Σε μια πολύ διαφορετική απεικόνιση του Αμερικανικού Εμφυλίου, φτωχοί Νότιοι τα βάζουν με πλούσιους Νότιους όταν αντιλαμβάνονται τις ταξικές αδικίες του πολέμου, καθώς οι πρώτοι αιμορραγούν κυριολεκτικά στα πεδία της μάχης και μεταφορικά με την αρπαγή των λιγοστών περιουσιακών τους στοιχείων, ενώ οι δεύτεροι κρύβονται πίσω από νομικές διατάξεις για οικονομικές και στρατιωτικές απαλλαγές. Σε αυτή την αντιπαράθεση πρωτοστατεί ο Νιούτον Νάιτ που μετατρέπει την αντίθεσή του για τον πόλεμο σε λιποταξία όταν βλέπει τον ανιψιό του να πέφτει νεκρός. Στην πορεία βρίσκει συμμάχους, φτιάχνοντας αρχικά μια αντάρτικη συμμορία φυγόδικων και σκλάβων και προσπαθώντας να εξαλείψει (αν και δεν είναι ευδιάκριτο αυτό από την αρχή) τις φυλετικές διαφορές μεταξύ τους.

 

Στο σύνολό της η ταινία του Γκάρι Ρος, που κάποτε έκανε σπουδαία φιλμ όπως το Pleasantville χρόνια πριν από την ενασχόλησή του με το Hunger Games, μοιάζει με μια σειρά αποσπασματικών γεγονότων, χωρίς να δημιουργείται ένα στοιχειώδες κέντρο βάρους που θα μπορούσε να τα ενώσει.

 

Το αποτέλεσμα του αγώνα του είναι το Free State of Jones, μια αυτόνομη επαρχία στην καρδιά του Μισισιπή, δηλαδή σε ένα από τα πιο συντηρητικά κομμάτια της χώρας διαχρονικά, κάτι που υποστηρίζεται με εμβόλιμες σκηνές ενός δισέγγονου του Νάιτ που δικάζεται 85 χρόνια αργότερα (στα μέσα του 20ού αιώνα δηλαδή) επειδή παντρεύτηκε λευκή, ενώ έχει έστω και 1/8 αίμα Αφροαμερικανού – μια αχρείαστη προσθήκη στην ταινία που απλώς υπερθεματίζει πάνω στον ρατσισμό. Στο σύνολό της η ταινία του Γκάρι Ρος, που κάποτε έκανε σπουδαία φιλμ όπως το Pleasantville χρόνια πριν από την ενασχόλησή του με το Hunger Games, μοιάζει με μια σειρά αποσπασματικών γεγονότων, χωρίς να δημιουργείται ένα στοιχειώδες κέντρο βάρους που θα μπορούσε να τα ενώσει. Ο χαρακτήρας του Νάιτ γίνεται, από απλός διαφωνών, επαναστάτης, χωρίς να υπάρχει πίσω του μια συγκροτημένη ιδεολογία για τις πράξεις του, πέρα από 2-3 απλοϊκές απόψεις περί ισότητας που θα μπορούσαν να καταρριφθούν όταν και αυτός θα γινόταν ηγέτης, αλλά τέτοια περίπλοκα πράγματα μένουν τις περισσότερες φορές, μάλλον σκόπιμα, έξω από το τελικό μοντάζ. Προτιμάται μια διδακτική αφήγηση που θέλει να ξορκίσει τις αμαρτίες του Νότου, δείχνοντας και μια άλλη πλευρά του, εμπλουτισμένη με αρχειακές φωτογραφίες που συνοδεύονται από μικρά κείμενα ως επιφανειακή σύνοψη όλων των συμβάντων. Τι μένει; Ο Μάθιου Μακόναχι να κυριαρχεί στο κάδρο, όταν δεν υπερβάλλει, μια που ο ισχνός δραματουργικά ήρωάς του δεν τον βοηθά.