Δώσ’ μου ένα σέπαλο, ένα πέταλο, έν’ αγκάθι
από ένα όποιο του καλοκαιριού πρωινό,
ένα φλασκί δροσιάς, μια μέλισσα ή και δυο,
ένα αεράκι από των φύλλων το καλάθι
− και να ‘μαι, Ρόδο εγώ! ¹
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ χρειάστηκε να γυρίσουμε ένα διαφημιστικό με σενάριο που τοποθετούσε τη δράση μέσα σε ανθοπωλείο. Φυσικά το γύρισμα έγινε σε αληθινό κατάστημα – είναι πολύ πιο δύσκολο να στήσεις ένα σκηνικό ανθοπωλείου σε στούντιο. Ήταν εντυπωσιακό: στη διάρκεια των δώδεκα ωρών που ήμασταν εκεί, παρά την ένταση της δουλειάς και την αγωνία να γυριστούν και να χωρέσουν σε μια μέρα όλες οι σκηνές, τα λουλούδια κατάφερναν να κερδίζουν: να κατευνάζουν την ένταση ή να μας ανεβάζουν στροφές όταν έπεφτε ο ρυθμός. Η ομορφιά −πλήρης ή ατελής− ήταν μπροστά στα μάτια μας διαρκώς αυτάρκης. Οι πρασινάδες, τα χρώματα, οι ευωδιές έγιναν ένα δεύτερο συνεργείο, που δούλεψε υπογείως, απορροφώντας κραδασμούς και παράγοντας έξτρα και δωρεάν ντοπαμίνη. Στο τέλος της μέρας –της νύχτας μάλλον– η υπεύθυνη του καταστήματος μάς πρόσφερε από ένα μπουκέτο μανουσάκια. Οδηγούσα προς το σπίτι, πλέοντας σε μια διάφανη γυάλα μοσχοβολιστής κούρασης − μπορεί και χαμογελώντας.
Είναι η εποχή της τριανταφυλλιάς, της γαρδένιας, του ρυγχόσπερμου και της Γιορτής της Μητέρας. Τέτοιες μέρες τα ανθοπωλεία της πόλης είναι πιο θαλερά και ξεθαρρεμένα από ποτέ, καθώς απλώνονται στα πεζοδρόμια με πολλαπλά βηματάκια, σχηματισμένα από πολύχρωμες γλάστρες και βάζα με νεραγκούλες, γαρίφαλα, φρέζιες. Μπορείς να σταθείς και να παρατηρήσεις. Η πολλαπλότητα των επιλογών είναι ένα γεγονός. Το χάδι στις αισθήσεις, ένα άλλο.
Υπάρχουν βέβαια και εκείνα τα άλλα, τα υπαίθρια ανθοπωλεία στις παρυφές κάθε λαϊκής αγοράς, που λειτουργούν ως πρόλογος ή επίλογος στην πολύχρωμη βόλτα της. Είναι εκεί για να αγοράζουμε το ματσάκι της εβδομάδας. Και για να μας θυμίζουν ότι τα λουλούδια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη.
Η Βιρτζίνια Γουλφ, σε ένα λονδρέζικο ανθοπωλείο, κάποιον Ιούνιο κάπου στα 1920, βλέπει μέσα από τα μάτια της κυρίας Νταλογουέι: «Να τα λουλούδια: κρίνοι, μοσχομπίζελα, μάτσα πασχαλιές̇ και γαρίφαλα, άπειρα γαρίφαλα. Υπήρχαν τριαντάφυλλα, υπήρχαν ίριδες».² Και ο Μichael Cunnigham με τις «Ώρες» τής αποτίει έναν αριστοτεχνικά ανθισμένο φόρο τιμής, βλέποντας με τα μάτια μιας άλλης κυρίας Νταλογουέι − σε ένα ανθοπωλείο της Νέας Υόρκης αυτήν τη φορά: «Η Κλαρίσα διαλέγει παιώνιες και κρίνους, υπόλευκα τριαντάφυλλα, δεν θέλει τις ορτανσίες (αχ αυτές οι ενοχές, τελικά φαίνεται ότι ποτέ δεν τις ξεπερνάς) και το σκέφτεται για τις ίριδες (μήπως οι ίριδες είναι λίγο… παλιομοδίτικες;)».³ Φροντίζει, δε, να μας πει: «Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη. Είναι τα τέλη του εικοστού αιώνα».⁴ Και έτσι, τα δύο βιβλία, «Η κυρία Νταλογουέι» και «Οι ώρες», μοιάζει να κλείνουν τον αιώνα των δύο παγκόσμιων πολέμων και των τρομερών αλλαγών σε μια αγκαλιά λουλούδια.
