Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ακόμη μια φορά πριν πεις αντίο...

Ίσως θα έπρεπε να φερόμαστε πιο τρυφερά απέναντι στους σπουδαίους καλλιτέχνες που δεν μπορούν να πούν αντίο

Ακόμη μια φορά πριν πεις αντίο...

Δεν είμαι της άποψης ότι σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν. Οι άνθρωποι. Διότι η φύση, τα σκοτώνει. Η φύση θέλει να ξεμπερδεύει με ότιδήποτε δεν είναι πια ακμαίο, γρήγορο, δροσερό. Η φύση αγαπάει ότιδήποτε την βοηθάει να αναπαραχθεί και να προχωρήσει. Τα μαραμένα πράγματα την απωθούν. Τα θεωρεί χάσιμο χρόνου κι επικίνδυνο βάρος. Τα σκοτώνει και τα θάβει, δίχως έλεος. Απερίσκεπτα.

Αλλά εμείς είμαστε άνθρωποι. Είμαστε φύση, συν κάτι άκομη: νόηση. Μέσω της νόησης, το ένα κομμάτι του εαυτού μας, παρατηρεί το άλλο μισό και το ερμηνεύει. Ό,τι ερμηνεύεται. Ερμηνεύει τα πάθη, ερμηνεύει τα ένστικτα, ερμηνεύει τους φόβους και προσπαθεί να ερμηνεύσει (ματαίως) το θάνατο. Και συνακόλουθα, το γήρας.

Έχω υπερήλικες φίλους, ευφυείς, που δεν μπορούν να διανοηθούν πώς έφτασαν και κυρίως γιατί έφτασαν στο τελευταίο σκαλί της βιολογικής βαθμίδας. Γιατί πρέπει να πεθάνουν; Δεν υπάρχει, φυσικά, απάντηση. Σχετικά αναπάντητο είναι και το ερώτημα, γιατί πρέπει να γεράσει ένα πλάσμα πανέμορφο, να ζαρώσει η δροσερή επιδερμίδα, να σπάσει μια ουράνια φωνή. Αλλά συμβαίνει- από τη πρώτη μέρα που οι πίθηκοι γινήκαν άνθρωποι.

Φυσικά, δεν αποτελούν εξαίρεση οι καλλιτέχνες. Κι αυτό φαίνεται πιο γρήγορα, σε όσους το μέσο τους απαιτεί δίπλα στη νόηση, την έντονη σωματική δεξιότητα: χορευτές, τραγουδιστές, κυρίως. Αν και υπάρχουν δείγματα αειθαλούς διάρκειας (η Πίνα Μπάους!), οι περισσότεροι υποφέρουν κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του χρόνου. Και πράττουν ανάλογα με το χαρακτήρα τους: άλλοι προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλάκι τον ελέφαντα της ανημπόριας τους, άλλοι αποχωρούν χορτασμένοι και περήφανοι (ο Σαββόπουλος), άλλοι εξακολουθούν να περιφέρονται μέχρι να τους πέταξαν τομάτες. Άλλοι θαμπώνουν, αλλά το ξέρουν και δεν λένε τίποτα (ο "Χειμωνιάτικος Ήλιος" του Χατζιδάκι).  Άλλοι, είναι τόσο ιδιοφυείς (η Billie Holiday), που το ράγισμα της φωνής τους (και του χρόνου) το κάνουν υλικό της τέχνης τους –αλλά εδώ μιλάμε για πραγματικά σπάνιες περιπτώσεις. Ο κανόνας είναι, για να το θέσουμε κομψά: μόλις γερνάει ο άνθρωπος, δυσκολεύεται πολύ!

