Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν

 Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν Facebook Twitter
0
 Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν Facebook Twitter

Αλλά εγώ είμαι από τους συγγενείς του κόσμου που όλοι πεθαίνουν από ένα είδος κοσμογονίας. Με βρήκε μια παραλυσία με βρήκε και μια ακαμψία. Έσβησε η φωταγώγηση των σκέψεων γιατί οι σκέψεις ήταν σαν προσόψεις μέσα στην νύχτα.

Πεθαίνουν οι σκέψεις μου κι όλα τα αισθήματα κύλησαν σαν κύπελα στο χώμα. Εξαγριωμένος φόβος και θυμός αλλά υπήρχαν και πολλά ελεύθερα και διωγμένα συναισθήματα, αιωρούνται σαν νεκρά υφάσματα. Ενας άνθρωπος μαθαίνει και κάτω από τρομακτικές συνθήκες. Μ' έναν τρόπο που θα τον έλεγες διαπεραστικό. Βρίσκω τη μητέρα μου αλλαγμένη. Ξαπλωμένη αλλά ελαφρά ανακαθισμένη σε ανάκλιντρο και τρέμει από μία φιληδονία σαν αιμορραγία.
-Βάλε το χέρι σου να δεις η μήτρα μου πώς ζωντάνεψε και ρουφά, τέτοιας ομορφιάς ήταν.
Ακούμπα με! Με τρόμο και με λαγνεία πεθαίνει μέσα σ' έναν ακόλαστο και τυραννισμένο θάνατο.


Με το εδάφιο αυτό από τον «Γάμο» του Γιώργου Χειμωνά (εκδόσεις Κέδρος, 1982) φαίνεται να προσομοιάζει η υπόθεση της ταινίας J.A.C.E. του Μενέλαου Καραμαγγιώλη.


Κι αυτο γιατί στην ταινία το προβαλλόμενο στην Ψυχική Σκηνή κατ' εξοχήν πρόσωπο είναι το παιδί που γεννιέται από μητέρα με θέματα που καθιστούν ήδη τη δική της ύπαρξη απαγορευτική και αποτρέπει τη δεύτερη γέννηση του παιδιού της που είναι η ψυχική του γέννηση και η δυνατότητα να αναπτύξει τη δική του σκέψη. Έτσι το παιδί επανεγκλείεαι στην μήτρα που «ζωντάνεψε και ρουφά».


Ο συμβολισμός αυτός στην ταινία υποδηλώνεται από το γεγονός ότι ο ήρωας δεν μιλά, άρα δεν έχει ή δεν θέλει να έχει συνείδηση της ύπαρξής του.


Η ιστορία της ταινίας: Ο J.A.C.E. που είναι ο βασικός ήρωας έχει γεννηθεί στο Αργυρόκαστρο και ο πατέρας του είναι ο άνδρας της αδελφής της μητέρας του. Ο ίδιος δεν γνωρίζει ποια είναι η μητέρα του καθώς την ώρα του θηλασμού την πνίγει με ηλεκτρικό καλώδιο ο αδελφός της, για να της τον κλέψει και να τον παραδώσει στην μαφία, προφασιζόμενος ότι εκείνη δεν αποκαλύπτει τον πατέρα του νόθου παιδιού και τιμωρεί την ίδια αντ' αυτού. Ο πατέρας του βρέφους αποσιωπά τον φόνο και υιοθετεί δήθεν τον J.A.C.E.


Η μαφία μεταφέρει στην Ελλάδα λαθρομετανάστες παιδιά προς πάσα εκμετάλλευση και εμπόριο οργάνων. Αυτό συμβαίνει στον J.A.C.E. στα επτά του χρόνια, λίγο μετά την δολοφονία του πατέρα του και όλων των υπολοίπων δικών του από τους μαφιόζους του Αργυροκάστρου. Στις δολοφονίες το παιδί είναι παρόν και μένει αποσβολωμένο. Εξαναγκάζεται μάλιστα να πατήσει τη σκανδάλη του περιστρόφου που θα σκοτώσει τον πατέρα του.


