Όταν η Άγκαθα Κρίστι είδε την κινηματογραφική μεταφορά του 1974, της άρεσε μεν, αλλά βρήκε το μουστάκι του Ηρακλή Πουαρό μικρότερο του αναμενομένου, δηλαδή της δικής της περιγραφής στο μυθιστόρημα του 1934. Ο Κένεθ Μπράνα αποκατέστησε τον όγκο όχι μόνο στον υπερήφανο μύστακα του διάσημου λαγωνικού από το Βέλγιο αλλά και στην κλίμακα του έργου Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, μετατρέποντας μία από τις πιο ιντριγκαδόρικες και ευπώλητες πλοκές μυστηρίου σε ένα επικό δράμα εγκλήματος και τιμωρίας, ηθικής και υπομονής, συμμετρίας και αταξίας. Παράλληλα, στρατολόγησε ένα καστ που καλύπτει τα πάντα, από το Χόλιγουντ (Τζόνι Ντεπ και Μισέλ Φάιφερ), το βρετανικό θέατρο (Τζούντι Ντεντς, Ντέρεκ Τζάκομπι και Μπράνα βεβαίως), το μπαλέτο (Σεργκέι Πολούνιν στη μάλλον άσφαιρη παρθενική του εμφάνιση στο σινεμά), άλλους γαλαξίες (Ντέιζι Ρίντλεϊ του Star Wars), άλλο χρώμα (Λέσλι Όντομ) και άλλες γλώσσες (Πενέλοπε Κρουθ), έχοντας στο μυαλό του μια ετερόκλητη πολυμορφία στη σύνθεση του «ποιος το έκανε» αλλά και την εμπορική επίδοση μιας πανάκριβης παραγωγής που γυρίστηκε σε φιλμ 65 mm, με συνδυασμό κατασκευής μεγάλων σκηνικών και ψηφιακών εφέ σε διακοσμητικά εξωτερικά ντεκόρ που θυμίζουν ταξιδιωτικό travelogue και παραπέμπουν σε παραμυθένια νοσταλγία. Το βασικό στοιχείο οποιασδήποτε διασκευής έργου της Άγκαθα Κρίστι είναι η διατήρηση του σασπένς και στο πρώτο μισό της ταινίας ο Μπράνα καταφέρνει να κρατήσει το μυστήριο, με την προϋπόθεση να μην έχει ο θεατής νωπή στο μυαλό του τη λύση.

Ο Κένεθ Μπράνα αποκατέστησε τον όγκο όχι μόνο στον υπερήφανο μύστακα του διάσημου λαγωνικού από το Βέλγιο αλλά και στην κλίμακα του έργου Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, μετατρέποντας μία από τις πιο ιντριγκαδόρικες και ευπώλητες πλοκές μυστηρίου σε ένα επικό δράμα εγκλήματος και τιμωρίας, ηθικής και υπομονής, συμμετρίας και αταξίας.

