Πνιγηρή απόσταση

Πνιγηρή απόσταση Facebook Twitter
0

Μια απίστευτη ιστορία ήρθε στο φως τoν Aύγουστο του 2006, στην Αυστρία. Δέκα χρόνια πριν, ο 34χρονος Βόλφγκανγκ Πρίκλοπιλ απήγαγε τη 10χρονη Νατάσα Κάμπους και την εγκατέστησε για δέκα χρόνια στο υπόγειο του σπιτιού του, σε μια κωμόπολη 25 χιλιόμετρα έξω από τη Βιέννη. Μεγαλώνοντας, η Νατάσα ζούσε με τον απαγωγέα της σαν κανονικό ζευγάρι. Στα δεκαοκτώ της, ενώ σκούπιζε το αυτοκίνητο στον κήπο κι ο Πρίκλοπιλ πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο, βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει. Το ίδιο βράδυ ο άνδρας αυτοκτόνησε, πέφτοντας στις γραμμές του τρένου. Η ζωή της Νατάσας -αφού την παρακολούθησαν κορυφαίοι ψυχολόγοι- φάνηκε να παίρνει το «φυσιολογικό» ρυθμό της. Η ζωή είναι ανέκαθεν η μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλούν θέματα η λογοτεχνία και το θέατρο. Κάποτε μετέφεραν και διέδιδαν κοινωνική γνώση (εμπειρίες, νοοτροπίες, συμπεριφορές) κι ένα πλήθος μηνυμάτων διαφορετικής ποιότητας και αξίας. Σήμερα, που τα ΜΜΕ έχουν αναλάβει την πληροφόρηση του κοινού, πνίγοντας κάποτε τα σημαντικά σ’ ένα πέλαγος αδιάφορων, ασήμαντων πληροφοριών, και η αύξηση και η διάχυση της βίας έχουν πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, οι τέχνες του λόγου αναλαμβάνουν έναν άλλον, εξίσου σημαντικό ρόλο: να διαχειριστούν το ξεχωριστό πραγματικό γεγονός με τρόπο τέτοιο, ώστε να μπορούμε να σταθούμε στο δράμα των πρωταγωνιστών, ανθρώπων που μπορεί να μένουν δίπλα μας.

Αυτό αποπειράται ο Γιάννης Μαυριτσάκης στο δεύτερο θεατρικό έργο του με τίτλο Wolfgang (2006), που παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο (στη μικρή σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας). Αφορμώντας από την υπόθεση της Νατάσας Κάμπους, εστιάζει στο θύτη, όχι στο θύμα, για να κατανοήσει πώς ένας άνθρωπος που ζει και δουλεύει κανονικά μπορεί να έχει κρυφή ζωή και, ακόμη χειρότερα, να θελήσει να δημιουργήσει έναν αποκλειστικά δικό του σύντροφο, φτιαγμένο και εκπαιδευμένο ώστε να καλύπτει τις φοβίες του. Οκτώ πρόσωπα ήταν αρκετά: ο Wolfgang, το φάντασμα του πατέρα του, η μητέρα του, ο γείτονας (πατέρας του κοριτσιού), ένας φίλος, μια περιστασιακή φιλενάδα του, ένας κοσμηματοπώλης, και το κορίτσι, η Φαμπιέν. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τη νοσηρή πράξη του ήρωά του ως συνέπεια της ψυχωτικής, μισογυνικής συμπεριφοράς του πατέρα του, που ζήλευε και καταπίεζε αφόρητα τη γυναίκα του και πίστευε πως η ζωή είναι ένας ατελείωτος πόλεμος με τους άλλους. Σαν ντόμινο η συμπεριφορά του πατέρα προβάλλεται στη θλίψη της μητέρας του, και αυτή η διπλή νοσηρότητα καθορίζει τη μοιραία επιλογή του γιου.

Η μορφή ακολουθεί και αναδεικνύει το περιεχόμενο: οι μικρές σκηνές, αποσπάσματα διαλόγων, που μοιάζουν με μονολόγους, και καθαρών μονολόγων, είναι χνάρια της αδυναμίας των προσώπων του έργου να έρθουν κοντά, να επικοινωνήσουν. Το φάντασμα του πατέρα ενισχύει την ψυχαναλυτική προδιάθεση του έργου, προκαλώντας ρωγμή στη ρεαλιστική επιφάνεια της υπόθεσης. Η δραματουργική ευφυΐα του Μαυριτσάκη φαίνεται ιδιαίτερα στο ρόλο της μητέρας, που λειτουργεί ως ώριμο είδωλο της Φαμπιέν/Νατάσας.

Ακολουθώντας τις επιταγές του έργου, ευδιάκριτες στην προσεκτική μελέτη, η Κατερίνα Ευαγγελάτου έστησε μία καλοδουλεμένη παράσταση, με πολύ καλές ερμηνείες από τον Βασίλη Ανδρέου, τη Μαρία Ζορμπά, τη Λουκία Μιχαλοπούλου (αν και κάποιες στιγμές μιμούνταν το υποκριτικό στυλ της Αμαλίας Μουτούση), τον Μάνο Βακούση, τον Σωτήρη Τσοκομίδη. Η Σεραφίτα Γρηγοριάδου δεν μπόρεσε να πείσει στο μικρό ρόλο της φιλενάδας κι ο Νικόλας Αγγελής πρέπει να δώσει βάρος στη φωνητική αγωγή του. Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη θεωρώ ότι δεν ευνόησε τη σκηνική πράξη. Οι κάθετες ελαστικές ταινίες που όριζαν τον κήπο και το δωμάτιο της Φαμπιέν έδωσαν εύστοχες λύσεις, αλλά ο κύριος χώρος, όντας καλυμμένος με χώμα, βάρυνε πολύ τη σκηνική ατμόσφαιρα. Πιστεύω ότι ένα ρεαλιστικό σκηνικό θα λειτουργούσε καλύτερα.

Ο Σταύρος Γασπαράτος «έντυσε» την παράσταση με ηλεκτρονικά μοτίβα, σύγχρονα ηχητικά/ψυχικά τοπία πόλης. Σημαντική η συμβολή της Μελίνας Μάσχα στους καλοσχεδιασμένους φωτισμούς της παράστασης.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