοφυλακή ιδρύθηκε στις αρχές του 2007 από τον ηγέτη του Jobbik, Gabor Vona. Οι περιπολίες της Magyar Garda σε μεγάλο βαθμό θύμιζαν τις πρόσφατες δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής στο κέντρο της Αθήνας. Μέσω της ευρείας χρήσης του διαδικτύου από την 'ακροδεξιά διεθνή', κάποιος θα μπορούσε να θέσει το εξής ερώτημα: Μήπως η Χρυσή Αυγή βάδισε στα βήματα των Ούγγρων 'συντρόφων' και ως προς ποιό βαθμό; Το Δεκέμβριο του 2008, το ανώτατο δικαστήριο της Βουδαπέστης έκρινε ότι η δράση της Magyar Garda παρέβαινε τη νομοθεσία για τη προστασία των μειονοτήτων και κήρυξε αυτή την οργάνωση παράνομη. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ουγγαρία διαθέτει ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο για τη προστασία των μειονοτήτων, τη σωστή εφαρμογή του οποίου έχει συχνά επαινέσει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ωστόσο, αυτό δεν απέτρεψε τη δράση της Magyar Garda σε ανεπίσημο επίπεδο.


Η πολιτική διαφθορά και η οικονομική ύφεση αποδυνάμωσαν αισθητά το δικομματικό σύστημα και στις δύο χώρες. Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός εθνικιστικής δημαγωγίας, συνωμοσιολογίας και ακτιβισμού έθεσε για πρώτη φορά τη Χρυσή Αυγή εντός του ελληνικού κοινοβουλίου (2012) και κατέστησε το Jobbik τρίτο κόμμα στην Ουγγαρία (2010). Οι ψηφοφόροι του Jobbik και της Χρυσής Αυγής δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τις συχνές αντιφάσεις στις θέσεις των δύο κομμάτων. Παραδείγματος χάρην, πως είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μία αυστηρή πολιτική οικονομικού προστατευτισμού και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μία ικανοποιητική αγορά εργασίας σε δύο χώρες με ιδιαίτερα εύθραυστες οικονομίες; Αντιθέτως, οι εγγυήσεις και ο ακτιβισμός του Νίκου Μιχαλολιάκου και του Gabor Vona στάθηκαν αρκετά για να συσπειρώσουν τα ήδη εξαθλιωμένα στρώματα και τις νέες κατηγορίες μη-εχόντων γύρω από τα δύο κόμματα. Σε αυτό πρέπει κάποιος να προσθέσει και το πάγιο διαχωρισμό των 'τίμιων και πατριωτικών λαϊκών στρωμάτων' από τις 'διεφθαρμένες ελίτ' στη ρητορική της Χρυσής Αυγής και του Jobbik.

 

Εθνικισμός και πολιτικές δομές


Η οικονομική κρίση και η αναδιάρθρωση του δικομματικού συστήματος συνδέονται άμεσα με τη πρόσφατη άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα και την Ουγγαρία. Ποιος, όμως, ήταν ο ρόλος και η λειτουργία του εθνικισμού στη πολιτική ζωή των δύο χωρών πριν από τη κρίση; Μία σύντομη ανασκόπηση στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης και τη μετακομμουνιστική Ουγγαρία καταδεικνύουν ότι ο εθνικισμός έχει υπάρξει ανέκαθεν χρήσιμος τόσο σαν μέσο νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας όσο και σαν μέσο κινητοποίησης των μαζών από τις πολιτικές ελίτ.