Το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον από τα μπερδεμένα, και σε έναν μεγάλο βαθμό, επιτηδευμένα μυθιστορήματα της Βρετανίδας συγραφέως, γιατί μεταθέτει το παζλ μιας δολοφονίας στη σφαίρα της συνείδησης, χωρίς βέβαια να απορρίπτει την καλοδουλεμένη ύφανση που οδηγεί στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Ο Πουαρό έχει να αντιμετωπίσει 12 υπόπτους για τον φόνο ενός γκάνγκστερ και όταν ξεπερνάει τη δυσαρέσκειά του (ενοχλήθηκε βαθύτατα, διότι περίμενε μια ανώδυνη βόλτα στο τρένο, διαβάζοντας τον αγαπημένο του Ντίκενς), αντιλαμβάνεται πως δεν πρόκειται για μια απλή ή τυχαία περίπτωση αλλά για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, προϊόν μεγάλου πόνου και εξίσου μεγάλου μυστικού. Ο Τζόνι Ντεπ είναι ο μαχαιρωμένος κακοποιός, ο Ράτσετ, ο οποίος στην αρχή εμφανίζεται ως ένας απατεώνας που φοβάται για τις βρόμικες συναλλαγές του – έχει μια καλή, εύγλωττη σκηνή, όταν χυμάει για να φοβερίσει ή να μυρίσει τη Φάιφερ και οπισθοχωρεί αυτοματαιωμένος, αν και, γενικά, στο σύντομο πέρασμά του δεν υπερβαίνει τη μία διάσταση. Η αλήθεια για τις προθέσεις του Ράτσετ βρίσκεται πολύ μακριά, όσο περίπου διαρκεί ένα ταξίδι του Οριάν Εξπρές, και όταν μια χιονοστιβάδα μπλοκάρει το δρομολόγιο στη μέση του πουθενά ξεκινάει η παρατεταμένη ανάκριση. Ο Μπράνα βιάζεται να φωτίσει τα θολά κίνητρα και τα αντικρουόμενα άλλοθι, με αποτέλεσμα να μετριάσει τη δύναμη της τρίτης πράξης. Η αποκάλυψη είναι σημαντικό στοιχείο, ακόμα κι αν η επίλυση του μυστηρίου είναι κοινό μυστικό πλέον, μετά από τόσες διασκευές, στην τηλεόραση από τον Ντέιβιντ Σουσέ, στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο με τον υποψήφιο για Όσκαρ Άλμπερτ Φίνεϊ. Κι ενώ το ξεκίνημα της ταινίας, ένα επινοημένο περιστατικό στην Ιερουσαλήμ που δεν υπάρχει στο βιβλίο, και η είσοδος στο τρένο με την εισαγωγή στους χαρακτήρες δίνει την υπόσχεση για έναν διαφορετικό, πρωτότυπο χειρισμό, το έργο ξεμένει από ιδέες από την αναγκαστική στάση του Εξπρές κι έπειτα, εκτός ίσως από την επιλογή του Βρετανού σκηνοθέτη και ηθοποιού να εξηγήσει οπτικά τη σκηνή της δολοφονίας, όχι με σταθερή κάμερα και διαδοχικά κοντινά σε πρόσωπα, όπως είχε κάνει ο Σίντνεϊ Λιούμετ το 1974, αλλά με ένα ασπρόμαυρο κλιπ τραγωδίας – μια δική του σκηνοθετική ερμηνεία, που σαφώς εκπορεύεται από τη σαιξπηρική του θητεία.

Η αποκάλυψη είναι σημαντικό στοιχείο, ακόμα κι αν η επίλυση του μυστηρίου είναι κοινό μυστικό πλέον, μετά από τόσες διασκευές, στην τηλεόραση από τον Ντέιβιντ Σουσέ, στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο με τον υποψήφιο για Όσκαρ Άλμπερτ Φίνεϊ

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Μπράνα, έναν έξυπνο και πολύπειρο καλλιτέχνη, για έλλειψη γενναιοδωρίας, ωστόσο ο καλύτερος ρόλος στην πουαρο-κεντρική ταινία του είναι μακράν ο δικός του. Ακόμα κι όταν οι διάσημοι ηθοποιοί του δεν λειτουργούν πάντα, μεμονωμένα ή ως μέλη μιας αμφίσημης χορωδίας, σαν να φυλάνε την ενέργειά τους για κάτι που δεν έρχεται, ο Πουαρό του είναι αρκούντως εκκεντρικός, διαφορετικός από τους προκατόχους του, αστείος και σοβαρός όποτε χρειάζεται, και ανακουφιστικά κινητικός, όποτε το δράμα κολλάει στα βλέμματα αναμονής των υπολοίπων, στις πολλαπλές λήψεις, απ' όλες τις πιθανές γωνίες, της αμαξοστοιχίας που διασχίζει ένα απειλητικό τοπίο, και στο ομιχλώδες παρελθόν των πρωταγωνιστών, μέχρι το απατηλό παρόν τους. Αυτό το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές σίγουρα θα ικανοποιήσει τους μυριάδες θιασώτες του είδους, ούτως ή άλλως. Έχει έντονο styling, εμφατικά τονισμένο από τους μόνιμους συνεργάτες του σκηνοθέτη, τον βετεράνο συνθέτη Πάτρικ Ντόιλ και τον οπερατέρ Χάρη Ζαμπαρλούκο, αλλά και μια μπαρόκ, κινηματογραφόφιλη καλλιέπεια στο ύφος που προσπερνάει την αφαίρεση του Λιούμετ. Επίσης υπόσχεται συνέχειες σε ένα είδος εξαιρετικά δημοφιλές και οικείο, κλασικό, με πολλά κομφόρ, σαν βιβλίο που έχει εκπαιδεύσει πολλές γενιές και κυκλοφορεί με γυαλιστερό εξώφυλλο, σε κοτσωμένη έκδοση και καινούργιο πρόλογο.