Στο δρόμο προς τα σύνορα γνωρίζεται με μία μεγαλύτερή του κοπελίτσα, την Άλμα και γίνονται φίλοι. Ευκαιρίας δοθείσης διασώζεται από τον Δημητρίου «τον καλό» αστυνόμο, ο οποίος προσφέρεται να τον βοηθήσει να γλυτώσει από τους διώκτες του και να τιμωρήσει τους δολοφόνους των δικών του. Ο Δημητρίου τον αφήνει προς στιγμήν μόνο του στο αυτοκίνητο. Η συμμορία τους παρακολουθεί και αρπάζει και πάλι τον J.A.C.E. Η προσπάθεια του Δημητρίου να τον διασώσει αποδεικνύεται ανεπαρκής. Στη συνέχεια, τον J.A.C.E. υιοθετεί ο Λορέντσο Φεντερίτσι, ένας καλός άνθρωπος, ο οποίος φαίνεται ότι αγόρασε τον J.A.C.E. από το «κύκλωμα» αντί αντιτίμου. Δολοφονείται όμως κι αυτός εν ψυχρώ από τον Αλβανόφωνο εραστή της γυναίκας στην οποία τον εμπιστεύεται όταν ο ίδιος λείπει από το σπίτι. Έτσι ο J.A.C.E. περιέρχεται ξανά στα χέρια της συμμορίας η οποία τον βγάζει στον δρόμο προς ίδια οφέλη.

Κάθε φορά που τηλεφωνεί στον Δημητρίου δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει μαζί του. Σε απόπειρα διαφυγής του τραυματίζει με μαχαίρι (δώρο του πατέρα του) κάποιον του κυκλώματος και μπαίνει στο αναμορφωτήριο όπου και παραμένει μέχρι την εφηβεία του. Η μαφία «για κάλυψη» χρησιμοποιεί το "Follow", έναν πολυχώρο διασκέδασης-bar, στα υπόγεια του οποίου εγκλείονται με το που θα φτάσουν στην Αθήνα οι νεαροί λαθρομετανάστες. Οι τύποι που το εκμεταλλεύονται, μέλη της μαφίας, είναι οι Red, με πρωτοπαλίκαρο τον Θωμά, ο οποίος τελεί υπό τας διαταγάς του «Μεγάλου» που είναι ο αρχηγός του κυκλώματος. Τα shows του χώρου οργανώνει ο φωτογράφος Νικόλας. Άμεσα εμπλεκόμενοι με τους Red είναι και οι αστυνομικοί οι οποίοι καλύπτουν και προωθούν τα συμφέροντα της μαφίας. Είναι οι «αντίπαλοι» του Δημητρίου.

Έχοντας πρόσβαση στο αναμορφωτήριο μεταφέρουν τον J.A.C.E. σε κλινική, με το πρόσχημα να τον ελευθερώσουν και λέγοντάς του ψέμματα οτι θα του αφαιρέσουν την σκωληκοειδίτιδα, του αφαιρούν τον έναν νεφρό. Τον νεφρό δέχεται ως μόσχευμα ο γιατρός που χειρουργεί χωρίς άδεια στην Ελλάδα και κάνει παράνομα μεταμοσχεύσεις οργάνων. Ο J.A.C.E. καταφέρνει να διαφύγει με νωπό το τραύμα μπαίνοντας σε ένα φορτηγό που ανήκει σε τσίρκο με ελέφαντες. Εκεί συναντά μιά καλή πατρική φιγούρα, τον φροντιστή των ελεφάντων, ο οποίος του μιλά για το πόσο απρόβλεπτα επιθετικοί μπορούν να γίνουν οι νεαροί ελέφαντες πού έχουν χάσει πολύ νωρίς τούς γονείς τους. Αρχίζει νά εμφανίζεται ως ο νέος ακροβάτης. Όμως, όταν κάποια στιγμή αντιτείνεται σε απομάκρυνση νεαρού ελέφαντα, λόγω επιθετικής συμπεριφοράς του, τό τσίρκο αναχωρεί καί κάποιοι τού τσίρκου τόν «αδειάζουν» στα show του φωτογράφου στό "Follow".

 Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν Facebook Twitter

Ετσι ο J.A.C.E όπου και να παει, πάντα βρίσκεται στήν αγκαλιά τών διωκτών του. Δεν καταφέρνει ν' απομακρυνθεί δραστικά απ' αυτούς, αλλά δέν έχει επίγνωση του γεγονότος, ούτε γνωρίζει πώς νά προστατευθεί. Στό "Follow'' κάνει έναν καινούργιο φίλο, πού τόν υποστηρίζει καί είναι τραβεστί, τον Antonio, ενώ εκ παραλλήλου μένει στου Νικόλα, ο οποίος κάποια στιγμή του επιτίθεται ερωτικά, διαπληκτίζονται καί τόν διώχνει. Τον φωτογράφο, στον οποίο προμηθεύει ουσίες, εκτελεί εν ψυχρώ σε καυγά ο Θωμάς παρουσία της Άλμα και με τους συνεργάτες του αστυνομικούς προσπαθούν να φορτώσουν τον φόνο στον J.A.C.E.

Στο "Follow" ο J.A.C.E. γνωρίζει τη Μαρία, επίσημη αγαπημένη του «Μεγάλου», αλλά στην πραγμτικότητα αδελφή του, με την οποία εχουν ένα παιδί ( το τελευταίο είναι το επτασφράγιστο μυστικό τους). Έφηβος όντας, όταν τους ανακαλύπτουν σε σεξουαλική συνεύρεση οι γονείς τους και τους ανακοινώνουν ότι θα τους χωρίσουν μεταξύ τους, βάζει φωτιά στο πατρικό σπίτι όπου καίγονται οι γονείς, αυτός και η Μαρία διασώζονται, αλλά ο ίδιος μένει παράλυτος. Μεταφορικά θα έλεγε κανείς ότι παραλύει η σκέψη και το νόημα της ζωής του. Η στροφή προς την αιμομεικτικότητα όμως, δείχνει κάτι εκ των προτέρων κατεστραμμένο από το οποίο προσπαθεί να διασωθεί. Ο J.A.C.E. ερωτεύεται τη Μαρία και μένουν μαζί με το παιδί οι τρεις τους σε χώρο που παρακολουθεί με κάμερα ο «Μεγάλος». Το παιδί της Μαρίας είναι το μέσον με το οποίο ο «Μεγάλος» την τρομοκρατεί λέγοντας πως αν δεν ακολουθεί τις εντολές του, θα της το πάρει. Η Μαρία ζει ερωτικά με τον J.A.C.E. χωρίς να την ενοχλεί το γεγονός ότι αυτό το παρακολουθεί ο αδερφός και πρώην εραστής της. Ο J.A.C.E. ζει την απόλυτη συγχώνευση μαζί της.


Αυτό το δίπολο τρόμου με το παιδί ως μέσον εκβιασμού, εκτός από το δίδυμο της μητέρας του J.A.C.E. (που λεγόταν Μαρία Λαφίτη) και του αδελφού της, ο οποίος και τη δολοφόνησε, εκτός από τον «Μεγάλο» και την Μαρία, το συναντούμε και στη σχέση του Θωμά με την Άλμα, με την οποία ο τελευταίος θέλει να κάνει οικογένεια και ταυτόχρονα είναι ο προαγωγός της. Ο Θωμάς της παίρνει τα παιδιά που γεννά με τους πελάτες της για τους σκοπούς της σπείρας. Όταν εκείνη ετοιμόγεννη στο τρίτο παιδί προσπαθεί να δραπετεύσει του κλοιού που την περιβάλλει, αυτός την βρίσκει και την φέρνει πίσω, οπότε τον δολοφονεί και η ίδια δολοφονείται από τον συνεργάτη του.


Ο J.A.C.E. χάνει την αγαπημένη του φίλη και μοναδική μάρτυρα υπεράσπισης που είχε για το φόνο που κατηγορείται (το φόνο του φωτογράφου Νικόλα). Χάρη στην αγάπη του για την Άλμα, βγαίνει από την παθητικότητα του και με τις οδηγίες της καταφέρνει να βιντεοσκοπήσει τους έγκλειστους των Red στις καταπακτές του "Follow".


