Υπάρχει πλέον μια χτυπητή ειρωνεία στα φιλμ του Γούντι Άλεν: όσο περισσότερο πιστεύει στη μοίρα, τόσο λιγότερο αφήνεται στην τύχη. Η ηρωίδα του Wonder Wheel, η Τζίνι, ερασιτέχνης ηθοποιός που σερβίρει για να επιβιώσει, τα είχε θαλασσώσει παλιά, όταν κεράτωσε τον ντράμερ που την αγαπούσε πολύ. Μαζί με τον γιο της, που εξελίχθηκε σε προβληματικό πυρομανή, βρήκε προστασία, αλλά όχι τον έρωτα, στο παχουλό πρόσωπο του Χάμπτι (Τζέιμς Μπελούσι), ενός χειριστή καρουζέλ στο διπλανό λούνα παρκ, στο παραλιακό Κόνι Άϊλαντ των '50s. Ο ναυαγοσώστης, νόστιμος (διόλου τυχαία, ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ) νεαρότερός της, ρομαντικός, λάτρης του θεάτρου και των γραμμάτων, γίνεται εραστής της, ώσπου μπερδεύει την εξίσωση η θετή της κόρη, του Χάμπτι δηλαδή, η Καρολάιν, η οποία έκανε κι εκείνη ένα λάθος όταν παντρεύτηκε έναν γκάνγκστερ και τώρα κρύβεται για να μην την καθαρίσουν οι μπράβοι του.

 

Η έμπειρη, κυριολεκτική Γουίνσλετ είναι σχεδόν άριστη παίζοντας μια άπειρη ηθοποιό με συνεχείς εκρήξεις και ραγισμένη φιλοδοξία, ένα ιδιαίτερο πορτρέτο μιας μάλλον ατάλαντης Μοιραίας που ο Αμερικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης τακτοποιεί υπέρ το δέον, αντί να ανοίξει ένα παράθυρο στο αγαπημένο του Τυχαίο.

Ένας έρωτας, λοιπόν, θα μπορούσε να σώσει την Τζίνι, κατά τον ίδιο τρόπο που την είχε χαντακώσει. Ωστόσο, ως διπολική, δεν ισορροπεί σε κανένα συναίσθημα. Παρανοεί, τρώει φρίκες, ελπίζει και αισιοδοξεί την επόμενη στιγμή, και πάλι πίσω ‒ και κάτω. Εκεί που επενδύει στην τύχη, μια στεγνή, στυγνή λογική την κυριεύει. Και την οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση που δεν της είναι καθόλου ευχάριστη. Είναι το παιδί της Θλιμμένης Τζάσμιν και της Άννα Κρίστι του Ευγένιου Ο'Νιλ. Και το παίζει το έργο της, αυτό που ματαιώθηκε από την ανέχεια και μια ρουτίνα που την πληγώνει, με μια προβολή της ζωής της, σαν φτηνό μελόδραμα, όπως ομολογεί και η ίδια στο υπέροχο φινάλε, ένα θεατρικό αν και κινητικό μονοπλάνο στο διαμερισματάκι της, με το υπέρογκο φόντο της ρόδας του λούνα παρκ να δεσπόζει και τα φώτα του Βιτόριο Στοράρο να αναβοσβήνουν πάνω της, και να αντανακλούν τις κυμαινόμενες διαθέσεις της.

 

Αντί να απολαύσει μια κρυφή κωμωδία (μασκαρεμένη τραγωδία, λίγη σημασία έχει πια στην εργογραφία του Άλεν), ο θεατής μπορεί να σπαταλήσει τον χρόνο του κρατώντας σημειώσεις από διασκεδαστικές προσθήκες στο γουντιαλενικό Λεξικό Ατάκας («εγώ είμαι ταξιδεμένος, αλλά εσύ περπατημένη» ή «η καρδιά έχει τα δικά της ιερογλυφικά») ή προσπαθώντας να βρει τις εκλεκτικές συγγένειες ή, αν προτιμάτε, σκέτες ομοιότητες με παλιότερες ταινίες του Άλεν, από το Μανχάταν και το Σφαίρες πάνω από το Μπρόντγουεϊ και διά της σκηνογραφίας, που παραπέμπει στην εποχή που ο Άλεν προτιμά, να φτάσει στην Τζάσμιν της άλλης Κέιτ, της Μπλάνσετ. Η έμπειρη, κυριολεκτική Γουίνσλετ είναι σχεδόν άριστη παίζοντας μια άπειρη ηθοποιό με συνεχείς εκρήξεις και ραγισμένη φιλοδοξία, ένα ιδιαίτερο πορτρέτο μιας μάλλον ατάλαντης Μοιραίας που ο Αμερικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης τακτοποιεί υπέρ το δέον, αντί να ανοίξει ένα παράθυρο στο αγαπημένο του Τυχαίο.