Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Σε πόσα δευτερόλεπτα θα έχουμε ξεχάσει τη Μανωλάδα;

Η πρόσκαιρη οργή μιας κοινωνίας που σοκάρεται αλλά και ξεχνά με την ίδια ενοχλητική ευκολία.

Σε πόσα δευτερόλεπτα θα έχουμε ξεχάσει τη Μανωλάδα;


 

Μας πιάνει μια ακτιβιστική μανία κάθε φορά που σκάει κάποιο παρόμοιο θέμα. Οι εξοργιστικοί πυροβολισμοί εναντίον μεταναστών που μάζευαν απλήρωτοι φράουλες για να θησαυρίσουν οι αφέντες τους (και να τις φάμε εμείς) ήταν η κατάλληλη αφορμή αυτήν τη φορά.

Δεν θα μιλήσω για όσους τα φώναζαν εδώ και χρόνια –και δεν ήταν λίγοι εδώ που τα λέμε–, αλλά για τους υπόλοιπους που πέσαμε για άλλη μια φορά από τα σύννεφα. Για τις συνθήκες εργασίας φυσικά, και όχι τόσο για τους πυροβολισμούς – αυτοί ήταν η τραγική αφορμή, με σοκαριστικό κερασάκι στην τούρτα τον ισχυρισμό των δραστών ότι οι σφαίρες εξοστρακίστηκαν και χτύπησαν τυχαία ούτε έναν, ούτε δύο, αλλά είκοσι ανθρώπους!

Στην ελληνική κτηνοτροφία υπάρχει εδώ και δεκαετίες μια εκμετάλλευση τόσο εξοργιστική που σε αφήνει άφωνο. Πολλοί  Έλληνες αγρότες βρίσκουν μετανάστες κρυφούς, χωρίς χαρτιά, και τους βάζουν να κάνουν όλες τις δουλειές. Ο σκοπός είναι να τους διώξουν, φοβίζοντάς τους με κάθε τρόπο, ο πιο λάιτ απ' τους οποίους είναι φυσικά ότι θα τους καταδώσουν στις Αρχές – αφού όμως έχουν κάνει όλες τις χειρωνακτικές εργασίες.

Μιλάμε για τους Έλληνες αγρότες, πολλοί από τους οποίους κλείνουν κάθε χειμώνα εθιμοτυπικά τους δρόμους, απαιτώντας οτιδήποτε τους έρθει στο μυαλό, κυρίως επειδή δεν έχουν άλλη δουλειά εκείνη την εποχή και θέλουν να βγάλουν μερικά έξτρα χρήματα.

Μιλάμε για τη μεγάλη μερίδα των αγροτών που έφαγαν όλοι μαζί όσα ο Άκης Τσοχατζόπουλος, «αξιοποιώντας» κρατικά κονδύλια και ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, κι έτρεχαν –όπως λέει, όχι και τόσο άδικα, το στερεότυπο– στα κωλάδικα της περιοχής τους με τα Καγιέν και ξόδευαν τα μετρητά σε Ρωσίδες, την ώρα που οι Αλβανοί ή οι Πακιστανοί ξημεροβραδιάζονταν δωρεάν στα χωράφια.

Το ξέρουμε: όσες δουλειές βαριόμαστε να κάνουμε εμείς οι φυγόπονοι, τις κάνουν οι ξένοι. Και μετά τους αφήνουμε απλήρωτους, τους εκβιάζουμε, τους απειλούμε, τους πυροβολούμε. Και, φυσικά, ζητούμε την απέλασή τους γιατί «γεμίσαμε αλλοδαπούς εδώ πέρα, που μας κλέβουν τις δουλειές μας».

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ακτιβιστική μας μανία στο  Ίντερνετ σε σχέση με τις ματωμένες φράουλες μοιάζει ελαφρώς υποκριτική, κάπως «της μόδας». «Γιατί, δεν τα ξέρατε όλα αυτά; Πού ήσασταν εδώ και τόσα χρόνια;» έγραψε κάποιος στο Facebook της LiFO (Official), ενώ μια αναγνώστρια μας την είπε κάτω από άρθρο σχετικό με το ενθαρρυντικά πετυχημένο μποϊκοτάζ που ξεκίνησε μέσω του Ίντερνετ και την επακόλουθη πτώση των τιμών της φράουλας:

«Υποκρισία!!! Δεν είδα να μποϊκοτάρουν τα smartphones, τα ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια... και πολλά άλλα προϊόντα που κατασκευάζονται ανά τον κόσμο σε συνθήκες δουλείας!!!!!!! Τώρα σας έπιασε όλους ο πόνος!!!!!!».

Πέρα από το overdose θαυμαστικών, έχει ενδιαφέρον αυτή η άποψη. Αν αποφασίσουμε να μη χρησιμοποιούμε προϊόντα εξαιτίας των οποίων έχουν υποφέρει εργαζόμενοι, τότε είναι λίγα τα πράγματα που θα αγοράζουμε.

Και εκεί έρχεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα της καυτής επικαιρότητας και των «συγκλονιστικών» ειδήσεων με τις οποίες παθιαζόμαστε σαν τρελοί, αλλά που μετά από μια εβδομάδα τις ξεχνάμε εντελώς: μένουμε στην επιφάνεια. Τα δίνουμε όλα σε μικρό χρονικό διάστημα και μετά, λόγω της –φυσιολογικής για την ηλεκτρονική εποχή– διάσπασης προσοχής ξεχνιόμαστε και πάμε παρακάτω.

Οι επόμενοι (υποθετικοί θέλω να ελπίζω) πυροβολισμοί στη Μανωλάδα δεν θα μας συγκινήσουν και τόσο. Θα τους έχουμε συνηθίσει και θα χρειαζόμαστε ίσως και θύματα πλέον.

Μια ψύχραιμη συζήτηση για την ηθική κατανάλωση προϊόντων και για τα προβλήματα των εργαζομένων ή των μεταναστών θάβεται κάτω από την επιφανειακή οργή, την εξοργισμένη αντίδραση που σε λίγη ώρα θα έχει βρει καινούργιους στόχους και θα έχει στραφεί αλλού. Κι εμείς θα έχουμε ξεχάσει τις φράουλες, σαν εθισμένοι στην πληροφορία που αναζητούν το επόμενο μεγάλο θέμα.

Ή μήπως όχι;