Η κ. Νταλογουέι της Βιρτζίνια Γουλφ «αγαπούσε τα τριαντάφυλλά της… τα μοναδικά λουλούδια που άντεχε να δει κομμένα».⁵ Εμείς, οι κάτοικοι του 21ου αιώνα; Τι νιώθουμε όταν κρατάμε στα χέρια μια ανθοδέσμη; Όταν δεχόμαστε, όταν προσφέρουμε ή όταν απλώς διαλέγουμε για τον εαυτό μας λουλούδια; Πόσο ταυτιζόμαστε με εκείνον τον στίχο της Μαριανίνας Κριεζή: «Και είχα στο βάζο λουλουδάκια / που δεν τα πρόσεξες ποτέ»;⁶
Στην Αθήνα, το προφίλ κάθε γειτονιάς σκιαγραφείται μπροστά στη βιτρίνα των ανθοπωλείων της. Στρίβοντας στην Αραχώβης, ανεβαίνοντας την Ασκληπιού, κατεβαίνοντας την Ιουλιανού, κατηφορίζοντας την Ομήρου, περπατώντας στην Κερκύρας, θα τα δεις να ζουν εδώ και χρόνια την ιστορία τους: αναπάντεχα και ταπεινά, πληθωρικά και ασυμβίβαστα, κρυμμένα πλην μερακλίδικα, μικρά αλλά πλούσια, βελούδινα ή και μαξιμαλιστικά. Στο Σύνταγμα, κάποτε υπήρχε ένα ολόκληρο πεζοδρόμιο με πολλά στη σειρά. Οι άνθρωποι πίσω από τους πάγκους τους είναι συνήθως φιλικοί (καθόλου περίεργο, αλήθεια) και το χαμόγελό τους μπορεί να αλλάζει χρώματα. Κι ενώ κάπου έχεις ακούσει πως πρέπει να προσφέρεις μονό αριθμό λουλουδιών, θα σου πουν, όταν κάποια φορά σε δουν να μπαίνεις με σκούρα ρούχα και μαύρα γυαλιά, πως στα πένθη τα άνθη πάνε σε ζυγό –«τετελειωμένο»– αριθμό. [Και ας έχει για αυτό τις επιφυλάξεις της η Κλαρίσα της Νέας Υόρκης: «Εάν τα λουλούδια είναι ελαφρώς λάθος για τους αποθανόντες, είναι καταστροφικά για τους αρρώστους».⁷]
Υπάρχουν βέβαια και εκείνα τα άλλα, τα υπαίθρια ανθοπωλεία στις παρυφές κάθε λαϊκής αγοράς, που λειτουργούν ως πρόλογος ή επίλογος στην πολύχρωμη βόλτα της. Είναι εκεί για να αγοράζουμε το ματσάκι της εβδομάδας. Και για να μας θυμίζουν ότι τα λουλούδια δεν είναι πολυτέλεια, αλλά ανάγκη. Είναι μια πολύ σοβαρή επιλογή, που μπορεί να μας αλλάξει τη μέρα. Είναι μια έμπνευση της στιγμής ή μια κίνηση αυθορμητισμού. Ένας μίσχος-χείρα βοηθείας. Μια ευεργετική συνήθεια. Ή μια απόφαση τόσο δυνατή, που από αυτή μπορεί να εκκινήσει ένα από τα πιο σπουδαία βιβλία που έχουν ποτέ γραφτεί: «Η κυρία Νταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λουλούδια».⁸
1. Emily Dickinson, Ποιήματα, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, Κίχλη, 2023
2,5,8. Virginia Woolf, H κυρία Νταλογουέι, μτφρ. Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, Μεταίχμιο, 2005
3,4,7. Μichael Cunningham, Οι ώρες, μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς, Νέα Σύνορα – Λιβάνη, 2000
6. Μαριανίνα Κριεζή, Λάκης Παπαδόπουλος, Aρλέτα: «Τσάι γιασεμιού», 1985
Η Έφη Κασούρα σπούδασε Κοινωνική Ψυχολογία στο EΚΠΑ και το Paris X– Nanterre. Eίναι Διευθύντρια Δημιουργικού σε εταιρία επικοινωνίας.