Η κυρία Μούσχουρη  και η κυρία Αλεξίου είναι δύο τραγουδίστριες με μεγάλη ιστορία και μικρή φωνή -πια. Το ξέρουν και οι ίδιες. Και τις πειράζει πολύ. Δικαίως. Δεν χωνεύεται καμμία έκλειψη, καμμία φθορά. Όταν έχεις ζήσει το θρίαμβο των σταδίων, πώς να βολευτείς σε μια στενή κουζίνα; Αλλά θα έπρεπε να το εχουν φιλοσοφήσει (και το έχουν, όπως θα δούμε παρακάτω!). Έχουν εισπράξει αχανή χειροκροτήματα, μεγάλη αγάπη, τεράστιο πλούτο. Έχουν αποθεωθεί. Θα έπρεπε να συνθηκολογήσουν με το ασυνθηκολόγητο και τουλάχιστον να μη ζητούν από το κοινό τους αυτό που ξέρουν και οι ίδιες ότι δεν ισχύει πια.

Έχουν ασφαλώς δικαίωμα να δίνουν όσες συναυλίες θέλουν. Ένα μεγάλο μέρος του κοινού θα πηγαίνει (ιδίως οι συνομίληκοι), και στον απόηχο της φωνής τους, θα ψάχνει την παλιά του νεότητα –και θα τις αγαπάει, όπως αγαπάει κανείς τα είκοσί του χρόνια. Και έχουν δικαίωμα να βγάζουν όσα καινούρια άλμπουμ επιθυμούν -αυτό έλειπε!

 Όμως και το κοινό έχει  τα δικαιώματά του:  είτε να τις ακολουθεί, είτε να αδιαφορεί, είτε να τις κρίνει. Ακόμη περισσότερο, έχουν δικαίωμα να κρίνουν τους δίσκους και τις συναυλίες τους οι κριτικοί. Καλοί και κακοί.

Το λέω αυτό, διότι παρακολουθώ τις τελευταίες μέρες μια έντονη, χαμηλού επιπέδου δημόσια συζήτηση σχετική με το θέμα, την οποία, όπως πάντα υποκινούν όχι οι ίδιες οι καλλιτέχνιδες, αλλά ένας εσμός εριστικών, ημιμαθών ανθρώπων που κινείται γύρω τους και βγάζει λεφτά είτε βρίζοντάς τις, είτε αποθεώνοντάς τις (άλλη μια τεράστια και χρόνια ελληνική παθογένεια).

Η συζήτηση αυτή αδικεί τους πάντες. Αδικεί το κοινό, αδικεί τους κριτικούς, αδικεί κυρίως τις ίδιες τις τραγουδίστριες. Οι οποίες ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει: και δεν χρειάζονται ούτε τέτοια χυδαία «προστασία», ούτε τέτοιο κράξιμο.

Η Νάνα Μούσχουρη (που προσωπικά, τη θεωρώ την μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια για την πρώτη της περίοδο με τον Χατζιδάκι και μέχρι το δίσκο με τον Κουίνσι Τζόουνς –μεγαλύτερη κι από την Φλέρυ Νταντωνάκη) είχε δώσει προ ημερών μια εξαιρετικά ειλικρινή συνέντευξη στην Γιώτα Συκκά της Καθημερινής, όπου είχε πει: «Θέλω να το ξεκαθαρίσω: Πριν από έξι χρόνια, στο Ηρώδειο, είπα αντίο. Ηταν μια εποχή που ένιωθα ότι μεγάλωνα, ότι δεν ήμουν πλέον σε έναν κόσμο όπου ανήκα. Σταμάτησα, γιατί είπα δεν είναι πια της ηλικίας μου, οι νέοι έπρεπε να προχωρήσουν. Η απόφαση ήταν σωστή, αλλά μου κόστισε πολύ. Ημουν κάθε μέρα στον γιατρό, ένιωθα ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι κανείς δεν με αγαπάει... Ενιωθα απελπισία. Οσο πλησίαζε, όμως, το 2014, έλεγα, να η ευκαιρία να τραγουδήσω πάλι: τον Οκτώβριο γίνομαι 80 χρονών!»

 

Συμπέρασμα: εδώ, δεν χρειάζεται κριτική οξύνοια, αλλά σοβαρότητα. Πρέπει το βιαστικό κοινό (κι οι κριτικοί) να μη ξεχνούν ποιός είναι αυτός που τραγουδά. Και πρέπει κι οι τραγουδίστριες να μη ζητούν από το βιαστικό κοινό, να μείνει ακίνητο πολύ ώρα.

Η ζωή τρέχει.