Ο Δημητρίου πλησιάζει το γιατρό για λόγους διερεύνησης του φόνου του φωτογράφου και τον πληροφορεί ότι μόνο αν του αποκαλύψει στοιχεία θα «ξεχάσει» ότι χειρουργεί χωρίς άδεια. Αυτό δεν αρέσει στο «Μεγάλο», ο οποίος υπόσχεται στον J.A.C.E. διαβατήριο και διαφυγή με τη Μαρία στο εξωτερικό, «αν βγάλει το γιατρό από τη μέση». Χάρη στον έρωτά του προς τη Μαρία ο J.A.C.E. βγαίνει και πάλι από την παθητικότητα του. Επισκέπτεται το γιατρό με σκοπό να τον σκοτώσει, όπου μάλιστα ο τελευταίος του ομολογεί ότι είναι ο δέκτης του νεφρού που του αφαιρέθηκε. Ο J.A.C.E. δεν καταφέρνει να τον δολοφονήσει. Ο γιατρός αυτοκτονεί αργότερα από μόνος του, γιατί ξέρει πως θα τον σκοτώσουν. Η προστασία που του υπόσχεται ο «καλός» αστυνόμος δεν του φαίνεται επαρκής.


O J.A.C.E. με τη βοήθεια του Αντόνιο φθάνει στο αεροδρόμιο, προκειμμένου να διαφύγει με την Μαρία εκτός Ελλάδας. Εκεί οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, τσιράκια του «Μεγάλου», προσπαθούν να της αποσπάσουν το παιδί και σε συμπλοκή η Μαρία σκοτώνεται. Ο J.A.C.E. προκειμένου να ξαναέχει το παιδί επισκέπτεται το «Μεγάλο», ο οποίος πληροφορούμενος το θάνατό της αυτοκτονεί, παρατώντας το παιδί το οποίο υποτίθεται διακαώς επιθυμούσε και το οποίο ήθελε να της στερήσει. Πεθαίνοντας λέει στον J.A.C.E. ότι οι δυο τους μοιάζουν γιατί είναι αμφότεροι πατροκτόνοι [1].

[1 SPOILER: Ο αστυνόμος Δημητρίου και ο Αντόνιο αναγνωρίζουν ψευδώς το πτώμα του J.A.C.E. στο νεκροτομείο απαλάσσοντάς τον έτσι από την καταδίωξη για το φόνο του φωτογράφου. Το αληθινό πτώμα ανήκει σε ένα τσιράκι του «Μεγάλου» που σκοτώθηκε σε συμπλοκή.]

 


Ο J.A.C.E. καταλήγει στο καταφύγιο που ζουν οι νεαροί επιθετικοί ελέφαντες. Έχει εγκαταλείψει το παιδί που μεγαλώνει στα χέρια του Αντόνιο.

 Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν Facebook Twitter


Σχόλια για την ταινία: Ο ήρωας J.A.C.E. ζει ακραία οδυνηρές και αλλεπάλληλες απώλειες με μια συναισθηματική ακινησία. Η ζωή φαίνεται να έχει παγώσει μέσα του διότι τα τραύματα ειναι διαρκώς παρόντα, δεν προλαβαίνει να σκεφτεί και να πενθήσει, ούτε αυτά του παρελθόντος, ούτε τα τρέχοντα. Αρνείται την ομιλία, σαν με αυτόν τον τρόπο να επιτυγχάνει να μη συμμετέχει στα γεγονότα που διαδραματίζονται, μη «παροντοποιώντας» την ύπαρξή του και μετακινείται σαν αντικείμενο εκεί που τον τον μετακινούν. Απλά παρίσταται με αδειασμένο νου χωρίς τις σκέψεις που σκέπτονται τη ζωή του. Αμίλητος, γιατί ο άνθρωπος είναι η ιστορία του λόγου του. Ενός λόγου που έρχεται από τα σπλάχνα του, λόγου που συναρθρώνεται από τα νοηματοδοτούντα νεύματα της πρώτης μητρικής αγκαλιάς [2].

[2 Η μητρική αγκαλιά που εγκαθιστά τη σχέση σώμα με σώμα μητέρας-παιδιού, ιχνογραφεί και τα πρώτα στοιχεία επικοινωνίας και εγκαθίδρυσης σημαντικών σχέσεων πάνω  στο δέρμα του παιδιού. (Στην ταινία βλέπουμε με συμβολικό τρόπο τον φροντιστή του τσίρκου να χαράζει στο δέρμα του ήρωα με τατουάζ το όνομά του: J.A.C.E).  Η συνείδηση αναδύεται κατακόρυφα από τα βάθη ενός κόσμου βιωμένου μέσα στο σωματικό χώρο και χρόνο. Συγκινήσεις, ενστικτώδεις παρακινήσεις, αισθητηριακότης συνεργάζονται για τη συγκρότηση του λόγου και του συνειδησιακού παρόντος. «Οι λέξεις είναι μια εγκυστωμένη ποσότητα ζωντανής συνείδησης. Όπως και η συνείδηση κρύβουν μια απέραντη και ανομολόγητη γνώση, έναν ήχο που απλώνεται σε όλο τον κόσμο, ένα ιερό υπονοούμενο».]