Εστιάζοντας, πάλι, πρωτίστως στην Ουγγαρία το καθεστώς 'ήπιου αυταρχισμού' που επικρατούσε κατά τη δεκαετία του '80 διευκόλυνε την πιο ομαλή μετάβαση της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό. Η πολιτική ελευθερία, όμως, σημαδεύτηκε και από τη χρήση μίας πιο πομπώδους ρητορικής γύρω από το ζήτημα των ουγγρικών μειονοτήτων στη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σερβία. Ήδη από το Μάρτιο του 1990, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Jozsef Antall δημιούργησε σάλο με τη δήλωση του ότι ήταν ο 'πνευματικός ηγέτης 15,000,000 Ούγγρων'. Οι Σοσιαλιστές επέδειξαν, σε γενικές γραμμές, μία πιο διαλλακτική στάση στις σχέσεις της Ουγγαρίας με τις όμορες χώρες. Ωστόσο, η ανάγκη νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας τόσο σε εσωτερικό επίπεδο όσο και σε σχέση με τα ουγγρικά μειονοτικά κόμματα στις γειτονικές χώρες συχνά υπαγόρευε τη τήρηση μίας πιο σκληρής στάσης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι διάφορες ουγγρικές κυβερνήσεις κατήγγειλαν τη Ρουμανία, τη Σλοβακία ή τη Σερβία στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τη καταπάτηση των δικαιωμάτων των ουγγρικών μειονοτήτων. Παράλληλα, η επίσημη ιστοριογραφία ποτέ δεν αναθεώρησε τη σημασία της Συνθήκης του Τριανόν (1920), η οποία διαμέλησε το παλιό ουγγρικό βασίλειο, σαν το μεγαλύτερο τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο του ουγγρικού έθνους.


Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα της δεκαετίας του '80, ο παραδοσιακός εθνικιστικός λόγος των προηγουμένων δεκαετιών είχε τεθεί στο περιθώριο. Ωστόσο, ο Ανδρέας Παπανδρέου ποτέ δεν δίστασε να κάνει περιστασιακή χρήση της εθνικιστικής ρητορικής κατά τη διάρκεια εντάσεων με άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή, πιο συχνά, με τη Τουρκία. Επίσης, φιλοκυβερνητικά ρεύματα όπως ο 'Αυριανισμός' συχνά προέβησαν σε απροκάλυπτες δηλώσεις μίσους εναντίον των Τούρκων ή ακόμα και σε αντισημιτικές αναφορές. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του '90 σημαδεύτηκαν από την δυναμική επιστροφή του εθνικιστικού λόγου στο πολιτικό προσκήνιο. Εκείνη, ακριβώς, την εποχή η Χρυσή Αυγή άρχισε να επιδεικνύει πιο έντονο ενδιαφέρον σε ζητήματα αμμιγώς ελληνικού χαρακτήρα (π.χ. το Μακεδονικό και η Βόρεια Ήπειρος).

Τότε, ακόμα και κύκλοι της ελληνικής αριστεράς άρχισαν να πειραματίζονται με τον εθνικισμό σαν ένα ύστατο μέσο διατήρησης της συλλογικής ταυτότητας μέσα στα πλαίσια της κρίσης του προλεταριακού διεθνισμού και της ταξικής πάλης. Τέλος, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, οι 'αιρετικές' ιστορικές προσεγγίσεις σε θέματα όπως η γραμμική συνέχεια του Ελληνισμού ή η επανάσταση του 1821 θεωρούνταν ταμπού.
Είναι αυτονόητο ότι η περιστασιακή χρήση της εθνικιστικής ρητορικής από τις πολιτικές ελίτ όπως και η διατήρηση εθνικών μύθων στην επίσημη ιστοριογραφία δεν επαρκούν από μόνες τους για την άνοδο ακροδεξιών ρευμάτων. Ωστόσο, η εθνικιστική ρητορική των ακροδεξιών κομμάτων συνίσταται στην επίκληση του θυμικού σκέλους της ανθρώπινης προσωπικότητας. Επομένως, όσο μικρότερη η προσπάθεια εκλογίκευσης εθνικών μύθων και συμβόλων από το πολιτικό κατεστημένο και την επίσημη ιστοριογραφία τόσο πιο εύκολη η ενσωμάτωση αυτών των μύθων και συμβόλων στο πολιτικό λόγο της άκρας δεξιάς. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ο ίδιος παράγοντας καθιστά τον ακροδεξιό λόγο ακόμα πιο εύπεπτο από τις μέχρι πρότινος απολίτικες μάζες. Αυτό είναι κάτι το οποίο συνέβη στην Ουγγαρία με το Jobbik και στην Ελλάδα με τη Χρυσή Αυγή κατά τη πρόσφατη κρίση. Μία διαδικασία που λαμβάνει χώρα σχεδόν ταυτόχρονα με τη θεσμική υιοθέτηση του εθνικισμού στο πολιτικό επίπεδο είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κουλτούρας του εθνικισμού στην ευρύτερη κοινωνία.

