Η νέα ταινία των αδελφών Νταρντέν, Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα, συγκινεί και ανατριχιάζει με το χρονικό του θανάτου του συνδικαλισμού μέσα από την προσπάθεια μιας νέας εργάτριας να μη χάσει τη δουλειά της. Η Μαριόν Κοτιγιάρ αφομοιώνεται πλήρως από το σύμπαν των Βέλγων δημιουργών Νταρντέν στην καινούργια τους κατάθεση για τη σημερινή ευρωπαϊκή κοινωνία της κρίσης και της πλήρους κατάρρευσης της συλλογικότητας. Η ηρωίδα που υποδύεται έχει μόλις χάσει τη δουλειά της μετά από μια δύσκολη προσωπική περίοδο, κατά την οποία είχε πάρει αναρρωτική άδεια για να συνέλθει από την κατάθλιψη. Τα χίλια ευρώ το μήνα που έπαιρνε θα μοιραστούν στους 15 εργαζομένους της εταιρείας, ως μπόνους, και αυτή, μετά από προτροπή μιας φίλης συναδέλφου της, μαζεύει τα κουράγια της για να επισκεφθεί τους 9 πιθανούς συμμάχους που ενδεχομένως να ψηφίσουν υπέρ της στην επαναληπτική ψηφοφορία της Δευτέρας, για να ανατραπεί η ειλημμένη αρνητική απόφαση. Πόρτα-πόρτα, θα αναγκαστεί να ικετέψει ευγενικά για το μεροκάματο. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο προσπαθεί απρόθυμα, αλλά μειλίχια, να κοιτάξει στα μάτια τους συναδέλφους της, οι οποίοι έχουν ανάγκη τα επιπλέον χρήματα και πολλοί από αυτούς κάνουν δεύτερες και τρίτες δουλειές για να τα βολέψουν. Στη διαδρομή κατανοεί πόσο τιτάνιο έργο είναι να φτάσει μέχρι το σπίτι του άλλου και να ρισκάρει την άρνηση, καθώς η ψυχολογία της είναι ευάλωτη και επηρεάζεται κρίσιμα και καταστροφικά έστω και από την υποψία οίκτου αλλά και απόρριψης στην άκρη του βλέμματός τους. Η Κοτιγιάρ, σαν αριστούχος μαθήτρια/ηθοποιός, εξαφανίζεται πλήρως στο ομοιογενές σύμπαν των Νταρντέν, οι οποίοι λένε τα πράγματα απλά και σταράτα, χωρίς περιττό συναίσθημα, αλλά με περίσσια συγκίνηση στο περιεχόμενο. Άλλωστε, αυτό είναι το ψωμί στο βούτυρο των σπουδαίων σκηνοθετών με τους δύο Χρυσούς Φοίνικες, καθώς μέσα σε οικονομικότατη μιάμιση ώρα αποδίδουν ανάγλυφα τη ρεαλιστική κατάντια της αλληλεγγύης, της συναδελφικότητας και της ένδειας, της ηθικής και της οικονομικής, μαζί με την ετοιμόρροπη αξιοπρέπεια ανθρώπων που δεν έχουν ακριβώς κακή πρόθεση, αλλά κάπως θα πρέπει να ζήσουν, στριμωγμένοι σε διχαστικά διλήμματα και ανοχύρωτες συνθήκες εργασίας σε βάρος του συναδέλφου ή και του φίλου ακόμη.