Η Ιωάννα, το πραγματικό όνομα της οποίας είναι άλλο, εξομολογείται για πρώτη φορά δημόσια πως σε ηλικία 15 ετών κατά τη δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 βίωσε σεξουαλική κακοποίηση από Τούρκους στρατιώτες.
«Είμαι η [...] και είμαι μία από τις περίπου 700 γυναίκες που βίασαν οι Τούρκοι», εξομολογήθηκε στην Άντρια Γεωργίου μιλώντας στο politis.com.cy για όσα έζησε τότε. «Όσοι ζήσαμε την περίοδο της εισβολής για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε το χαμόγελό μας. Η διαφορά είναι ότι το δικό μου δεν επανήλθε ποτέ», είπε η Ιωάννα.
Η Ιωάννα δεν ήταν μόνη της αλλά μαζί με μια φίλη της, τη Μαρία, η οποία αρνήθηκε να μιλήσει. «Δεν είμαι έτοιμη. Δε βρίσκω τα λόγια να περιγράψω τη φρίκη που ζήσαμε», αποκρίθηκε η φίλη.
Η ιστορία των δύο γυναικών, οι οποίες μέχρι και σήμερα παραμένουν φίλες, ξεκινά λίγο μετά τη δεύτερη εισβολή. Τότε ζούσαν μαζί με τις οικογένειές τους σε ένα χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο είχε σχεδόν ερημώσει. Το βράδυ πριν από τη δεύτερη εισβολή, Τούρκοι στρατιώτες είχαν πιάσει αιχμάλωτο τον πατέρα της Ιωάννας. Την επομένη δόθηκε οδηγία στους κατοίκους του χωριού να φύγουν, με τη μητέρα της Ιωάννας να ανησυχεί ότι σε περίπτωση που ο άντρας της επέστρεφε δε θα έβρισκε κανέναν και δε θα ήξερε προς τα πού να τους ψάξει.
Η Ιωάννα, η οποία είναι η μεγάλη κόρη της οικογένειας, έπεισε τη μητέρα της, έγκυος τότε στο 6ο της παιδί, να πάρει τα μικρά και να πάνε στη θεία τους.
«Είπα της ότι όταν θα έρθει σπίτι ο παπάς θα τον έπιανα και θα πηγαίναμε να τους βρούμε», θυμάται η Ιωάννα, η οποία μέχρι και σήμερα δε μετανιώνει που έμεινε πίσω καθώς γνωρίζει ότι αν δε γινόταν αυτό η μητέρα της και τα αδέρφια της θα κινδύνευαν.
Όπως η Ιωάννα έμεινε πίσω για να περιμένει τον πατέρα της, έτσι και η Μαρία έμεινε πίσω για να φροντίσει τη γιαγιά της.
Η Μαρία ήταν 14 ετών και το σπίτι της γιαγιάς της ήταν ακριβώς δίπλα από το πατρικό της Ιωάννας. Όπως εξηγεί η Ιωάννα, το αυτοκίνητο του πατέρα της Μαρίας δε χωρούσε μέσα όλη την οικογένεια, με τη Μαρία και τη γιαγιά της να μένουν πίσω. «Η Μαρία πίστευε ότι ο πατέρας της θα καταφέρει να επιστρέψει και με παρακαλούσε να πάω και εγώ μαζί τους», ανέφερε η Ιωάννα.
Οι δυο τους βρισκόντουσαν στην αυλή του σπιτιού της Μαρίας όταν άκουσαν τους στρατιώτες να πλησιάζουν. «Δεν ξέραμε αν ήταν δικοί μας στρατιώτες ή Τούρκοι και δεν ξέραμε τι να κάμουμε», λέει η Ιωάννα, για να συμπληρώσει ότι βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στην αποθήκη. Η πόρτα της αποθήκης ήταν παλιά και δε γινόταν εύκολα αντιληπτή, καθώς μπροστά υπήρχε μια συκιά.
Οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στο σπίτι και το λεηλάτησαν, με τα δύο κορίτσια να κρατούν την ανάσα τους φοβούμενες ότι μια κίνησή τους θα σήμαινε και τον θάνατό τους.
Κρυμμένες μέσα στην αποθήκη άκουσαν τη γιαγιά της Μαρίας να φωνάζει και να οδύρεται. Οι Τούρκοι είχαν μπει στο σπίτι της και την έσυραν με το ζόρι στην αυλή. Η Μαρία και η Ιωάννα παρακολουθούσαν τη σκηνή από μια τρύπα στον τοίχο. Η Μαρία βλέποντας τη γιαγιά της να δολοφονείται δεν άντεξε και ούρλιαξε με τους στρατιώτες να τις αντιλαμβάνονται και να μπαίνουν στην αποθήκη.