Η πολιτική κουλτούρα του εθνικισμού


Η έννοια 'έθνος ανάδελφον' είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε ο Χρήστος Σαρτζετάκης τη δεκαετία του '80. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι αυτή η έννοια περιορίζεται αποκλειστικά στη περίπτωση του ελληνικού εθνικισμού. Αντιθέτως, και η πολιτική κουλτούρα του ουγγρικού εθνικισμού, σε πιο μαζικό επίπεδο, έχει βασιστεί στο αξίωμα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του ουγγρικού έθνους. Μέσα στα πλαίσια αυτής της 'ιδιαιτερότητας', ο ουγγρικός εθνικισμός υπερτονίζει το ηγεμονικό παρελθόν της Ουγγαρίας στη περιοχή της Κεντροανατολικής Ευρώπης καθώς και τη διαφορετική ιστορική προέλευση των Ούγγρων σε σχέση με τα όμορα έθνη. Αυτό συνεπάγεται και ένα σύνδρομο ανωτερότητας απέναντι στους Ρουμάνους ή τους Σλοβάκους γείτονες.


Πράγματι, η ηγεσία του Jobbik έχει συχνά προβεί σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς ιδιαίτερα για αυτούς τους δύο λαούς με πρόσχημα τα δικαιώματα των ουγγρικών μειονοτήτων στη Σλοβακία και τη Ρουμανία. Ταυτόχρονα, το Jobbik προσδίδει έμφαση στο διαχρονικό ρόλο της Ουγγαρίας σαν 'όαση πολιτισμού' στη περιοχή και τοποθετεί τους Ούγγρους στην ίδια κατηγορία με τα 'πολιτισμένα έθνη' της Δυτικής Ευρώπης. Εδώ, κάποιος μπορεί να διακρίνει άμεσα τις ομοιότητες με τις αναφορές της Χρυσής Αυγής στην αυτοχθονία και το μεγαλείο του Ελληνισμού σε συνδυασμό με τις μειωτικές αναφορές του κόμματος για τους Αλβανούς, Σλαβομακεδόνες και, κυρίως, Τούρκους γείτονες. Επίσης, με την εξαίρεση των Σέρβων, η Χρυσή Αυγή σπανίως έχει καταφερθεί θετικά έναντι οποιουδήποτε βαλκανικού λαού. Στη ρητορική του Jobbik, την αντίστοιχη θέση των Σέρβων έχει το 'σύμμαχο και ευγενές έθνος' των Πολωνών.