Ο J.A.C.E. μοιάζει να μην έχει ιστορία, καθώς εξωθημένος από τις διωκτικές εμπειρίες του διαρκώς μεταναστεύει και δεν μπορεί τίποτα να θυμηθεί. Κινείται στις παρυφές της ζωής και τίθεται το ερώτημα: Είναι ζωντανός; Είναι νεκρός; Η απάντηση που παίρνει κανείς από την ταινία είναι: Ούτε ναι, ούτε όχι. Τα αρχικά του ονόματός του άλλωστε που είναι J.A.C.E. [Just Another Confused Elephant, (άλλος ένας συγκεχυμένος ελέφαντας)] υποδηλούν αυτή τη σύγχυση.


Εκτός από τη μητέρα του J.A.C.E., ομολογουμένως είναι περίεργες οι συνθήκες που έφεραν τα παιδιά τους στον κόσμο και οι δύο άλλες νεαρές μητέρες της ταινίας, η Μαρία και η Άλμα. Ωστόσω, οι γυναίκες αυτές δεν ήσαν επαρκείς στο να τα φροντίσουν και να τα «εγκαταστήσουν» στη ζωή. Άλλωστε και η γιαγιά του JACE, η μητέρα της Μαρίας Λαφίτη, δεν έκανε κάτι καθοριστικής σημασίας ώστε να αποφευχθεί ο πνιγμός της κόρης της από τον γιο της. Η μητέρα στην ταινία του Καραμαγγιώλη απορροφημένη η ίδια από τα δικά της ζητήματα, (που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε επί το απλούστερον πένθη για τις δικές της απώλειες), δεν αντιλαμβάνεται το παιδί της ως ύπαρξη ξεχωριστή από αυτή, έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ως διαφορετικού ανθρώπου, αλλά το εκλαμβάνει κατά κάποιο τρόπο ως προέκτασή της. Η σχέση αυτή μητέρας και παιδιού (σχέση ναρκισσικής σαγήνης) οδηγεί το παιδί στην υπόσταση ενός παντοδύναμου όλου με τη μητέρα, σχέση συγχώνευσης και αμοιβαίου θαυμασμού, όπου οι ρόλοι είναι εναλλάξιμοι και η ετερότητα καταργείται. Βεβαίως, η σχέση αυτή είναι και σχέση αμοιβαίου εγλεισμού και αδιεξόδων, που στην ταινία συνυφαίνεται και με αιμομεικτικότητα.


Ο πατέρας του J.A.C.E. είναι ο άνδρας της αδελφής της μητέρας του. Η Μαρία έχει παιδί με τον αδελφό της. Άλλωστε ο αδελφός της, ο επονομαζόμενος και «Μεγάλος», είναι πατροκτόνος και μητροκτόνος. Η αιμομειξία εδώ φαίνεται να αποτελεί την έσχατη λύση όταν δεν έχουμε επιτυχή αποσυγχώνευση και πρόσβαση του παιδιού στην αυτονομία, το έσχατο καταφύγιο ενάντια στον αποχωρισμό. Η αιμομεικτικότητα συνοδεύεται από μυστικότητα κι αυτό που είναι το πιο ενδεικτικό στα άτομα και τις οικογένειες καθώς διαπερνούν τις γενιές, είναι το μη ειπωμένο. Αυτό το «μη ειπωμένο» παίρνει την όψη ενός μυστικού που συνήθως γίνεται το εκμαγείο ενός παραμορφωμένου και ακινητοποιημένου πένθους. Η ίδια «αστοχία» στο να συναισθανθούν τα πένθη τους συνοδεύει όλους τους ήρωες και τους καθιστά συγκεχυμένους (confused elephants), εκτός από τους αστυνόμο Δημητρίου, Φεντερίτσι και φροντιστή των ελεφάντων. Το ότι η μητέρα απορροφημένη στο δικό της πένθος, όπως προαναφέραμε, «ξεχνά» το παιδί, βιώνεται από το ίδιο σαν καταστροφή που επιφέρει εκτός από την απώλεια αγάπης μια απώλεια νοήματος, γιατί το παιδί δεν διαθέτει καμία εξήγηση για να καταλάβει το τι συνέβη.

 Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν Facebook Twitter

Στην πραγματικότητα η ίδια του η ύπαρξη καθίσταται απαγορευτική. Νιώθει αβοήθητο και έχει αισθήματα διώξεως. Αυτή η θέση θα μπορούσε να ωθήσει το παιδί να αφεθεί να πεθάνει. Είναι το «τίποτα δεν μας ανήκει ρε μαλάκα» που λέει ο «Μεγάλος» στον J.A.C.E. την ώρα που αυτοκτονεί, είναι το θεμελιακό κενό που κάνει τον J.A.C.E. να νοιώθει σαν ζωντανός-νεκρός. Επειδή το συναίσθημα του κενού είναι δύσκολο να γίνει ανεκτό και προσλαμβάνει ένα διωκτικό χαρακτήρα, γίνεται μια διχοτόμηση μεταξύ του καλού και του κακού γονέα, του διώκτη και του εξιδανικευμένου. Η αναποτελεσματικότητα όμως του καλού γονέα έναντι του κακού, δεν μπορεί επ' ουδενί να βοηθήσει ώστε να αναχαιτισθεί η παντοδύναμη «κακία» του άλλου. Στην ταινία κανείς δεν αποδεικνύεται καθοριστικά προστατευτικός: παραδείγματος χάριν ο Δημητρίου, ο Φεντερίτσι, ο φροντιστής ελεφάντων, οι μητέρες, ο πατέρας του J.A.C.E. Το καλό συνεπώς ειναι λίγο για τους ήρωες, εξιδανικευμένο, αλλά απρόσιτο. Ανίκανο να εξευμενίσει το κακό. Το λένε και οι ίδιοι στις συζητήσεις τους. Μεταφέρουμε μία από αυτές στο σπίτι στο Αργυρόκαστρο:


-Πες μας για την Ελλάδα.
-Λεφτά, ωραίες γυναίκες, πολύ φαΐ. Για μας δύσκολα. Είμαστε και εκεί ξένοι. Εδώ Έλληνες, εκεί Αλβανοί.


Έτσι, στο πλαίσιο μιας πατρίδας που δεν υπάρχει, περιπλανώνται ατέρμονα γιά ν' αποφύγουν το κακό, με την ελπίδα να φθάσουν σε κάποια Γή της Επαγγελίας, όπου θα τους προλάβουν τελικά οι μαύροι αγγελιοφόροι του κακού για να τους ξαναφέρουν δια της βίας πίσω [3].

[3 Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αργά ή γρήγορα κακό τέλος. Η σκηνή με τους κρεμασμένους στο Αργυρόκαστρο θυμίζει τον κρεμασμένο κακό Bill του Oliver Twist.]

Το κακό πλημμυρίζει τον χώρο και δεν απουσιάζει ποτέ ούτως ώστε να γίνει αντικείμενο σκέψης. Έτσι οι ήρωες ταυτίζονται μαζί του. Γίνονται διωκόμενοι διώκτες. Όντας καταθλιπτικοί χωρίς ψυχική οδύνη, πράγμα που δεν αντιλαμβάνονται, διαφεύγουν του κόστους οιασδήποτε ψυχικής εργασίας, κενώνοντας την ψυχή και τα περιεχόμενά της, άρα και τα ακινητοποιημένα και μακράν κάθε φαντασίωσης πένθη τους σε ώμους άλλων, τους οποίους ελέγχουν κατ' απόλυτο βαθμό και τους οποίους δεν αναγνωρίζουν σαν αυτόνομα όντα με επιθυμίες, αξίες, καταγωγή, υλικότητα.

