Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Θέλω να μη θυμάμαι.

Χρώμα θέλω να γίνει όλη η ζωή, φως, κι ο λυγμός να ‘ναι χαράς για όσα έρχονται να καθίσουν δίπλα στο μελαγχολικό κι ανήσυχο απομεσήμερο.

Θέλω να μη θυμάμαι.

Να βγω στο παράθυρο θέλω και να δω την αυλή μας πλημμυρισμένη ζουμπούλια, πανσέδες και μπιγκόνιες. Να σε δω ανάμεσά τους θέλω να απλώνεις πάνω τους τη φροντίδα σου κι αυτά να σκορπούν στον αέρα τις ευωδιές τους.

Άνοιξη θέλω να ‘ναι πάλι η εποχή που έρχεται. Με την ιερή δροσιά του πρωινού και την ευλογημένη ψύχρα του απόβραδου. Να κλείνουμε ραντεβού λαχτάρας και ανταμώματα έξαψης. Να περιμένουμε το όνειρο στη γωνία και την ελπίδα να κρεμάμε μαντήλι στο λαιμό.

Στης μέρας την κορύφωση ψωμί θέλω στο τραπέζι κι αγάπη. Με την τρυφεράδα του ροζ στα χείλη και τη λάμψη του κόκκινου στην καρδιά. Να μοιραζόμαστε τα χαμόγελα και να κόβουμε στα τέσσερα τις λύπες. Να χαράζουμε στο μπράτσο τις φιλίες και να αρπάζουμε απ’ το χέρι τα φεγγάρια.

Τραγούδια θέλω να ‘χω συντροφιά. Εικόνες απ’ το αύριο να μου χτυπούν την πόρτα. Μικρές χαρές να μπαινοβγαίνουνε στο σπίτι κι όλοι οι έρωτες φωλιά να ‘χουνε στήσει στη βεράντα. Μαζί μου να ‘σαι κι εσύ, όλη η χαρά, φτερά στους ώμους να μου φορά το κάθε άγγιγμά σου.

Να έρθεις θέλω σήμερα, αύριο το πολύ. Ξανά. Της αυλής την εξώπορτα να σπρώξεις και μια σπρωξιά μαζί στις μέρες μου να δώσεις. Να βγουν και πάλι τα παιδιά στη γειτονιά του Πάσχα την ανεμελιά να διαλαλήσουν. Από κοντά κι όλου του κόσμου η ερημιά χαράς να γίνει κι άνοιξης λουλούδι.

Χρώμα θέλω να γίνει όλη η ζωή, φως,  Ο λυγμός να ‘ναι χαράς για όσα έρχονται να καθίσουν δίπλα στο μελαγχολικό κι ανήσυχo απομεσήμερο. Να γλυκάνουν θέλω τα μάτια μου, γι’ αυτό τα κλείνω να σε κρατώ σφιχτά στο νου να σε θυμάμαι.