Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Β|υθός

Τα μόνα μας σωσίβια είναι τα ενωμένα σώματά μας.

 

Βουτιά. Όλα αλλάζουν νόημα, κάθε μικρή κίνηση κρατάει από το χέρι και μια αλληγορία. Οι επιφάνειες γίνονται σύνορα, όρια που πρέπει να ξεπεραστούν, εμπόδια που δυσκολεύουν την μέρα να προχωρήσει. Οι φωτισμένες λεωφόροι μετατρέπουν την πόλη σε ένα αχανές πάζλ από ακανόνιστα κομμάτια, τα σκοτεινά τετράγωνα ξεπηδούν σαν κύματα που ετοιμάζονται να μας σκεπάσουν.

 

Βουτιά στην πόλη. Κοιτάω τον βυθό της. Περπατάω έξω από εγκαταλειμμένα σπίτια, από μέσα το επίμονο κλάμα ενός σκύλου φωνάζει ότι κάποτε υπήρχε καθημερινότητα εδώ. Τώρα μόνο ακανόνιστες στιγμές. Προσπερνάω άδειες βιτρίνες, στο βάθος τα σκονισμένα ράφια μουγκρίζουν ότι κάποτε υπήρχε ανταλλαγή εδώ. Τώρα μόνο χρεοκοπημένες αντοχές. Στην άκρη του δρόμου χέρια απλωμένα, κάτω από τις κουβέρτες τα σώματα ψυθιρίζουν ότι κάποτε υπήρχε ζωή εδώ. Τώρα μόνο βυθισμένες αξιοπρέπειες.

 

Καρφώνω το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, σαν να είναι αυτό το μόνο σύνορο που μπορώ να αντέξω, σαν να είναι αυτή η μόνη επιφάνεια που με κρατάει μακριά από τον βυθό της πόλης. Οι περαστικοί μοιάζουν με ναυαγοί μιας βάρκας που ανατράπηκε από ένα γιγάντιο κύμα, όλοι μαζί παλεύουμε να νικήσουμε μια δύναμη που μας τραβάει προς τα κάτω.

 

Φάρος πουθενά. Τα μόνα μας σωσίβια είναι τα ενωμένα σώματά μας.