Το συλλογικό τραύμα της Συνθήκης του Τριανόν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής κουλτούρας του εθνικισμού στην σύγχρονη Ουγγαρία. Εκ πρώτης όψεως, ο συμβολισμός του Τριανόν παρουσιάζει ομοιότητες με το συμβολισμό των χαμένων πατρίδων της Μικράς Ασίας στον ελληνικό εθνικισμό. Η βασική διαφορά με την ελληνική περίπτωση, όμως, είναι ότι η Συνθήκη του Τριανόν έθεσε εκτός των ορίων του ουγγρικού έθνους-κράτους συμπαγείς ουγγρικούς πληθυσμούς που εξακολουθούν να βρίσκονται στις γειτονικές χώρες. Είτε πρόκειται για την επέτειο της αντισοβιετικής εξέγερσης του 1956 είτε για τον εορτασμό της ουγγρικής επανάστασης του 1848, το σύνθημα 'Vesszen Trianon!' ('Κάτω το Τριανόν!') συχνά αντηχεί. Επίσης, υπάρχει μια ολόκληρη εθνικιστική ροκ σκηνή με θεματολογία εμπνευσμένη από το Τριανόν (π.χ. συγκροτήματα όπως οι Karpatia, οι Hunnia και οι Egeszseges Fejbor). Ειδικά στη δημαγωγία του Jobbik, οι κατηγορίες εναντίον των ισχυρών δυνάμεων για την 'ιστορική αδικία' του Τριανόν συνδυάζονται με πιο φρέσκες αναφορές στους εξευτελιστικούς όρους του ΔΝΤ και της ΕΕ για την Ουγγαρία. Παράλληλα, οι παλαιομοδίτικες συνωμοσιολογικές αναφορές στον ύπουλο ρόλο της μασονίας και του διεθνούς σιωνισμού έχουν μεταλλαχθεί, στο λόγο του κόμματος, σε συνωμοσιολογικές αναφορές στο ρόλο του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος και των διεθνών κερδοσκόπων.


Για μία ακόμη φορά, οι ομοιότητες με τη Χρυσή Αυγή είναι φανερές. Ο πολιτικός λόγος της Χρυσής Αυγής συχνά συνδυάζει αναφορές σε παλαιότερες 'ιστορικές αδικίες' εναντίον του Ελληνισμού (π.χ. Κυπριακό και Μικρασιατική Καταστροφή) με μία επιθετική ρητορική έναντι του ΔΝΤ και της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι ο αντισημιτισμός δεν είναι τόσο ισχυρά εδραιωμένος στο νεοελληνικό φολκλόρ όσο είναι στο αντίστοιχο ουγγρικό, οι αναφορές στις μηχανορραφίες εβραιομασόνων κερδοσκόπων είναι πιο συχνές και πιο έντονες στο λόγο της Χρυσής Αυγής από ότι στο λόγο του Jobbik. Σε γενικές γραμμές, η Χρυσή Αυγή και το Jobbik έχουν καταφέρει να πάρουν στοιχεία από τη παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα του εθνικισμού στις δύο χώρες και να τα συνδυάσουν με ένα ψευδεπίγραφο 'αντικαπιταλισμό' στη δημαγωγία τους. Μέσα στα πλαίσια αυτής της εύπεπτης δημαγωγίας, οι αναφορές στο παρελθόν συχνά είναι δυσδιάκριτες από τις αναφορές στο παρόν.

Εν κατακλείδι


Ο Slavoj Žižek έχει πει ότι ο όρος 'μετριοπαθές ακροδεξιό κόμμα' είναι σχήμα οξύμωρο. Σύμφωνα με τον Σλοβένο διανοητή, σχεδόν όλα τα κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς παραμένουν προσηλωμένα στις αρχές του πολιτικού αυταρχισμού, του ακραίου εθνικισμού και του βίαιου ακτιβισμού. Ο κοινοβουλευτισμός τους είναι απλά ένα παραπέτασμα καπνού ώστε να εκπληρώσουν τους απώτερους στόχους τους μέσω της συμμετοχής τους στους αστικούς θεσμούς. Αυτή η συγκριτική προσέγγιση επιβεβαιώνει την εκτίμηση του Žižek σε ικανοποιητικό βαθμό. Τυπικά, το Jobbik και η Χρυσή Αυγή ανήκουν σε δύο διαφορετικές υποομάδες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Ωστόσο, τα δύο κόμματα παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες τόσο ως προς τον ακτιβισμό τους όσο και αναφορικά με τον πολιτικό τους λόγο.