Κι΄αυτό γιατί ό,τι απόλυτα αρνούνται να πενθήσουν, απλά το αντικαθιστούν. Το μετατρέπουν σε δράση κι αυτό σχετίζεται με τη σύγχυσή τους. Π.χ. έτσι είναι οι Red με τα θύματά τους, ο «Μεγάλος» με τη Μαρία και με τους μπράβους του, ο Θωμάς με την Άλμα. Ο χώρος που διαμορφώνει η κίνηση της κάμερας που χρησιμοποιεί ο «Μεγάλος» μοιάζει να μην είναι χώρος μιας πραγματικής ζωής, αλλά ο χώρος που παίζονται τα εσωτερικά δράματα του τελευταίου. Είναι συγκλονιστική η σκηνή που πληροφορείται το θάνατο της Μαρίας και η στιγμή της αυτοκτονίας του. Η φράση: «Τίποτα δε μας ανήκει ρε μαλάκα» εκφράζει το μέγεθος της εγκατάλειψης μέσα του.


Θύμα των διαστροφικών πρακτικών τους είναι και οι ίδιοι (τοξικομανείς, αλκοολικοί) (Red, φωτογράφος, οι άνθρωποι του τσίρκου) αλλά και το ίδιο τους το σώμα, το οποίο αλλάζουν δραστικά προκειμένου να επανεφεύρουν μιά νέα συνθήκη για να επιβιώσουν (τραβεστί, ο Αντόνιο).


Άλλος ένας τρόπος εκκένωσης του ανεπίγνωστου πένθους είναι η διάχυτη αυτοκτονικότητα (ο «Μεγάλος» και ο γιατρός αυτοκτονούν).


Τέλος, ο J.A.C.E. καταφεύγει στην παραληρητική αντίληψη να ανακαλεί τους νεκρούς του με μάγια. Μεταφερμένος κάπου αλλού, είναι οι μόνοι στους οποίους απευθύνεται με τον λόγο.


Η ταινία, παρ' όλη την ένταση που επικρατεί, με τους χαρακτήρες να τρέχουν σαν καρτούν κινουμένων σχεδίων, κυριαρχείται από ένα επίπεδο συναίσθημα, ακινητοποιημένο και νεκρό. Πιθανόν αυτό να προκαλεί και θυμό στους θεατές. Το θυμό που δεν αντιλαμβάνονται οι ήρωες. Οι ηθοποιοί εξαιρετικοί, με λιτές και απέριττες ερμηνείες παίζουν με τρόπο που υποδεικνύει ότι η ταινία θα μπορούσε να εκληφθεί ολόκληρη σαν μια μεταφορά. Ο Καραμαγγιώλης εισάγει ένα είδος παραδοξότητας στις σχέσεις, όπου κάποιος, ενώ στοχεύει προς τον άλλον και θέλει να ασχολείται μαζί του, συγχρόνως τον «αδειάζει», τον θανατώνει ψυχικά. Οι άνθρωποι υπάρχουν με το όρο να μην υπάρχουν, υπάρχουν δηλαδή με προϋποθέσεις που αναιρούν την ύπαρξή τους. Ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής παραμένει το παιδί. Το παιδί που έφεραν μέσα τους όλοι οι ήρωες.


«Τότε που πέθαινα. Αλλά προτού κι εκεί που ετοιμαζόμουν. Είπα θα πάω πριν να ξαναβρώ εκείνο το μικρό παιδί. Το είχα συναντήσει σε μιάν απέραντη έρημη ακτή. Ήταν ένα αγόρι επτά χρονών. Είχε αδύνατο σωματάκι και χλωμό πρόσωπο κακό. Αλλά δεν μιλούσε και τα μάτια του συνέχεια γλιστρούσαν επάνω από τα πράγματα και κάθε τόσο. Στάθηκα δίπλα στο παιδί.


-Σε άφησαν εδώ στην ερημιά για να πεθάνεις; Το ρώτησα και ήξερα πως δεν θα αποκρινόταν.
Ήταν από τα παιδιά που ποτέ δεν μίλησαν και χάθηκαν φτεροκοπώντας μέσα στη σιωπή. Έσκυψα και βαθειά μακρυά στα μάτια του επρόφθασα και είδα τη μελανή γη της σιωπής. Ένα κλάμα ακούστηκε να έρχεται πίσω από τους μαύρους βράχους της ακτής. Οδυρμένη επέστρεφε η μάνα του μετανοιωμένη ούρλιαζε και γυρνούσε για να το ξαναπάρει. Είμαι μάνα! Ούρλιαζε και μαινόμενη επερπατούσε και την κατάκαιε η τρομερή αγάπη για το παιδί της. Αυτό εκείνο το παιδί θα πήγαινα για να το ξαναβρώ». (Γιώργος Χειμωνάς, Διάδρομος, από το βιβλίο Ο εχθρός του ποιητή, Κέδρος 1990).