«Μιλούσαν μεταξύ τους στα τουρκικά και έλεγαν ότι ήθελαν να μας πάρουν μαζί τους και κάτι άλλα χυδαία τα οποία δεν καταλαβαίναμε αλλά αντιλαμβανόμασταν από τις κινήσεις τους. Σηκώθηκα πάνω και είπα τους να μας λυπηθούν. Ο ένας ο στρατιώτης τότε με άρπαξε από τα μαλλιά και με έσυρε μέχρι το αυτοκίνητό τους».
«Τώρα θα σε μάθω εγώ να μιλάς», ήταν η πρώτη ελληνική φράση που άκουσε από το στόμα του η Ιωάννα, την οποία βίασε πρώτα από όλους ο αξιωματικός μέσα στο αυτοκίνητο. Παρών στον βιασμό ήταν και ένας στρατιώτης ο οποίος κρατούσε τα χέρια της Ιωάννας και ενίοτε τη χτυπούσε για να σταματήσει να φωνάζει και να αντιστέκεται. «Εφώναζά τους να με λυπηθούν και εκείνοι γελούσαν περιπαιχτικά», δήλωσε η Ιωάννα, η οποία μέχρι και σήμερα έχει κενά μνήμης από τις ημέρες που πέρασε μαζί με τη φίλη της στα χέρια των Τούρκων. Μετά τον αξιωματικό ήρθε και η σειρά του στρατιώτη, ο οποίος προηγουμένως της κρατούσε τα χέρια, με την Ιωάννα να σημειώνει ότι δεν είχε πια δύναμη να αντισταθεί.
Εκείνη την ημέρα δεν βιάστηκε μόνο η Ιωάννα, αλλά και η Μαρία.
«Όταν την έφερναν η Μαρία είδε τη σορό της γιαγιάς της και έτρεξε προς το μέρος της. Τότε 2-3 στρατιώτες την άρπαξαν και την έριξαν κάτω, στο έδαφος. Τη βίασαν δίπλα από τη γιαγιά της, της οποίας τα μάτια είχαν μείνει ανοιχτά. Η Μαρία φώναζε και εμένα μου είχαν βάλει το όπλο στο κεφάλι ενώ με πήγαν κοντά της και με ανάγκασαν να βλέπω τι έκαναν στη φίλη μου», ανέφερε η Ιωάννα. Στη συνέχεια τις έβαλαν και τις δύο στα αυτοκίνητα και τις μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό του χωριού. «Μας πέταξαν μέσα σε ένα κελί και μας άφησαν εκεί για ώρες χωρίς φαγητό και νερό», δήλωσε η Ιωάννα.
Τα κορίτσια παρέμειναν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών περίπου τέσσερις ημέρες. Κατάφεραν να το σκάσουν λίγες ώρες αφότου ένας εκ των αξιωματικών είχε δηλώσει ότι μόλις τελειώσει ο πόλεμος θα τις έπαιρνε μαζί του πίσω στην Τουρκία. Τα λόγια αυτά του αξιωματικού άκουσε και ένας εκ των στρατιωτών, ο Αχμέτ.
Σύμφωνα με την Ιωάννα, ο Αχμέτ, του οποίου το πραγματικό όνομα δε χρησιμοποιείται για ευνόητους λόγους, ήταν ο μόνος που δεν άπλωσε ποτέ χέρι πάνω τους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τους έδινε κρυφά φαγητό και νερό. Όταν έμαθε για τις προθέσεις του αξιωματικού πήγε στις κοπέλες και τους είπε ότι θα βρει τρόπο να τις βοηθήσει, όπως και έκανε. Την επόμενη κιόλας ημέρα, πριν φύγει μαζί με τους υπόλοιπους για την πρωινή τους περιπολία στην περιοχή, άφησε στις κοπέλες τα κλειδιά του κελιού, μαζί με ένα σημείωμα που έλεγα ποια διαδρομή έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην τους βρουν οι στρατιώτες. «Το ότι είμαστε ζωντανές μέχρι και σήμερα το οφείλουμε στον Αχμέτ», σημείωσε η Ιωάννα.
Αφού ακολούθησαν τη διαδρομή που τους έδωσε ο Αχμέτ, κατάφεραν να βγουν έξω από το χωριό. Εκεί βρήκαν εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι τους έδωσαν χυμό, νερό, ενώ περιποιήθηκαν και τα τραύματά τους. «Μας ρώτησαν αν πονούμε κάπου και τι είχε συμβεί ακριβώς αλλά εμείς ντραπήκαμε να τους πούμε ότι μας είχαν βιάσει», τόνισε η Ιωάννα, υπογραμμίζοντας ότι ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που πέρασαν που τους ήταν αδύνατο να μοιραστούν την ιστορία τους.