Σε αυτό το σημείο, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: 'Τι θα μπορούσε να ανασχέσει την άνοδο της άκρας δεξιάς σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ουγγαρία;' Οι πλέον συνηθισμένες απαντήσεις εστιάζουν στη μελλοντική έκβαση της οικονομικής κρίσης, την επαναδιαπραγμάτευση των όρων του ΔΝΤ και της ΕΕ για χώρες όπως η Ελλάδα και η Ουγγαρία, και την ανάγκη αποτελεσματικής καταπολέμησης του φαινομένου της διαφθοράς. Δεν θα διαφωνήσω ότι όλες οι παραπάνω συστάσεις έχουν λογικό υπόβαθρο. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι επιπλέον παράγοντες, ανεξάρτητοι από την οικονομική κρίση και το δίλημμα 'εντός ή εκτός της Eυρωζώνης;', που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ο πιο σημαντικός από αυτούς τους παράγοντες είναι η ανάγκη περαιτέρω εκλογίκευσης των εθνικών μύθων καθώς και ο μετριασμός της χρήσης του εθνικισμού στο πολιτικό λόγο των κομμάτων εξουσίας. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, η εθνικιστική δημαγωγία των ακροδεξιών κομμάτων επικαλείται πρωτίστως το θυμικό σκέλος της ανθρώπινης προσωπικότητας. Επομένως, η διαδικασία εκλογίκευσης εθνικών μύθων και συμβόλων στην επίσημη ιστοριογραφία καθώς και ο μετριασμός στη χρήση εθνικιστικών αναφορών σε κυβερνητικό επίπεδο μπορούν μακροπρόθεσμα να καταστήσουν την ακροδεξιά ρητορική λιγότερο εύπεπτη από το συλλογικό θυμικό των μαζών.

Ο Βασίλης Πετσίνης γεννήθηκε το 1976 και είναι πολιτικός επιστήμονας. Ζει και εργάζεται στη Σουηδία. Ασχολείται με ζητήματα εθνικισμού και εστιάζει κυρίως στις χώρες της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Ελλάδα
1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γιάννης Καλλιάνος αποχαιρετά τον πατέρα του: Ο πόνος της απώλειας μού σχίζει την ψυχή

Ελλάδα / Ο Γιάννης Καλλιάνος αποχαιρετά τον πατέρα του: Ο πόνος της απώλειας μου σκίζει την ψυχή

«Ο καθηγητής έλεγε ότι πας καλά και ότι δεν χρειάζεσαι παραπάνω υποστήριξη όταν εσύ έσβηνες από τη δύσπνοια» γράφει ο βουλευτής της ΝΔ και μετεωρολόγος στο τελευταίο αντίο προς τον πατέρα του Δημήτρη
NEWSROOM
Δίκη για το τροχαίο στη Βουλή: Προκλητικές μαρτυρίες για τον θάνατο του Ιάσονα Λαλαούνη

Ελλάδα / Δίκη για τροχαίο στη Βουλή: «Η μηχανή έκανε παράνομη προσπέραση» είπε ο συνοδηγός του υπηρεσιακού που σκότωσε τον Ιάσονα Λαλαούνη

«Η ουσία είναι ότι μας έχει δει από 60 μέτρα και δεν κόβει ταχύτητα» είπε ο βασικός μάρτυρας και συνοδηγός του υπηρεσιακού οχήματος επιχειρώντας να μεταθέσει την ευθύνη στον 23χρονο Ιάσονα
NEWSROOM

σχόλια

1 σχόλια
Η μετακομμουνιστικη /μετα-δικτατορικη Ουγγαρια απαγορευσε την εξτρεμιστικη οργανωση.....οι δεξιοι (επι το πλειστον) δικαστες μας οχι!Η Ουγγαρια δεν εχει ποτε ζησει σε ευμαρεια και λειτουργικη δημοκρατια, ωστοσο το παλευει...εμεις ειμαστε αδικαιολογητοι πια!Οσο για τον εθνικισμο που καλλιεργειται οταν δεν μπορουν να αντιμετωπιστουν τα πραγματικα προβληματα, σας παραπεμπω στο προεκλογικο σποτ Σαμαρα με την Αγιά Σοφιά...