Η Ευτυχία Γιομελά είναι ψυχίατρος, ψυχαναλύτρια ομάδας και ηθοποιός

 

 

Αρχείο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Σωτήρης Ντάλης / «Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, η ανισότητα θα αυξηθεί»

Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και επικεφαλής της Μονάδας Έρευνας για την Ευρωπαϊκή και Διεθνή Πολιτική σχολιάζει τον αντίκτυπο της πανδημίας και της εκλογής Μπάιντεν στην Ευρώπη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Σωτήριος Σέρμπος / «Επί Τραμπ οι μειοψηφίες κατέστησαν πλειοψηφίες»

Τι σηματοδοτεί η εποχή Μπάιντεν και τι αφήνει πίσω του ο απερχόμενος Πρόεδρος; Απαντά στη LiFO ο Σωτήριος Σέρμπος, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ελλάδα / Θεοκλής Ζαούτης: «Είναι αρκετά πιθανόν να έχουμε τρίτο κύμα πανδημίας»

Ο καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και μέλος της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων του υπουργείου Υγείας μιλά για τα τελευταία δεδομένα της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Νικόλας Σεβαστάκης / Ο γυμνός βασιλιάς, το Καπιτώλιο και η επόμενη μέρα

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένας Γουίλι Σταρκ της εποχής μας. Υπάρχει κάτι σημαντικό που χωρίζει τη λαϊκιστική φαντασία των χρόνων του Μεσοπολέμου –όπως την αναπλάθει το μυθιστόρημα του Γουόρεν– από τα πλήθη που είδαμε να βγαίνουν από τα μεσαιωνικά σπήλαια των social media για να ορμήσουν προς το Καπιτώλιο.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ελλάδα / Ευάγγελος Μανωλόπουλος: «Να μάθουμε να ζούμε με τις μάσκες, γιατί θα αργήσουμε να τις βγάλουμε»

Ο καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακολογίας, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, μιλά στη LiFO για τα εμβόλια και τις φαρμακευτικές αγωγές που εξετάζονται. Απαντά για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, εξηγεί ποια είναι η αλήθεια για τις ΜΕΘ, πότε θα αποχωριστούμε τις μάσκες αλλά και πότε προβλέπεται η επάνοδος στην κανονικότητα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τech & Science / Γιατί η ασφάλεια του εμβολίου είναι υψηλού βαθμού; Ο καθηγητής της Οξφόρδης Πέτρος Λιγοξυγκάκης εξηγεί

Τι θα σημάνει η γενική χρήση των εμβολίων; Θα εφαρμοστούν νέοι κανόνες σχετικά με τον εμβολιασμό; Πότε προσδιορίζεται η έναρξή του; Και τι γίνεται με τους αρνητές;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Νικόλας Σεβαστάκης / Η ενδοχώρα της άρνησης και το εμβόλιο

Η όποια στρατηγική για τον εμβολιασμό χρειάζεται να είναι σκληρή με τον νεοφασισμό των fake news και της ωμής παραπλάνησης. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να εντάξει τις ανησυχίες, τις αντιρρήσεις και τις δεύτερες σκέψεις πολλών ανθρώπων.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ελλάδα / Ευάγγελος Καϊμακάμης: «Έχουν πεθάνει πολλοί σαραντάρηδες στα χέρια μας χωρίς προβλήματα υγείας»

Ο πνευμονολόγος-εντατικολόγος στο νοσοκομείο Παπανικολάου μιλά για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις ΜΕΘ και τις μελλοντικές ανησυχίες του σχετικά με την πανδημία.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ελλάδα / Θεόδωρος Βασιλακόπουλος: «Ακόμη κι αν είχαμε 10.000 κλίνες ΜΕΘ, αν γέμιζαν όλες, θα θρηνούσαμε 4.000 θανάτους»

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχολιάζει όλες τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