Αφού τις παρέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός, και δεδομένου ότι δεν επιτρεπόταν να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές, τις μετέφεραν στο διπλανό χωριό, όπου τις έβαλαν σε ένα σπίτι μαζί με άλλες 8 γυναίκες και μικρά παιδιά.
Την επόμενη ημέρα της άφιξής τους στο σπίτι, και ενώ δεν είχαν πει τίποτα σε κανέναν για το τι τους συνέβη, από τον Ερυθρό Σταυρό τις ρώτησαν αν χρειάζονται χάπια για να αποφύγουν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. «Είχαν καταλάβει προφανώς τι είχε συμβεί από τις στάμπες στα πόδια μας», ανέφερε η Ιωάννα, η οποία, όπως εξηγεί, κάθε φορά που τις βίαζαν τους στάμπαραν το πόδι κάτω χαμηλά, με τις στάμπες αυτές να διαφέρουν κάθε φορά που τις βίαζε κάποιος υψηλόβαθμος. Όταν έγινε αυτό, οι δύο κοπέλες αναγκάστηκαν να μιλήσουν, με τους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού να βρίσκουν έτσι την ευκαιρία να τις μεταφέρουν σε νοσοκομείο στις ελεύθερες περιοχές. Εκεί ανακάλυψαν ότι η Ιωάννα ήταν έγκυος. Προτού προλάβει να το συνειδητοποιήσει έχασε το παιδί, ενώ παραλίγο να χάσει και τη ζωή της από εσωτερική αιμορραγία. Η Ιωάννα δεν κατάφερε ποτέ της να αποκτήσει δικά της παιδιά, παρά τις όποιες προσπάθειες έκαναν με τον σύζυγό της.
H Ιωάννα κατάφερε να επικοινωνήσει με τη μητέρα της καθώς μια συγγενής της που εργαζόταν στο νοσοκομείο ως νοσοκόμα την αναγνώρισε. Η γυναίκα εκείνη είπε στη μητέρα της τι είχε συμβεί στην κόρη της, με το μυστικό των δύο κοριτσιών να αποκαλύπτεται. Με τους γονείς της Μαρίας να αγνοούνται, η μητέρα της Ιωάννας πήρε τα δύο κορίτσια στον προσωρινό χώρο διαμονής τους.
«Ήμασταν οι βρόμικες, οι παρακατιανές του χωριού. Η μάνα μου ήθελε να μείνω σπίτι μέχρι να φύγουν οι στάμπες από τα πόδια μου. Για τις στάμπες όμως της ψυχής μου δεν νοιαζόταν κανένας», είπε με δάκρυα στα μάτια. Η συμπεριφορά των υπολοίπων ήταν τόσο άσχημη που η Μαρία αναγκάστηκε να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά της, με την Ιωάννα να σημειώνει ότι εάν μπορούσε θα πήγαινε μαζί με τη φίλη της για να γλυτώσει. Η Ιωάννα έμεινε πίσω αλλά δεν μπορούσε να πάει σχολείο, το οποίο δεν τελείωσε και ποτέ, μιας και οι συμμαθητές της την κοροϊδεύαν, ενώ τον πρώτο καιρό της είχε απαγορευθεί να επισκέπτεται την εκκλησία του χωριού για να προσκυνήσει, με τον ιερέα της ενορίας να της λέει ξεκάθαρα ότι αν ήθελε να κοινωνήσει έπρεπε να πάει σε άλλη εκκλησία. «Ήμουν ένα μωρό 15 χρονών και εκείνοι με αντιμετώπιζαν σαν να ήμουν ένα τέρας», λέει η Ιωάννα, επισημαίνοντας ότι το χειρότερο ήταν όταν ενηλικιώθηκε και ήρθε η ώρα της να παντρευτεί. «Μα ποιος θα βρεθεί να πάρει τη χαλασμένη», έλεγαν οι χωριανοί.
«Μη νομίζεις ότι είμαστε μόνο εμείς. Και οι δικοί μας οι στρατιώτες βίασαν Τουρκάλες. Και εκείνες πονούν όπως εμείς», ήταν τα ακριβή λόγια της Ιωάννας, η οποία θέλησε να αναφέρει πως παρά τα βασανιστήρια που υπέστησαν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών, αυτό δεν αλλάζει την αγάπη και τη συμπόνοια που αισθάνεται απέναντι στον απλό τον κόσμο που ζει στις κατεχόμενες περιοχές.